Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Wind Chill (2007)


Δεν είναι περίεργο που το Wind Chill μοιάζει να έχει ξεπεράσει τη μάχη με τον χρόνο που περνάει με μανία από επάνω του. Αν και δεν είναι δα και τόσο μεγάλο ηλικιακά, φαίνεται να στέκεται όρθιο ανάμεσα στους τόνους επιπόλαιου κινηματογραφικού τρόμου που παράγονται αφειδώς τα τελευταία χρόνια, χωρίς να χάνει τα παγωμένα χαρακτηριστικά του. Δεν ξέρω, βέβαια, σε ποιους ακριβώς έχει μείνει να απευθύνεται σήμερα, μιας και οι περισσότερο παραδοσιακοί σινεφίλ φαίνεται να το απορρίπτουν από τα πρώτα κιόλας λεπτά λόγω έλλειψης ουσιαστικών προθέσεων, ενώ οι πιο φανατικοί θαυμαστές του υπόγειου τρόμου τού γυρνάνε την πλάτη λόγω των διάσημων ονομάτων που διαθέτει (Emily Blunt στον πρωταγωνιστικό ρόλο, George Clooney στην παραγωγή) και, ως εκ τούτου, την έλλειψη ειλικρίνειας που απαιτείται. Εντούτοις, η αλήθεια βρίσκεται μάλλον κάπου στο ενδιάμεσο. 

Όπως προδίδει και το τίτλος της, πρόκειται για μεταμεσονύχτια ταινία χειμωνιάτικου τρόμου, η οποία ακολουθεί την πορεία δύο άγνωστων μεταξύ τους φοιτητών (των οποίων τα ονόματα δεν θα μάθουμε ποτέ) από την πανεπιστημιούπολη στη γενέτειρά τους, δύο ημέρες πριν από την γιορτή των Χριστουγέννων. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που μοιράζονται μια εύκολη και φαινομενικά αθώα διαδρομή με το αυτοκίνητο κι εμείς παρακολουθούμε, αφελώς, το χρονικό μιας νεανικής γνωριμίας που τοποθετείται σε λάθος θεμέλια και οικοδομείται με όλους τους λάθος συντελεστές δόμησης. Από τα γκρο πλαν στα γαλάζια μάτια της Emily Blunt (και την ομορφιά που εκπέμπουν), στον μυστήριο και ύποπτο βλέμμα του Ashton Holmes (και την ανησυχία που προκαλεί), καταλαβαίνεις αμέσως ότι η ιστορία τους είναι φτιαγμένη για να εκτροχιαστεί. Η παράκαμψη που αποφασίζουν να κάνουν (θυμίζοντας τις ιστορίες του ‘Wrong Turn΄) μέσα από τις ερημικές βουνοκορφές και τους χιονισμένους δρόμους του επαρχιακού δικτύου, μοιάζει με κίνηση εκβιαστικής αμέλειας, η οποία γεννάει το ατύχημα εγκλωβίζοντας τους δυο συνοδοιπόρους στις παγωμένες σκιές μιας αφιλόξενης νύχτας. 

Αυτές είναι και οι σκιές που αξίζει να εκτιμήσει κάποιος, σκιές στις οποίες αναβιώνει ετεροχρονισμένα ένα αιματοβαμμένο γεγονός του παρελθόντος. Ένα γεγονός που διαθέτει στυγερούς δολοφόνους, αποτρόπαια πνεύματα και μερικές ψυχές που, όπως οι δύο πρωταγωνιστές, εγκλωβίστηκαν στον παγετό και παρέμειναν στο ίδιο μέρος για να στοιχειώνουν τους περαστικούς. Ίσως ο σκηνοθέτης Gregory Jacobs να μην αναπτύσσει το ακατανόητο όσο χρειάζεται, επενδύει όμως στην δημιουργία μιας μυστηριώδους ατμόσφαιρας, ενδεδυμένης με την μουσική τού Clint Mansell, χωρίς να χρησιμοποιεί εντυπωσιακά εφέ και φτηνά τρομοκρατικά τεχνάσματα. Καταφέρνει, έτσι, να διατηρήσει τον τρόμο μερικώς αδιευκρίνιστο (και την προσοχή του θεατή αμείωτη), χωρίς να εκτονώνει ανούσια την αγωνία. Αυτή μάλλον είναι η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας, η οποία μοιάζει ιδανική για παρακολούθηση μια κρύα νύχτα του χειμώνα, όχι φυσικά για να την κάνει πιο ζεστή, αλλά για να την κρυώσει ακόμα περισσότερο κι εσύ να κοιτάζεις αμήχανα τους διπλανούς σου και να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να μην ακούνε τις κραυγές.
Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Deux jours, une nuit (Two Days, One Night, 2014)


