Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι υπάρχουν πλέον που να εκτιμούν και να διασκεδάζουν παρακολουθώντας το
Τελευταίο Σπίτι Αριστερά, κινηματογραφικό ντεμπούτο του απρεπή, θα έλεγε κανείς,
Craven. Και αυτό διότι για να φτάσεις στο σημείο να ψάξεις και να ασχοληθείς με τέτοιου είδους ταινίες, θα πρέπει πρώτα να παρακάμψεις την εποχή που ζούμε, μια εποχή υπερφλύαρης διαφήμισης και υπερπροσφοράς της κινηματογραφικής βιομηχανίας, πράγμα σχεδόν αδύνατο, μιας και η ποσότητα των παραγωγών παραμένει τεράστια αλλά και οι ποιότητα πολλών εξ αυτών είναι αρκετά υψηλή. Όποτε και η κινηματογραφική αξία του
Σπιτιού μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια καθαρά ιστορική πληροφορία, εδραιώνοντας μια (υποβαθμισμένη κατά τον γράφοντα) θέση στις λίστες των αμερικάνικων exploitation και των κακόφημων, βίαιων και φτηνών ταινιών . Είναι όμως το
Τελευταίο Σπίτι Αριστερά τόσο «μικρό» ώστε να χαθεί στη λήθη, ξεχασμένο σε σκονισμένα ράφια και αραχνιασμένες γωνίες? Η απάντηση είναι - καθαρά και αμετάφραστα – όχι.
Χωρίς να έχει τα χρήματα, αλλά ούτε και την εμπειρία που θα ήθελε και με παραγωγό/ συνεργάτη του τον
Sean S. Cunningham (ο οποίος αργότερα θα ληστέψει τον τρισμέγιστο
Bava για να πουλήσει μούρη με το
Friday the 13th), o
Craven αρπάζει την ιδέα του σεναρίου από το
Jungfrukällan του
Bergman αφήνοντας έξω όλη την ποιητική αύρα του αυθεντικού και προσαρμόζοντάς το στην Αμερικάνικη αγορά, παρουσιάζει ένα ντελίριο βίας, ασχήμιας και δυσωδίας, που όμοιό του δύσκολα μπορούσες να δεις εκείνη την εποχή (ήταν δυο χρόνια αργότερα όταν ο
Hooper έφτιαξε το δικό το σχιζοφρενικό αριστούργημα και διαμέλισε …τους πάντες, ενώ ο
Gordon Lewis ήταν too trashy για να εκτιμηθεί αναλόγως).
Ωστόσο, η ηθική της δικαιολογημένης (ή μη) βίας είναι απλά το πρόσχημα για τον
Craven (το ίδιο πρόσχημα που χρησιμοποίησε και στο επόμενο
The Hills Have Eyes – αλλά εκείνο είναι μια άλλη ιστορία), ο οποίος εδώ προσπαθεί όσο μπορεί περισσότερο να κάνει το όνομά του γνωστό σοκάροντας το ανυποψίαστο κοινό, χωρίς να το γεμίζει με τους προβληματισμούς ενός νέου και σκεπτόμενου καλλιτέχνη. Όμως κάτω από την προφανή και άκρατη σωματική και ψυχολογική βία στην οποία στέκονται οι περισσότεροι, αναβλύζει μια έντονα κοινωνική, αλλά κυρίως πολιτική, σχεδόν αναρχική, διάθεση σχολιασμού και κατάδειξης τόσο των ανθρώπων της δύσης και του κοινωνικού συστήματος το οποίο υπηρετούν, όσο και της ίδιας της (όχι και τόσο αθώας) ανθρώπινης φύσης τους. Ένας σχολιασμός που σήμερα μοιάζει περισσότερο επίκαιρος και εύστοχος από τότε και που δυστυχώς επαληθεύεται με τραγικά τρομακτικούς ρυθμούς.
Η ιστορία των “κακών” που δελεάζουν, απαγάγουν, βιάζουν και τελικά σκοτώνουν τις δύο κοπέλες, η μία με το όνομα Μαίρη (ποτέ δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτού του ονόματος) και στη συνέχεια πέφτουν άθελά τους στο σπίτι των ανυποψίαστων γονιών της, είναι χωρισμένη σε δυο μέρη, δυο διαφορετικοί σχολιασμοί, που όμως έχουν κοινή βάση, κοινή διαμόρφωση και φυσικά, κοινό αποτέλεσμα, την εμφυτευτικά καλλιεργήσιμη και ευκόλως εκφραζόμενη ανθρώπινη βία, όπως αυτή εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε με τον κοινωνικό άνθρωπο του σήμερα.
