Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Duel (1971) - (Original "Cut")

Έχω την εντύπωση ότι πολλοί από εμάς που (θέλουμε να) παρακολουθούμε φανατικά σινεμά, έχουμε μεγαλώσει και κινηματογραφικά ωριμάσει με τις ταινίες του Spielberg. Αυτός ο άνθρωπος κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη καρδιά μας διότι έχει την δυνατότητα να φτιάχνει σινεμά πλούσιο τόσο σε περιεχόμενο, όσο και σε οπτική. Μάλιστα, δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει κάποιος αυθεντικός κινηματογραφόφιλος εκεί έξω (επαγγελματίας κριτικός ή εραστής αυτής της τέχνης) που δεν έχει απολαύσει κάποιες από τις πιο όμορφες στιγμές του. Προσοχή όμως, χρησιμοποιώ την λέξη «απολαύσει» διότι αυτό είναι ένα δύσκολο ρήμα και κρύβει πολλά περισσότερα από πίσω, σε σύγκριση ας πούμε με το ρήμα «παρακολουθήσει» ή ακόμα και «κατανοήσει». Και η απόλαυση κύριοι, είναι από τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά αυτού του σκηνοθέτη.

Η παραπάνω εισαγωγή ίσως σε κάποιους να φαίνεται ανούσια (στους ίδιους κάποιους που φαίνονται ανούσιες και κάποιες ταινίες του Spielberg), κρύβει όμως μια παγιδευμένη αλήθεια, άρρητα συνδεδεμένη με την εν λόγω ταινία. Το Duel είναι μια σπάνια απολαυστική ταινία, όχι γιατί είναι τόσο όμορφα γυρισμένη (που είναι), αλλά γιατί καταφέρνει και μιλάει με μια διαχρονική ευκολία για τον σύγχρονο άνθρωπο, περιπαίζοντας κατά ένα τρόπο τα έμφυτα και αμετάβλητα ένστικτα επιβίωσης που υπάρχουν στον καθένα από εμάς. Μάλιστα ο Spielberg μοιάζει να προσπαθεί να εκθέσει τον ίδιο τον θεατή και την ζωή που τον έχει απορροφήσει στη μεγαλούπολή του. Όμως για να το πετύχει αυτό, he’s going to need a bigger …road. Πρέπει πρώτα να τον βγάλει από το αστικό του κέντρο και στη συνέχεια να τον τοποθετήσει στους ξεχασμένους και σκονισμένους αυτοκινητόδρομους της αμερικανικής επαρχίας. Εκεί που συντελείται το ξεγύμνωμα του πολιτισμικού του χαρακτήρα.

Ένας και μοναδικός είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο οποίος για επαγγελματικούς σκοπούς, παίρνει το αυτοκίνητό του και ταξιδεύει μόνος σε μια (σχεδόν) έρημη διαδρομή, όταν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το επιδιώκει, βρίσκεται σε ένα αγώνα δρόμου και επιβίωσης (“everybody runs”), αντιμέτωπος με ένα βρώμικο φορτηγό θηρίο. Έναν giant road shark που μοιάζει «εκ γενετής» κακός, προκαλεί τον τρόμο και επιτίθεται χωρίς προφανή κίνητρο στο θύμα του. Εντάξει, αυτό το τελευταίο ήταν πολύ εύκολο να το πω οπότε το παίρνω πίσω χωρίς να κάνω τον εύλογο συσχετισμό με την άλλη υπέροχη ταινία.