Έχουμε γίνει τέρατα και δεν το πήραμε χαμπάρι. Πλάσματα που θέλουν να λέγονται άνθρωποι, παραμένουμε, όμως, αποξενωμένοι και υποταγμένοι στις υπηρεσίες ενός απρόσωπου συστήματος και των αδίστακτων συμφερόντων του. Σε μια κοινωνία ατομικού μόχθου και κλινικά νεκρού θεμιτού ανταγωνισμού, έχουμε απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορούσαμε από την έννοια της κοινωνικής συλλογικότητας κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε σαν μια γροθιά φτιαγμένη από ατσάλι, φτάσαμε να πολεμάμε μόνοι, καταλήγοντας σωματικά και ψυχικά αδύναμοι κι ασθενικοί. Έρχεται όμως μια αναπόφευκτη στιγμή στη ζωή, μια στιγμή που, είμαι σίγουρος, την έχουμε ζήσει όλοι, είτε από την μια πλευρά είτε από την άλλη. Είναι η στιγμή που το ‘εγώ’ ορθώνεται σαν αδυσώπητο τέρας και καταβροχθίζει το ‘εμείς’, χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς καμιά ανησυχία για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Το κατασπαράζει χωρίς καμία έγνοια για τις επιπτώσεις του σπαραγμού που βιώνει κάποιος που, πριν λίγο, στεκόταν ακριβώς δίπλα από εμάς και τώρα χάνεται μονάχος, με μάτια κόκκινα και την καρδιά ηττημένη.

Η ανθρωπιά μας, φυσικά, δεν χάνεται ποτέ. Χρειάζεται, όμως, να την αναζητήσεις, να βρεις βαθιά μέσα σου τους λόγους που θα σε κάνουν να νιώσεις το σωστό και, στη συνέχεια, να το βγάλεις προς τα έξω. Εύκολο ποτέ δεν θα είναι, ιδίως στην περίπτωση που έχεις να χάσεις κάτι που είναι δικό σου. Στην ταινία των αδερφών Dardenne, μια νεαρή κοπέλα μαθαίνει από το τηλέφωνο ότι κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της. Η ίδια δεν ξέρει πώς να αντιδράσει όταν οι συνάδελφοί της καλούνται να επιλέξουν μεταξύ της παραμονής της, και ενός οικονομικού μπόνους χιλίων ευρώ που θα πάρει ο καθένας τους μόλις η ίδια απολυθεί. Στο διάστημα των δύο ημερών που μεσολαβεί μέχρι την ψηφοφορία της Δευτέρας, η Sandra μαζεύει τα δάκρυα της, ρίχνει τον εγωισμό και επισκέπτεται αυτούς τους ανθρώπους, με σκοπό να τους πείσει να ψηφίσουν υπέρ της και να χάσουv, έτσι, το μπόνους που τους αναλογεί. Πολλές εξηγήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν για τα υπέρ και τα κατά, για το δίκαιο, το ηθικό και το ανώφελο σε ένα περιβάλλον ατομικού οφέλους, αφού ο καθένας έχει τους δικούς τους λόγους που τον οδηγούν στην επιλογή. Στη θέση του άλλου δεν μπορούμε να έρθουμε ποτέ αφού πάντα θα βρισκόμαστε στη θέση τη δική μας, λέει ένας κανόνας της ζωής που δύσκολα μπορούμε να τον παραβούμε τη στιγμή που χρειάζεται.

