Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Casablanca (1942)

«Και μετά υπάρχουν και ταινίες σαν κι αυτήν εδώ, που τις βλέπεις μια φορά και τις θυμάσαι για πάντα», μου είχε πει κάποτε μια φωνή. Κοίτα να δεις που χρόνια μετά, όχι απλά επαληθεύεται, αλλά συνειδητοποιώ ότι έχει καταφέρει να μείνει ακόμα και η ίδια στη μνήμη. Τελικά θα συμφωνήσω με αυτούς που λένε ότι η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.

Στη μυθική Casablanca του δυτικού Μαρόκο, σε αυτό το γεωγραφικά κοσμοπλημμυρισμένο σταυροδρόμι προσφυγικών πολιτισμών και ονειροπολούντων ταξιδευτών, συντελείται ο επαναπροσδιορισμός της αρσενικής και θηλυκής σμίξης, με τον πιο άμεσο αλλά και βάναυσα λυτρωτικό τρόπο. Όσο και αν ψάξεις στις κλασικές, διαχρονικές, και πονεμένα ερωτικές ιστορίες του κλασικού αμερικάνικου κινηματογράφου, πάντα θα αισθάνεσαι ότι η ταινία του Curtiz έχει την δύναμη να σου μιλάει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ίσως γιατί η απώλεια μιας αγάπης που άνθισε σε μια στιγμή και μετά χάθηκε για πάντα, πονάει περισσότερο από κάθε άλλη. Θα ήθελα όμως αυτές οι λίγες λέξεις που γράφω τώρα, να κλέψουν ένα κομμάτι από την αισιόδοξη πλευρά της ιστορίας, γι αυτό δεν πρέπει να γίνουν πολύ μελοδραματικές, δεν υπάρχει και λόγος άλλωστε. Τουλάχιστον όχι σοβαρός.

Πολλά έχουνε γραφτεί και άλλα τόσα έχουν διαβαστεί για τους ήρωες τούτου του κομψοτεχνήματος και αν με ρωτήσεις σήμερα, θα σου πω καλώς να γραφτούνε και άλλα τόσα. Διότι, όπως είναι λογικό, θα πρέπει που και που να αφήνουμε στην άκρη τα τεκταινόμενα της (εκάστοτε) εποχής μας και να αναζητούμε κάποιες από τις απαντήσεις βασικών ερωτημάτων που ενίοτε βασανίζουν το μυαλό και την καρδιά, στη ρομαντζάδα μιας άλλης εποχής. Στις ιστορίες που αφηγήθηκαν και αγαπήθηκαν από τους παλιούς.

Μιας και ανέφερα όμως την καρδιά, ίσως θα πρέπει να κάνω μια διευκρίνηση και ας με συγχωρήσουν οι γυναίκες αναγνώστριες: μπορεί η αντρική καρδιά να μοιάζει σε στιγμές σκληρή σαν πέτρα, πιστεύω ακράδαντα όμως ότι είναι και η πιο ευαίσθητη. Ίσως γιατί αν αγαπήσει μια φορά, αγαπάει για πάντα. Και αν ραγίσει μια φορά, μένει έτσι ραγισμένη για όσο αντέξει. Ο χαρακτήρας του Rick σε αυτή την ταινία κρύβει μέσα του ακριβώς αυτό. Σε κάθε λέξη, άγγιγμα και βλέμμα που ρίχνει στους θαμώνες του bar του, σε κάθε γουλιά που κατεβάζει και σε κάθε τζούρα που τραβάει από τα περήφανα τσιγάρα του, κρύβεται μια πονεμένη καρδιά με το περίβλημα ενός κυνικού, αγέρωχου και τελικά γενναιόφρονου άντρα. Αυτού που κάποτε αγάπησε και τα θυμάται όλα με κάθε λεπτομέρεια.