Ωστόσο, μέσα στην μοναξιά του δρόμου και των voice over σκέψεων, ο τυπικός πρωταγωνιστής του Duel χάνει την μοναδικότητά του. Ένας συνηθισμένος businessman της πόλης, με το συμβολικό όνομα Man(n), γίνεται η πλέον συμβολική μορφή του αστικού άντρα. Μεγαλωμένος με bugs bunny, McDonalds και Pinocchio, με συνηθισμένο ντύσιμο, συνηθισμένο μουστάκι και συνηθισμένη οικογένεια (σε ένα γρήγορο πλάνο φαίνονται τα δύο παιδιά μπροστά στην τηλεόραση να παίζουν με τα παιχνιδορομπότ τους, ενώ πιο σωστό θα ήταν να παίζουν με πλαστικούς δεινόσαυρους για να έχει περισσότερο ενδιαφέρον), αυτός ο καθημερινός άνθρωπος βγαίνει από την καθημερινότητά του και έρχεται σε στενές επαφές με την άγνωστη απειλή . Ένας ordinary man under extraordinary circumstances, όπως ακριβώς συνέβη έξι χρόνια αργότερα σε κάποιους άλλους τυπικούς πρωταγωνιστές, μια άλλης τυπικής κωμόπολης.

Ακριβώς απέναντί του βρίσκεται το άγνωστο «κακό». Ένα βρώμικο, απολίτιστο αλλά αποφασισμένο βυτίο, έτοιμο να σκορπίσει φλόγες (καθόλου τυχαία η επιγραφή «Flammable» στο πίσω μέρος), τρομοκρατεί τον έκπληκτο αμερικανό για λόγους που ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει, αποπνέοντας μονοξείδιο του άνθρακα και σκόνη την ίδια στιγμή που ο τρομοκρατημένος Mann αποπνέει ανασφάλεια και ανησυχία. Ο οδηγός τού βυτίου παραμένει αφανής, το μόνο που διακρίνεται είναι ένα αριστερό χέρι και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την ανθρώπινη μορφή και νοημοσύνη του (απ’ όσο γνωρίζω μπορεί να είναι ένας badass extra terrestrial που δεν του αρέσουν τα ποδήλατα και προτιμά μεγαλύτερα και ισχυρότερα οχήματα).

Αυτή η απροσδιόριστη απειλή του βρώμικου Peterbilt χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο στο τιμόνι, μονομαχεί με το μικροκαμωμένο Dodge Valiant του Mann σε ένα οδικό αγώνα επιβίωσης για έναν. Όμως την φυσιογνωμία του Mann τη γνωρίζουμε. Μάλιστα η πρώτη φορά που συστήνεται το πρόσωπό του στο κοινό, είναι μέσα από τον εσωτερικό καθρέπτη του αυτοκινήτου του. Λες και προσπαθεί ο Spielberg να δείξει ότι αυτός ο τυχαίος και μόνος άντρας, είναι ίσως η αντανάκλαση του ίδιου του θεατή, του κάθε σύγχρονου ανθρώπου (και αυτή είναι η έκθεσή του σε έναν κίνδυνο εκτός των ορίων που έχει κατασκευάσει για να τον προστατεύουν).

Και ο Mann χάνει τον προσανατολισμό του, έχοντας πρώτα χάσει την λογική του στην άσφαλτο. Χαρακτηριστική η σκηνή στο επαρχιακό καφέ όπου σταματάει για λίγο και τον ακούμε να χάνεται στις εξαντλημένες του σκέψεις, μη μπορώντας να σκεφτεί λογικά, ενώ βλέποντας τους πάντες γύρω του σαν υποψήφιους θύτες, καταλήγει τελικά αυτός να είναι ο απροσάρμοστος και ο διαφορετικός. Πλέον γίνεται φανερό ότι βρίσκεται εκτός των ορίων του πολιτισμού που γνωρίζει, χωρίς μάλιστα να μπορεί να δεχτεί βοήθεια από κανέναν. Και γι αυτό είναι αποφασισμένος να παλέψει.