Μπορεί το κοινωνικό και οικονομικό σχόλιο των Dardenne να βρίσκεται διάχυτο στο σενάριο της ταινίας (και περισσότερο επίκαιρο στις μέρες και τους τόπους μας), ωστόσο ο υπέροχος κινηματογραφικός ρεαλισμός τους αναζητά την θέση της ηρωίδας στο κοινωνικό σύνολο, στοχεύοντας σιωπηλά στο συναισθηματικό της κόσμο. Παρουσιάζεται έτσι το χρονικό μιας ψυχικής αποσύνθεσης, με την κάμερα να ακολουθεί την Marion Cotillard σε όλες τις στιγμές της και μόνο που την κοιτάς στα μάτια, σε κάνει χίλια κομμάτια. Από την αρχή του εφιάλτη του να χάνεις τη δουλειά σου (αντίο συνδικαλιστικές οργανώσεις) μέχρι το τελικό αποτέλεσμα του φινάλε, η Sandra θα διασταυρώσει το βλέμμα της με κάθε λογής συναδελφικό χαρακτήρα. Με κάθε άνθρωπο που χωρίς να το έχει επιλέξει, κρατάει ένα κομμάτι της τύχης της στα χέρια του και καλείται, έτσι, να πάρει μια απόφαση για τη ζωή κάποιου άλλου. Το οικονομικό έπαθλο ζυγίζεται (και συγκρούεται) με την ευκαιρία της εργασίας, ενώ η αξιοπρέπεια δίνει τον δικό της αγώνα για την διασφάλιση αυτού που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο.

Με λιτούς, ευθείς και ειλικρινείς διαλόγους που περιέχουν τιτάνια εσωτερική δύναμη, και με μια υπόκωφη αγωνία να κατακλύζει την ατμόσφαιρα, η ηρωίδα προσεγγίζει έναν-έναν τους συναδέλφους της σε μια ύστατη προσπάθεια διατήρησης της ελπίδας. Το πρόσωπο της Cotillard διαλύεται συνεχώς και επαναπροσδιορίζεται σε κάθε συνάντηση, σε κάθε απάντηση που παίρνει στη διάρκεια των δύο αυτών ημερών. Από το χαμόγελο της αποδοχής στα δάκρυα της απόρριψης, και από την αναζωογόνηση της αντοχής στην απογοήτευση της άρνησης, το κορίτσι αυτό θα το θαυμάζεις για το υποκριτικό του σθένος και θα έρθεις λίγο πιο κοντά του. Θα το θαυμάσεις γιατί, χωρίς να το καταλάβεις θα σου έχει μιλήσει για ένα φυσικό αίσθημα δικαίου που δεν πρέπει να ξεχνάς, μεταφέροντάς σου την αλήθεια μιας κοινωνίας που δεν υπάρχει μόνο στις ταινίες.

Είναι η κοινωνία που έχουμε χτίσει, είναι το σινεμά που σε κάνει να θυμώνεις με τον εαυτό σου και δεν ξέρω πόσοι έχουν απομείνει να έχουν ανάγκη ένα σινεμά που θα το αισθάνονται δικό τους, με αυτόν τον τρόπο. Φυσικά οι Dardenne, αυτοί οι πιστοί ανθρωπιστές του (κινηματογραφικού) σήμερα, πιστεύουν ακόμα. Γι’ αυτό και κλείνουν την ταινία τους με ένα ηττημένο χαμόγελο στο πρόσωπο της Sandra, που όμως νιώθει περήφανη για τις επιλογές της. Νιώθει περήφανη γιατί θέλησε να αλλάξει ένα κομμάτι του συνόλου στο οποίο ανήκει, ξεκίνησε από τον εαυτό της και, χωρίς τυμπανοκρουσίες, έπραξε σιωπηλά αυτό που συνειδητά όφειλε να πράξει. Όταν θα είμαστε έτοιμοι κι εμείς, θα στέκομαι ακριβώς δίπλα σου.
Chris Zafeiriadis 

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Whiplash (2014)


Θα ακούσεις το Whiplash να σου τρυπάει τα αυτιά. Θα το νιώσεις να σου επιτίθεται χωρίς έλεος με τους ήχους από τα χτυπήματά του στο ταμπούρο και, στη συνέχεια, να σημαδεύει τη ψυχή σου για να τη συγκλονίσει. Τον στόχο του δεν θα τον βρει σίγουρα, άλλωστε αυτό είναι κάτι που ελάχιστες ταινίες μπορούν να επιτύχουν. Θα καταφέρει όμως να σε κάνει να συλλογιστείς και να έρθεις λίγο πιο κοντά σε αυτό που αγαπάς περισσότερο, αυτό που ζει για πάντα στη καρδιά σου και στο οποίο, χωρίς μεταμέλεια, έχεις αποφασίσει ότι πρέπει να αφιερώσεις το μεγαλύτερο κομμάτι του χρόνου που σου έχει δοθεί. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αρετή μιας ταινίας, να ξεπερνάει , δηλαδή το θέμα της, να ξεπερνάει τους ήρωες και την ιστορία που σου διηγείται και να σε κάνει πλέον να τη βλέπεις προσωπικά. 

