Όταν ήμουν μικρή πίστευα και αγαπούσα τους ανθρώπους. Μου άρεσαν βλέπετε. Όταν άρχισα να μεγαλώνω, πίστεψα και αγάπησα τον κινηματογράφο. Μου άρεσε αυτή η τέχνη, πολύ. Όσο μεγάλωνα, αμφότερες οι αγάπες μου άρχισαν να με απογοητεύουν. Για κάποιον που αντιλαμβάνεται την ελληνική πραγματικότητα λιγότερο ρομαντικά από ένα μικρό παιδί, είναι πασιφανές πια ότι δύσκολα να έρθει αντιμέτωπος με μια καλή ελληνική ταινία. Αν και υπάρχουν θετικά δείγματα, η ελληνική πραγματικότητα παραμένει… «δύσκολη». Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα έρχονται και τα Τέσσερα Μαύρα Κοστούμια.
Σίγουρα δεν είναι κωμωδία. Σίγουρα δεν είναι δράμα. Είναι σίγουρα βαθιά ελληνικό και απρόσμενα αισθαντικό. Τέσσερις νεκροθαφτικοί χαρακτήρες (αρχετυπικά ελληνικοί), ένας κοινός στόχος (αρχετυπικά ελληνικός και αυτός), το εύκολο χρήμα. Τέσσερα λαμόγια που ψάχνουν το κατάλληλο κόλπο για να πιάσουν την καλή, για να την «δουν αλλιώς», όπως έλεγαν κάποτε στην πρωτεύουσα, έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε κουλό τους αναθέσουν. Αποτυχημένοι όλοι στον τομέα τους (ο αποτυχημένος νεκροθάφτης, ο αποτυχημένος ηθοποιός, ο αποτυχημένος ληστής, ο αποτυχημένος… γενικά - αλλά πονεμένος ειδικά), θα συναντηθούνε υπό τραγελαφικές συνθήκες για να ικανοποιήσουν την τελευταία επιθυμία ενός αποθανόντος ημίτρελου, να κουβαλήσουν πεζοί το άψυχο σώμα του από την Αθήνα σε ένα χωριό της Βοιωτία, υπό τις οδηγίες ενός larger than life δικηγόρου. Μια φαινομενικά εύκολη κομπίνα για κάποιους φαινομενικά φιλόδοξους κομπιναδόρους, οι οποίοι κάνουν τα σχέδιά τους, όμως στη διαδρομή πέφτουν στην παγίδα που με μαεστρία τους έστησε η μοίρα.
Σ’ αυτή τη διαδρομή με τις υπέροχες και απόλυτα ειλικρινείς εικόνες της ελληνικής επαρχίας, οι τέσσερις ήρωες θα μαλώσουν, θα φιλιώσουν, θα μεθύσουν, θα πιαστούν στα χέρια, θα χόρεψαν δίπλα δίπλα και ο καθένας θα αναλογιστεί τη δική του ζωή. Συμπέρασμα; Άγνωστο. Ό,τι έγινε έγινε και προχωράμε παραπέρα. Κανένας δεν θα πιάσει την καλή όπως ήλπιζε και όπως είχε αρχικά σχεδιάσει. Ο καθένας όμως θα μπορέσει να κάνει την αυτοκριτική του, ελεύθερος πια να ζήσει και ίσως, κάπου εκεί μέσα στο Ελληνικό χάος, να μπορέσει και να ερωτευτεί. Γιατί οι πραγματικοί ήρωες μπορεί να μην είχαν λεφτά, έχουν όμως καρδιά! Κοινότυπο; Μπορεί, αλλά πάντα ωραίο να το βλέπεις. Αν όχι στη ζωή, τουλάχιστον στον κινηματογράφο.
Ο Ρένος σίγουρα δεν είναι μεγάλος σκηνοθέτης. Ούτε μεγάλος ηθοποιός. Σίγουρα όμως είναι πολύ ιδιαίτερος. Τόσο ιδιαίτερος που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν τελικά αξίζει να είσαι μεγάλος. Μπορεί το budget να ανέβηκε και τα τσιγάρα του να ακρίβαιναν, ο ίδιος όμως παραμένει το ίδιο ρομαντικός και ονειροπόλος όπως τότε. Φοράει το still-not-black-enough κοστούμι του και πραγματοποιεί την πιο ενδιαφέρουσα αλλά και πιο ταλαιπωρημένη ιδέα του. Το σενάριό του απλοϊκά έξυπνο, η σκηνοθεσία απλοϊκά όμορφη, η φωτογραφία υπέροχη, οι ηθοποιοί αγέρωχοι (με τον Πουλικάκο να είναι τόσο σπουδαίος, σχεδόν αναγκαίος τελικά για τον Ελληνικό κινηματογράφο) και το φινάλε απογειωτικό. Το χιούμορ του όμως δυστυχώς σε στιγμές φτηνό, με ατάκα κοινού τηλεοπτικού σήριαλ. Αλλά Ρένο, όπως το λες κι εσύ, ‘καλή καρδιά’. Μέχρι την επόμενη φορά όμως, έτσι?