Βέβαια κάπου εκεί κοντά τριγυρίζει και εκείνη. Η γυναίκα που εμφανίζεται από το πουθενά διεκδικώντας όμως τα πάντα, έτοιμη να ξετυλίξει το περίβλημα και να αγγίξει την καρδιά που κάποτε πλήγωσε. Στα μάτια της υπέροχης Ιlsa μπορώ να διακρίνω τα δάκρυα και την μελαγχολία, αδυνατώ όμως να κοιτάξω μέσα τους και να καταλάβω τι σκέφτονται. Εκ φύσεως, μάλλον. Τελικά νομίζω πως δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος να μιλήσω για εκείνη, διότι δύσκολα θα μπορέσω να την νιώσω, όσες φορές και αν την παρακολουθήσω να έρχεται και να φεύγει. Να φεύγει χωρίς να νιώθει την ανάγκη να ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα πίσω της. Από την άλλη όμως, ίσως να μη το θέλω κιόλας.

Κάπου εδώ θα μπορούσα να μιλήσω για τον πόλεμο, για την Γκεστάπο, για την πολιτική και τόσα άλλα που ενυπάρχουν σε αφθονία μέσα στην ταινία. Εφόσον όμως ο Rick δεν αφήνει όλους αυτούς τους παράγοντες να επεμβαίνουν στο μαγαζί του, πως μπορώ εγώ να τους αφήσω να επέμβουν σε αυτό το κείμενο, το οποίο φυσικά είναι αφιερωμένο στη αυτοθυσία εκείνου. Διότι σε έναν κόσμο που λίγα ακούμε και ακόμα πιο λίγα καταλαβαίνουμε, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κάποιος ότι η φυγή της Ilsa υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό. Ότι εκείνος δεν έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να’ ναι εκείνη ελεύθερη (από όποια πλευρά και αν το δει κανείς), κερδίζοντας ένα από τα σπανιότερα αγαθά σε αυτή την ζωή, την αυτογνωσία.

Τελικά, η μυθική Casablanca είναι ένας τόπος παιδεμένων συναισθημάτων. Σε αυτόν τον τόπο μια αγάπη αναπνέει χωρίς να έχει την δυνατότητα να αναπτυχθεί, παραμένοντας για πάντα ένας έρωτας που κατέκτησε το Παρίσι και ποτέ κάτι πέρα από αυτό. Αυτή είναι η ευλογία και ταυτόχρονα η κατάρα του. Αρκεί μια εξομολόγηση μόνο και μια αγκαλιά στο δακρύβρεχτο φινάλε να σε πείσει για την αλήθεια. Ένα φινάλε που θέλει εκείνη να πετάει μακριά και εκείνον να αργοχάνεται στην πυκνή ομίχλη του αεροδρομίου τραβώντας τον δικό του δρόμο, έχοντας όμως κερδίσει το next best thing του απόλυτου έρωτα, την αντρική φιλία. Αυτό που απομένει είναι κάποιες ξεθωριασμένες σκιές, μερικά δάκρυα που δύσκολα θα στεγνώσουν, ένας ακούραστος Sam να σιγοτραγουδάει τα τραγούδια του στο πιάνο. Αυτά τα τελευταία θα μείνουν για αρκετό καιρό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα βρίσκονται εκεί να τον χειροκροτούν κάθε φορά, σαν να’ ναι και η πρώτη.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Τα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010)


Ένας μοναχικός συγγραφέας, το εν τη γενέσει διήγημά του και ο αλαφροΐσκιωτος ήρωάς του, πρωταγωνιστές όλοι σε μια Αθήνα που δείχνει να μην καταλαβαίνει κανέναν.