Με δυο μπαγκέτες στο χέρι και μια καρδιά να λαχταρά για την αναγνώριση της προσπάθειας και της προοπτικής, ο Andrew πολεμάει, ιδρώνει και πονάει χωρίς στιγμή να κάνει πίσω. Πολεμάει ως ένας νεαρός μουσικός που έχει αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στα τύμπανα και το κάνει χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς μέτρο, αφού αυτό είναι το όργανο που επέλεξε για να τον αγαπήσει ανεπιστρεπτί. Ο Andrew ιδρώνει για την επίτευξη του στόχου που έχει βάλει, να γίνει δηλαδή ένας από τους σπουδαίους προσπαθώντας να κερδίσει μια θέση ανάμεσα στους καλύτερους μουσικούς του κόσμου, αφού οτιδήποτε λιγότερο δεν είναι αρκετό. Η μετριότητα λένε, άλλωστε, είναι γι’ αυτούς που επαναπαύονται σε αυτήν, ενώ η κορυφή γι’ αυτούς που επιθυμούν να την κατακτήσουν. Πολεμάει, ιδρώνει και πονάει, επίσης χωρίς μέτρο, όταν ανακαλύπτει ότι πρέπει να πονέσει ακόμα περισσότερο για να αναρριχηθεί και να αναπτύξει τις ικανότητές του, μέχρι να φτάσει στο σημείο της σωματικής και ψυχικής αιμορραγίας. Και μετά να συνεχίσει για ακόμα περισσότερο. 

Σε ένα κόσμο όπου άλλοι φιλιούνται και άλλοι προσποιούνται, όπου κάποιοι παθιάζονται και κάποιοι άλλοι δοκιμάζονται, ο Andrew θα αναζητήσει την ακρίβεια στη μέθοδο. Θα αναζητήσει ένα βλέμμα εμπιστοσύνης που θα τον καθοδηγήσει, με το μυαλό να βρίσκεται στην εκπαίδευση που παρέχει ένα ωδείο και τη ψυχή να εμπνέεται ακούγοντας ασταμάτητα μουσική και αλήθεια, δεν ξέρω άλλο τρόπο για να διδαχτείς αυτή την τέχνη. Η καθοδήγηση έρχεται από το πρόσωπο του Fletcher, ενός αξιοσέβαστου αλλά αυστηρού, προσβλητικού και πιεστικού καθηγητή μουσικής και μαέστρου μιας jazz μπάντας κολοσσιαίων απαιτήσεων. Ενός δασκάλου που δεν ανέχεται τη μετριότητα, χρησιμοποιεί βάρβαρες και αμφισβητούμενες μεθόδους διδασκαλίας και σπρώχνει τους μαθητές στα όριά τους, αναγκάζοντας και απαιτώντας από αυτούς να τα ξεπεράσουν. 

Η συνύπαρξη δασκάλου και μαθητού μέσα στον ίδιο χώρο (δύο ακραίοι αλλά απολαυστικοί χαρακτήρες) ανεβάζει την ένταση στα ύψη, παραμένοντας σε κάθε της δευτερόλεπτο θανατηφόρα ηλεκτρισμένη, με την αδρεναλίνη να κοχλάζει, έτοιμη να εκραγεί και να ξεχυθεί εκτός οθόνης. Κάτι που οφείλεται κυρίως στην απόδοση των Simmons και Teller που εδώ δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, σαν δύο ασταμάτητοι μαχητές που βρίσκονται στο πεδίο ενός ψυχολογικού πολέμου για την επικράτηση του ισχυρότερου. Από την μία ο Simmons εξαπολύει μια αγριότητα στο βλέμμα και στις κινήσεις του, έτοιμος να κατασπαράξει όποιον βρίσκεται στο πέρασμά του, και από την άλλη ο Teller, με την νεανική ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα και τη θέληση στα μάτια και ματωμένα χέρια του, να παίζει τις νότες χωρίς να χρειάζεται μέτρο, παλεύοντας να αποδείξει ότι είναι ένας καινούριος Buddy Rich που δεν έχει ακόμα αγγίξει την κορυφή. 