Σίγουρα δεν είναι κωμωδία. Σίγουρα δεν είναι δράμα. Είναι σίγουρα βαθιά ελληνικό και απρόσμενα αισθαντικό. Τέσσερις νεκροθαφτικοί χαρακτήρες (αρχετυπικά ελληνικοί), ένας κοινός στόχος (αρχετυπικά ελληνικός και αυτός), το εύκολο χρήμα. Τέσσερα λαμόγια που ψάχνουν το κατάλληλο κόλπο για να πιάσουν την καλή, για να την «δουν αλλιώς», όπως έλεγαν κάποτε στην πρωτεύουσα, έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε κουλό τους αναθέσουν. Αποτυχημένοι όλοι στον τομέα τους (ο αποτυχημένος νεκροθάφτης, ο αποτυχημένος ηθοποιός, ο αποτυχημένος ληστής, ο αποτυχημένος… γενικά - αλλά πονεμένος ειδικά), θα συναντηθούνε υπό τραγελαφικές συνθήκες για να ικανοποιήσουν την τελευταία επιθυμία ενός αποθανόντος ημίτρελου, να κουβαλήσουν πεζοί το άψυχο σώμα του από την Αθήνα σε ένα χωριό της Βοιωτία, υπό τις οδηγίες ενός larger than life δικηγόρου. Μια φαινομενικά εύκολη κομπίνα για κάποιους φαινομενικά φιλόδοξους κομπιναδόρους, οι οποίοι κάνουν τα σχέδιά τους, όμως στη διαδρομή πέφτουν στην παγίδα που με μαεστρία τους έστησε η μοίρα.
Σ’ αυτή τη διαδρομή με τις υπέροχες και απόλυτα ειλικρινείς εικόνες της ελληνικής επαρχίας, οι τέσσερις ήρωες θα μαλώσουν, θα φιλιώσουν, θα μεθύσουν, θα πιαστούν στα χέρια, θα χόρεψαν δίπλα δίπλα και ο καθένας θα αναλογιστεί τη δική του ζωή. Συμπέρασμα; Άγνωστο. Ό,τι έγινε έγινε και προχωράμε παραπέρα. Κανένας δεν θα πιάσει την καλή όπως ήλπιζε και όπως είχε αρχικά σχεδιάσει. Ο καθένας όμως θα μπορέσει να κάνει την αυτοκριτική του, ελεύθερος πια να ζήσει και ίσως, κάπου εκεί μέσα στο Ελληνικό χάος, να μπορέσει και να ερωτευτεί. Γιατί οι πραγματικοί ήρωες μπορεί να μην είχαν λεφτά, έχουν όμως καρδιά! Κοινότυπο; Μπορεί, αλλά πάντα ωραίο να το βλέπεις. Αν όχι στη ζωή, τουλάχιστον στον κινηματογράφο.
Ο Ρένος σίγουρα δεν είναι μεγάλος σκηνοθέτης. Ούτε μεγάλος ηθοποιός. Σίγουρα όμως είναι πολύ ιδιαίτερος. Τόσο ιδιαίτερος που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν τελικά αξίζει να είσαι μεγάλος. Μπορεί το budget να ανέβηκε και τα τσιγάρα του να ακρίβαιναν, ο ίδιος όμως παραμένει το ίδιο ρομαντικός και ονειροπόλος όπως τότε. Φοράει το still-not-black-enough κοστούμι του και πραγματοποιεί την πιο ενδιαφέρουσα αλλά και πιο ταλαιπωρημένη ιδέα του. Το σενάριό του απλοϊκά έξυπνο, η σκηνοθεσία απλοϊκά όμορφη, η φωτογραφία υπέροχη, οι ηθοποιοί αγέρωχοι (με τον Πουλικάκο να είναι τόσο σπουδαίος, σχεδόν αναγκαίος τελικά για τον Ελληνικό κινηματογράφο) και το φινάλε απογειωτικό. Το χιούμορ του όμως δυστυχώς σε στιγμές φτηνό, με ατάκα κοινού τηλεοπτικού σήριαλ. Αλλά Ρένο, όπως το λες κι εσύ, ‘καλή καρδιά’. Μέχρι την επόμενη φορά όμως, έτσι?
Φανή Ζαχαρούδη
2 σχόλια:
Σουρεαλιστικό σενάριο και ανθρώπινο και συγκινητικό φιναλε.
Σίγουρα ξεχωρίζει από καθαρά εμπορικές παραγωγές.
greekjammer
Διαβάζοντας το κείμενο και γνωρίζοντας την άποψη της Φανής από πρώτο χέρι, είμαι σίγουρος ότι συμφωνεί με το σχόλιό σου αγαπητέ ανώνυμε. Ήσουν άτυχος όμως και έπεσες σε στιγμή που βρίσκεται σε εξωτική, ανέμελή και χαμένη στο χάρτη τοποθεσία. Ξέφρενες διακοπάρες ή ύποπτες κινήσεις δια-πλοκής, θα μάθουμε όταν γυρίσει…
Να καλησπερίσω εκ μέρους της μάλλον…
Δημοσίευση σχολίου