Ολική επαναφορά στα πρωτόγονα ένστικτα για τον πρωταγωνιστή, ο οποίος επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του και γνωρίζει έναν άλλο Mann, εκείνον που μπορεί να αγωνιστεί, μπορεί να φτάσει στα άκρα, μπορεί ακόμα και να σκοτώσει αν χρειαστεί. Σε ένα υπέροχα κινηματογραφημένο και υπέροχα αγωνιώδες φινάλε ο Spielberg θα ολοκληρώσει τη σύγκρουση των δύο μονομάχων, φτάνοντας τον συμβολικό πρωταγωνιστή κυριολεκτικά στα άκρα, απολαμβάνοντας παράλληλα την φανέρωση της αληθινής του ταυτότητας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο διασκεδαστικό από την κατάρρευση του καμουφλάζ που έχτισε ο σύγχρονος άνθρωπος για να καλύψει την πρωτόγονη και ζωώδη φύση που κρύβει μέσα του. Ο αγώνας έχει ολοκληρωθεί και ο νικητής στέκεται μόνος ατενίζοντας το κενό που έχει απομείνει, έχοντας πια συνειδητοποιήσει ότι είναι αναπόσπαστο κομμάτι ενός άγνωστου και παρανοϊκού κόσμου. Τώρα όμως όλα έχουν τελειώσει, όλα έχουν αλλάξει και κατά ένα περίεργο τρόπο, όλα παραμένουν τα ίδια. Όπως ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα που χάνεται στην υπέροχη θέα ενός ανεξάντλητου ορίζοντα. Επιστροφή στη ζούγκλα.

Chris Zafeiriadis

3 σχόλια:

argiris-cinefil είπε...

Πραγματικά υπέροχο το κείμενό σου Chris για μια επίσης πραγματικά υπέροχη και αυθεντικά "σπάνια απολαυστική ταινία" όπως γράφεις κι εσύ.

Ο Spielberg πήρε ένα απλοϊκό σενάριο και το μετέτρεψε σ’ ένα από τα πιο αξέχαστα road movies που γυρίστηκαν ποτέ. Το τοποθετώ στην Νο1 θέση των road movies καταδίωξης διότι δεν έχω ξαναδεί άλλη ταινία του είδους της που να χειρίζεται τόσο μαεστρικά μια καταδίωξη επί μιάμιση ώρα. Ειλικρινά τα λάτρεψα όλα αυτά τα voice over σκέψεων του πρωταγωνιστή της ταινίας διότι ενίσχυαν ακόμα περισσότερο όλον αυτόν τον παρανοϊκό εφιάλτη στον οποίο ζούσε. Η σκηνή στο επαρχιακό καφέ είναι απλά αριστουργηματική. Μα τι υπέροχο φινάλε εεε;

4: Πολύ καλή

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

Chris Z. είπε...

Σπάνια απολαυστικό είναι και το σχόλιό σου Αργύρη. Είναι από εκείνα που τόσο οι αυτές οι ταινίες, όσο και εκείνοι που ασχολούνται μαζί τους, τα έχουν περισσότερο ανάγκη. Αυτός ο road ποτέ δεν είχε πολύ κόσμο και ούτε πρόκειται ποτέ να πλημμυρίσει από παρουσίες. Μας αρέσει και έτσι όμως. Όσο για την μοναξιά του φινάλε (και θα το πω πολύ απλά και κατανοητά), θεωρώ ότι είναι μια από τις καλύτερες στιγμές στη φιλμογραφία του Spielberg.

Ευχαριστώ για το σχόλιο..

Καλημέρα…

argiris-cinefil είπε...

Πάντα τα road movies ήταν ένα “μοναχικό” είδος. Αν και η φιλμογραφία του Spielberg είναι γεμάτη από σκηνές ανθολογίας, ωστόσο θα συμφωνήσω μαζί σου ότι η σκηνή αυτή στο φινάλε του “Duel”είμαι από τις καλύτερες στη φιλμογραφία του.
Κάτι που μου έκανε φοβερή εντύπωση είναι ότι το φινάλε του “Duel” είναι σχεδόν ολόιδιο με αυτό του “THX 1138” του George Lucas όπου και τα δύο είναι γυρισμένα την ίδια χρονιά. Μου φαίνεται κάποιος αντέγραψε την ιδέα του άλλου. Τώρα ποιος, δεν ξέρω. Να μου πεις αυτοί οι δύο είναι κολλητάρια και μοιράζονται τα πάντα μεταξύ τους.

Καλησπέρα…