Ο Λευτέρης Βογιατζής υποδύεται τον συγγραφέα. Ο χώρος όπου γράφει έχει πανοραμική θέα σε ένα εργοτάξιο, ο ίδιος όμως ονειρεύεται δέντρα. Ο μόνος άνθρωπος που συναναστρέφεται είναι η Ιρίνκα, η αλλοδαπή κοπέλα που του καθαρίζει το σπίτι. Η σχέση τους μοιάζει υποτυπώδης, αφού η κοπέλα δε γνωρίζει καλά ελληνικά, ενώ ακούει με συμπάθεια τον συγγραφέα να της ξεδιπλώνει τους ενδιαφέροντες, αλλά μερικές φορές κουραστικούς - έως σαχλούς, προβληματισμούς του για τη λογοτεχνία και το διήγημα που γράφει. Κάποιες στιγμές όμως φαίνεται να τον καταλαβαίνει και να συμμερίζεται την αγωνία του. Ίσως αυτές να είναι και οι πιο σημαντικές για τον Παναγιωτόπουλο, που εδώ μοιάζει να βαδίζει σε περίεργα και κυρίως ασυνήθιστα για τα ελληνικά δεδομένα μονοπάτια.

Ο «οιονεί βαδιζομανής», καρπουζοκέφαλος ή κεφάλας ήρωας του διηγήματος (άψογος ο Νίκος Κουρής στην απόδοση του ρόλου του) τριγυρνά ολημερίς στους δρόμους της πρωτεύουσας αναζητώντας οπωροφόρα δέντρα που κανένας άλλος κάτοικος δε φαίνεται να εκτιμά. Είναι ιδιόρρυθμος και μοιάζει απροσάρμοστος με τα ορειβατικά του σανδάλια και το ψηλόμεσο παντελόνι που συνεχώς ανασηκώνει. Αρκετοί σοβαροφανείς, εξ ορισμού ανόητοι, τον περιφρονούν, θεωρώντας τον τρελό. Στην πραγματικότητα είναι αθώος, ονειροπόλος, αφοπλιστικά ειλικρινής, με μια αφελή παιδικότητα να υποδεικνύει στους άλλους τρόπους για να ξεφύγουν από τη μίζερη και πεζή τους καθημερινότητά, να ξυπνήσουν από το λήθαργό τους. Αυτή είναι η αποστολή του.

Στις ατέρμονες περιπλανήσεις του συναναστρέφεται τύπους περιθωριακούς και ιδιαίτερους, παρέχοντάς σε εμάς που τον παρακολουθούμε διάφορες ασήμαντες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα ότι τα μούρα δε χρειάζονται πλύσιμο, καθώς αυτοκαθαρίζονται με τριχοειδείς απολήξεις, ή ότι τα σταγονίδια κατά το φτάρνισμα τρέχουν με ταχύτητα 700 χιλιομέτρων την ώρα.

Σε αυτή την ταινία υπάρχουν σκηνές ευφάνταστες και χιουμοριστικές, αλλά και κάποιες που σε κάνουν να νιώθεις άβολα και αμήχανα. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν θέλεις να την ξαναδείς. Αρχικά καταφέρνει και αποπνέει ρομαντισμό και νοσταλγία, στην πορεία όμως η συνεχής εναλλαγή σκηνών του διηγήματος και σκέψεων του συγγραφέα κουράζει και αποπροσανατολίζει τον θεατή. Υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες απόψεις για τη λογοτεχνία, αυτές όμως δεν ενδιαφέρουν τον κάθε θεατή (ο οποίος βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάει ότι παρακολουθεί την μεταφορά ενός βιβλίου, ποιητικής θα έλεγα, στο σινεμά). Η ταινία μας αφήνει πάντως μια ευχάριστη «επίγευση», όταν φαντασιακό και πραγματικό συμπλέκονται σε μια τελευταία σκηνή, σχεδόν ονειρική.