Από την μία έχεις το αδιάλλακτο κοινωνικό σύστημα του νέου δυτικού πολιτισμού το οποίο μέσα από την αδιαλλαξία του, πρώτα δημιουργεί ανθρώπους κτήνη (ληστές, ναρκομανείς, βιαστές, μικρόψυχους δολοφόνους και περιπλανώμενους απόκληρους, όλα σε ένα) και στη συνέχεια μέσα από την επιδεικτικά ανεπαρκή λειτουργία του (οι σερίφηδες παρουσιάζονται ως αδαείς, χαζοχαρούμενοι υπαλληλίσκοι οι οποίοι προσπερνάνε τους δολοφόνους χωρίς να τους αντιληφθούν καν) αδυνατεί να τους αναγνωρίσει και κατά συνέπεια να τους περιορίσει, αφήνοντας την αχαλίνωτη βία (τους) να ανα-παραχθεί με περίσσια ευκολία και με αποδέκτες - τις περισσότερες φορές - τα λιγότερο υποψιασμένα, ανύποπτα θύματα.
Από την άλλη υπάρχει μια ευπρεπής καλόβουλη οικογένεια, η οποία ακμάζουσα και ασφαλής όπως είναι μέσα από το καμουφλάζ της αστικής ηρεμίας, απολαμβάνει όλα όσα έχει δημιουργήσει και κατέχει, που όταν όμως βρεθεί αντιμέτωπη με τους βιαστές της αταραξίας της, παρουσιάζει ένα καλά κρυμμένο (αλλά τελικά υπάρχον) πρόσωπο, μια αντεστραμμένη συμπεριφορά που δεν διαφέρει από αυτή των προαναφερθέντων «κακών», ούτε σε μανία, ούτε σε αποτελέσματα (άλλωστε όλοι στο ίδιο σύστημα ανήκουν). Σε αντίθεση με το σουηδικό αριστούργημα, εδώ δεν υπάρχει απόγνωση στα μάτια των γονιών, ούτε μετάνοια για τις πράξεις που ακολουθούν, μόνο εκδικητικό μίσος, αποτέλεσμα μιας απροσδιόριστης αλλά συσσωρευμένης οργής.
Μια οργή η οποία διέπει τους περισσότερους χαρακτήρες της ταινίας και που μοιάζει να εξαπλώνεται και (ακόμα χειρότερα) να μετατρέπεται σε κάτι σύνηθες για τα δικά μας αστικά – και όχι μόνο – κέντρα, αποκαλύπτοντας τον τελικά αναρχικό χαρακτήρα και την εγκληματική ολιγωρία του σημερινού κόσμου, χωρίς διακρίσεις.
Περισσότερο πεσιμιστικό σε σχέση με το remake του
Ηλιάδη, το
Σπίτι του
Craven διαφέρει αλλά κυρίως αχρηστεύει τις torture porn παραγωγές του σήμερα που σκοπό έχουν το οφθαλμόλουτρο και τον εξευτελισμό του θεάματος, κατ’ επέκταση και του θεατή, παρουσιάζοντας ένα αστικό πόλεμο βασισμένο στο ανθρώπινο ένστικτο και τον έμφυτο σαδισμό του. Βέβαια, η ευθαρσής προσέγγιση και ο ωμός ρεαλισμός συνοδεύονται από ένα σφοδρό και δηλωτικό σαρκασμό που αποπνέει ένα τέτοιο φιλμ το οποίο τοποθετεί τα πάντα κάτω από ένα σύμβολο τόσο μεγάλο και ισχυρό όσο και η πίστη μας στην ανθρωπότητα, το σύμβολο μιας γενιάς, όχι της Αμερικής αλλά ολόκληρου του προοδευμένου κόσμου. Ένα μενταγιόν με το σύμβολο της ειρήνης. Καλλιτεχνική ειρωνεία ή ειρωνική πραγματικότητα, όπως και να το πάρεις, the road leads to nowhere που λέει και το τραγούδι…
Chris Zafeiriadis