Γεωργία Βιολιτζή

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Polytechnique (2009)

Τον Δεκέμβριο του 1989 ένας μισογύνης νεαρός εισβάλει οπλισμένος στην πολυτεχνική σχολή του πανεπιστημίου του Montreal και με απόλυτη ηρεμία και ξεκάθαρους σκοπούς, δολοφονεί εν ψυχρώ όσες περισσότερες φοιτήτριες έχουν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση της ταινίας του Villenueve και όσο σοκαριστική μπορεί να είναι μια τέτοια (αληθινή) ιστορία, άλλο τόσο καταφέρνει και γίνεται η μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη. Ίσως διότι ο σκηνοθέτης επιλέγει (πολύ σωστά) να μείνει αμέτοχος και άγνωμος απέναντι στα όσα διαδραματίζονται, μεταφέροντας με έναν απλό αλλά χαρισματικό τρόπο τον θεατή από την θέση που βρίσκεται, στην καρδιά της πολυτεχνικής σχολής, χαρίζοντάς του ένα κομμάτι από το βίωμα εκείνης της ημέρας.

Χωρίς να ζητάει απαντήσεις και χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες, η ταινία αναπαράγει πιστά την εφιαλτική ατμόσφαιρα της μαύρης εκείνης μέρας και χαράσσεται μονομιάς στην μνήμη αυτών που την παρακολουθούν. Όπως τα γεγονότα στην μνήμη εκείνων που τα έζησαν. Όμως σε τέτοιες ιστορίες δεν χωράνε χρώματα. Γι αυτό και ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί σε ασπρόμαυρο φιλμ και με μια κλινικά ασφυκτική ατμόσφαιρα που σπάνια συναντάς στο σινεμά, αφήνει χιλιόμετρα πίσω του παρόμοιες Ελεφάντινες προσεγγίσεις του παρελθόντος. Χωρίς να επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον εναγή θύτη (πέραν κάποιων βασικών του στοιχείων), αποφασίζει να δημιουργήσει μια ταινία αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στα αθώα θύματα εκείνης της μέρας. Αναπόδραστα όμως δημιουργεί και ένα βάναυσο σχόλιο στη σύγχρονη παράνοια και την λαίλαπα που αυτή εξαπολύει όταν της δοθεί η ευκαιρία. Χωρίς όμως αυτός να είναι και ο μοναδικός σκοπός του κ.Villenueve.

Η ταινία ξεκινάει με τον ξαφνικό ήχο ενός ημιαυτόματου που ξεσκίζει τους συνήθεις θορύβους των φοιτητών και μερικά σαστισμένα (και ματωμένα) πρόσωπα να περιφέρονται στους ταραγμένους διαδρόμους του πανεπιστημίου. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης λειτουργεί με flashbacks, για να βρεθεί λίγες ώρες πριν το μακελειό στο σπίτι του νεαρού φονιά ο οποίος με voice over σκέψεις (οι οποίες είναι ουσιαστικά το αληθινό σημείωμα αυτοκτονίας που βρέθηκε αργότερα) παρουσιάζει τους λόγους που τον οδήγησαν στην ειδεχθή του πράξη. Σε αυτό το σημείο σκέφτεσαι ότι ένας τέτοιος μισογυνικός χαρακτήρας δεν επιλέγει τυχαία την πολυτεχνική σχολή και δη της μηχανολογίας, ένα κατ’ εξοχήν ανδροπρεπή τμήμα που μόνο οι πιο θαρραλέες γυναίκες παρακολουθούν. Ή οι πιο θρασύτολμες. Όπως η Valérie την οποία κεντράρει ο Villenueve στην ταινία, μια γυναίκα που μέσα στη θρασυτολμία της είναι έτοιμη να διεκδικήσει μια θέση σε μια ανδροκρατούμενη αγορά εργασίας και στο πρόσωπο της οποίας μοιάζει να αντιπροσωπεύεται όλο το μίσος που αισθάνεται ο δολοφόνος απέναντι στο γυναικείο φύλο.

Βαθύτερα όμως δημιουργείται ακόμα ένα σχόλιο για τις μεγάλες πληγές που ανοίγουν και δεν μπορούν να κλείσουνε ποτέ. Ο οπλισμένος παρανοϊκός νεαρός με την εισβολή του στο πανεπιστήμιο, εκτός από τις ψυχές των αποθανόντων προσπάθησε να κλέψει και τα όνειρα όσων επέζησαν. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Κάποιοι άλλοι όμως (και αυτό θα έπρεπε να είναι το μεγάλο μάθημα της ζωής) ακόμα και αν τους άγγιξε ο θάνατος, κατάφεραν να βγούνε νικητές και να διεκδικήσουν ξανά το δικαίωμά τους στη ζωή. Όχι κατακλυσμένοι από μίσος, αλλά από μια αξιοθαύμαστη δύναμη προερχόμενη από τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, μια δύναμη ικανή να σταθεί δίπλα στα αιμόφυρτα (πια) όνειρα και μαζί τους να χαράξει μια πορεία προς ένα πιο αισιόδοξο αύριο. Ένα πιο γαλήνιο αύριο. Ακόμα και αν εκείνη η μέρα δεν σβηστεί ποτέ από την μνήμη. Ακόμα και αν οι εκκωφαντικοί κρότοι των πυροβολισμών δεν θα σταματήσουν ποτέ να αντηχούν στους αιματοβαμμένους διαδρόμους αυτού του πολυτεχνείου.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Away We Go (2009)

Ο Mark και η Verona ανακαλύπτουν - με ένα παράδοξο, είναι η αλήθεια, τρόπο - ότι περιμένουν παιδί. Και μπορεί να παραμένουν ανύπαντροι, δεν παραμένουν όμως εφησυχασμένοι στην αμφισβητήσιμη ευτυχία που τους προσφέρει η μέχρι τώρα ζωή τους, γι αυτό και ξεκινάνε ένα (wannabe) indie οδοιπορικό σε διάφορες πόλεις όπου βρίσκονται συγγενείς και φίλοι με προσαρμοσμένη ευτυχία, μήπως και μπορέσουν να τους αποσπάσουν την απάντηση για το τι πραγματικά είναι καλύτερο για ένα ευτυχισμένο σπιτικό. Και είναι στα πρώτα πέντε εισαγωγικά λεπτά, πριν ακόμα οι δύο πρωταγωνιστές πακετάρουν τις βαλίτσες τους, που η ιστορία των Vendela Vida και Dave Eggers (Where the Wild Things Are) καταφέρνει και σπέρνει σκέψεις και αμφιβολίες στο μυαλό του τριαντάρη θεατή, περιμένοντας μετά να θερίσει τις διαφορετικές - για τον καθένα από εμάς - απαντήσεις. Ίσως γιατί τα περισσότερα από αυτά που κάνουμε μέχρι την ηλικία των τριάντα τα κάνουμε τελείως αυθόρμητα. Και ενώ κάποια από αυτά μας αναστατώνουν, κάποια άλλα μας κάνουν να χαμογελάμε σαν χαζοί. Άλλα πάλι έχουν την δύναμη να τα κάνουν και τα δύο. Όπως μια (σχεδόν) απρόσμενη εγκυμοσύνη η οποία φέρνει τα πάνω κάτω στις ζωές και τις σκέψεις των ανθρώπων.

Δεν ξέρω αν αυτή είναι η πιο αχρείαστη ταινία του Mendes, θέλω να πιστεύω όμως ότι είναι η πιο αυθόρμητη. Με μια ανάλαφρη διάθεση που δεν θέλει να εμβαθύνει σε υπερσυντέλικα λάθη και ματαιόδοξες επιθυμίες (ελάχιστα, ίσως να αφήνει το μυαλό του θεατή να το κάνει), η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το παράταιρο alter ego του σκηνοθέτη. Εδώ δεν υπάρχει κάποια υπαρξιακή αποδόμηση της σύγχρονης Αμερικής, ούτε κάποια κρεσεντική κινηματογραφική αφηγηματικότητα (που χαρακτηρίζει το ύφος του Mendes). Υπάρχει όμως μια ζηλευτή στωικότητα στις σκέψεις και τα βλέμματα των δύο πρωταγωνιστών, η οποία με την σειρά της αποπνέει μια ανόθευτη και ανέμελη απλότητα. Βέβαια, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η απλότητα στον κινηματογράφο έγινε συνώνυμο με την ανουσιότητα (όπως κάποιοι ακράδαντα θέλουν να υποστηρίζουν) και νομίζω πως ούτε τώρα θα βρω κάποια απάντηση. Θα βρω όμως δύο χαρακτήρες που μέσα στα ανασφαλή μπαγκάζια τους, κουβαλάνε περισσότερη ανεξάρτητη αισιοδοξία και λιγότερη «αμερικάνικη ομορφιά» από αυτή που κάποιος θα περίμενε να δει.

Οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές ταξιδεύουν με σκοπό να βρούνε απαντήσεις. Δεν είναι το ότι οι ζωές τους έχουν πάρει τον λάθος δρόμο, είναι το ότι ακόμα δεν έχουν βρει τον σωστό. Στο ταξίδι τους συναντάνε ανθρώπους που στα μάτια τους φαίνονται δυσλειτουργικοί, περίεργοι και απομονωμένοι (μερικοί μπορεί και να είναι). Κάποιοι από αυτούς αναζητούν την ευτυχία, κάποιοι την άγγιξαν και δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν, ενώ άλλοι δεν την συνάντησαν ποτέ. Στο σύνολό τους όμως θα αποδείξουν στον Mark και την Verona (κατ’ επέκταση και στον θεατή) ότι η (κάθε) ευτυχία δεν αποκωδικοποιείται, ούτε φυσικά αντιγράφεται. Μοναχά αναζητείται και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε μέσα στο (κάθε) λοξοδρόμημα της αναζήτησης είναι να ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα μας κοιτάξει, χαμογελώντας μας λυτρωτικά. Αρκεί να είμαστε εκεί την κατάλληλη στιγμή για να το αντιληφθούμε.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Lifeboat (1944)

Σε μια πρόσφατη «κρυφή» προβολή αυτής της περικυκλωμένης από νερό ταινίας του μετρ, παρατήρησα/ κρυφάκουσα ένα μικρό πηγαδάκι από αμετανόητους σινεφίλ να ομολογούν ότι αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του Hitchcock. Αν και υπό συνθήκες και σε κινηματογραφικά ιστορικό επίπεδο θα μπορούσα να συμφωνήσω με μια τέτοια σκέψη, ωστόσο θεωρώ ότι τέτοιες δηλώσεις έχουν περισσότερο υποκειμενική αξία και δυστυχώς (ή καλύτερα, ευτυχώς) αδυνατούν να παρουσιάσουν την αλήθεια στο σύνολό της. Άλλωστε η κάθε ταινία μιλάει με διαφορετικό τρόπο στον κάθε θεατή και απ’ όσο γνωρίζω υπάρχουν αρκετοί που αγνοούνε οποιαδήποτε αντικειμενικά κριτήρια απόλαυσης.

Λίγο μετά το αριστουργηματικό Shadow of a Doubt και λίγο πριν από το ψυχασθενικό Spellbound, ο Hitchcock παρουσιάζει μια επίδειξη της φαντασίας αλλά και των δυνατοτήτων του. Μπορεί η ταινία του να είναι γυρισμένη εξολοκλήρου μέσα σε μια βάρκα, αυτό όμως δεν θα έπρεπε είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό της. Διότι μέσα σε αυτή την βάρκα θα μπορούσε κάποιος να παρακολουθήσει το ξεδιάντροπο ξεγύμνωμα της ανθρώπινης φύσης, την αδυναμία συνεργασίας πολλών και διαφορετικών προσωπικοτήτων την στιγμή της αλήθειας (και της αθωότητας), αλλά και την δύναμη της απόλυτης συνεργασίας την στιγμή του ψέματος (και της ενοχής).

Στην ταινία, μια μικρή σωσίβια λέμβος κουβαλάει τα απομεινάρια ενός συμ-μαχικού πλοίου που λίγα λεπτά πριν καταστράφηκε από τα πυρά ενός γερμανικού υποβρυχίου, το οποίο με την σειρά του τορπιλίστηκε, βυθίστηκε και στη συνέχεια χάθηκε για πάντα στην υγρή άβυσσο του αχανούς Ατλαντικού Ωκεανού. Δύο πολεμικές μηχανές που ποτέ δεν βλέπουμε στην οθόνη και που στην προσπάθεια εξολόθρευσης του αντιπάλου αλληλοεξοντώνονται, οδηγώντας στον θάνατο τις εκατοντάδες ζωές που τις συνοδεύουν. Σε αυτή την μικρή σωσίβια λέμβο όμως (που λειτουργεί και σαν σημαδούρα ζωής και ελπίδας μέσα στα σκόρπια επιπλέοντα συντρίμμια), εκτός από τους επιζώντες του πλοίου, έχει την τύχει να διασωθεί και ο καπετάνιος του γερμανικού υποβρυχίου ο οποίος λίγο μετά την επιβίβασή του στη βάρκα διαταράζει την ήδη κλονισμένη αρμονία του υπολοίπων διασωθέντων.

Σε αυτό το σημείο ο καθένας θα ομολογούσε ότι αναγνωρίζει την ευφυΐα του δημιουργού. Πρώτα τοποθετεί τους επιζώντες μιας πολεμικής μάχης μέσα σε μια βάρκα και στη συνέχεια τους ξεγυμνώνει, πρώτα πολιτισμικά και στη συνέχεια ηθικά, αποκαλύπτοντας το πραγματικό προσωπείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο γερμανός καπετάνιος, αν και ο μόνος ικανός να οδηγήσει την βάρκα σε ασφαλές σημείο, δέχεται τα πυρά των υπολοίπων και μέσα στον μικροπόλεμο που συμβαίνει, μετατρέπει την φαινομενική τους αθωότητα σε αδιαμφισβήτητη ενοχή για όσα ακολουθούν.

Και στη συνέχεια σκέφτομαι…

Ο Hitchcock γνώριζε πολύ καλά τους ανθρώπους για να αρκεστεί στην κατασκευή μιας ταινίας-μικρογραφία του WWII. Αυτοί οι άνθρωποι των διαφορετικών ειδικοτήτων και των διαφορετικών εθνικοτήτων μοιάζουν να είναι ένα άξιο αντιπροσωπευτικό δείγμα των ανθρώπων δυτικού κόσμου, οι οποίοι σκέφτονται, μιλάνε και τελικά πράττουν ο καθένας με τον τρόπο του, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και στις δικές μας μέρες. Έτσι η μικρή βάρκα από σωσίβια λέμβο μετατρέπεται σε μια βάρκα που κουβαλάει μέσα της ωκεανούς ομοιαζόντων πολιτισμών και εποχιακών ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτούς που διαδέχτηκαν την θέση τους σε αυτό τον πλανήτη.

Αυτή η βάρκα, ακόμα και αν επιπλέει στα νερά μιας άλλης εποχής, καταφέρνει μέχρι και σήμερα να μένει αβύθιστη, αποδεικνύοντας την διαχρονικότητα του δημιουργού της. Ενός δημιουργού ο οποίος πριν γίνει ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες, μπορούσε και κατασκεύαζε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες, όχι μόνο της δικής του εποχής αλλά και της κάθε επόμενης. Έτσι ακόμα και αν αυτή δεν είναι η μεγαλύτερη ταινία του, παραμένει ακόμα και σήμερα μια από τις πιο ιδιαίτερες και απολαυστικές στιγμές του.

Chris Zafeiriadis