Η σύγκρουση φυσικά γίνεται μετωπικά, με τις πληγές να ανοίγουν εκατέρωθεν διάπλατα και τον Chazelle να σκηνοθετεί με αφοσίωση το υλικό του, κατασκευάζοντας μια ταινία που βυθίζεται στην κόλαση της προσωπικής βαναυσότητας που απαιτείται να περάσουν οι ήρωες για να κατακτήσουν ο καθένας το δικό του παράδεισο. Ωστόσο, το Whiplash δεν θα το θυμάμαι για την κατάδυση που επιχειρεί στην παράνοια και τον εφιάλτη ενός υπαρξιακού δράματος, γιατί πολύ απλά αδυνατεί να καταδυθεί εξ΄ολοκλήρου σε αυτό και να γίνει μια εφιαλτικά σπουδαία ταινία. Θα το θυμάμαι, όμως, γιατί καταφέρνει και πραγματεύεται τη σπουδαιότητα του ονείρου, φέρνοντάς το σε σύγκρουση με έναν κόσμο που έχει μάθει να ικανοποιείται από το μέτριο και όχι από το κάτι παραπάνω. Θα το θυμάμαι για την ψυχική απομόνωση των πρωταγωνιστών που μοιάζουν από γεννησιμιού τους έτοιμοι να φτάσουν στα άκρα για να κατακτήσουν το όνειρο και, τέλος, θα το θυμάμαι για την αίσθηση της εξόντωσης που εξαπολύει ένα από τα πιο θυελλώδη και παθιασμένα φινάλε που μας χάρισε τον τελευταίο καιρό η μεγάλη οθόνη.
Chris Zafeiriadis

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Boyhood (2014)


Το Boyhood είναι μια ταινία που όταν τη δεις, δεν θα την ξεχάσεις εύκολα. Ακόμα κι αν για λίγο φύγει από κοντά σου, θα έρθει μια μέρα που οι συγκινήσεις της ζωής, οι καταστάσεις της καθημερινότητας και όλα όσα νόμιζες ότι αντιμετωπίζεις μόνος, θα σου τη φέρουν και πάλι στο μυαλό. Θα σε κάνουν να θυμηθείς τη στιγμή που στάθηκε για λίγο εμπρός σου κι δεν μπορούσες να πιστέψεις όλα αυτά για τα οποία σου μιλούσε. Όλα τα μικρά και ασήμαντα που ζούμε καθημερινά, αλλά δεν έχουμε το θάρρος να τα κάνουμε σημαντικά, κι όλα τα μεγάλα που γεννήθηκαν για να κυριαρχούν, αλλά δεν είχαμε ποτέ το θάρρος να τα αντιμετωπίσουμε όπως τους αξίζει. Δεν λέγεται αδυναμία αυτό, λέγεται ζωή και τη βιώνεις όπως κάθε άνθρωπος επάνω στη γη. Μεγαλώνοντας.

Η ταινία του Linklater ακολουθεί ένα αγόρι από την τρυφερή ηλικία των 5 ετών, μέχρι την απαιτητική στιγμή της ενηλικίωσης. Ένα κομμάτι από τη ζωή όχι μόνο του μικρού Mason, αλλά και των ανθρώπων που ζούνε δίπλα του, που μεγαλώνουν κι αυτοί όπως όλοι οι υπόλοιποι και τους βλέπεις να αλλάζουν και να μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια σου. Βλέπεις τον χρόνο να περνά από πάνω τους, αφήνοντας τα ανεξίτηλα σημάδια στα πρόσωπά τους, χωρίς κανένας να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. Όμως σε κάθε ηλικία αντιμετωπίζεις τον χρόνο διαφορετικά. Όταν είσαι μικρός δεν τον αντιλαμβάνεσαι πλήρως. Μπορείς να κοιτάζεις το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και να μην ξέρεις σε ποιο σημείο ακριβώς τελειώνει. Όσο μεγαλώνεις καταλαβαίνεις ότι αν κάτι τελειώσει μια μέρα, θα είναι η ζωή που προχωράει πάντοτε εμπρός χωρίς να σε ρωτάει. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε αφήνει πίσω, αλλά ότι σε παίρνει πάντοτε μαζί της στο αύριο, χωρίς να το γνωρίζεις και χωρίς να αντιλαμβάνεσαι ποιος και πότε θα είναι ο τελικός προορισμός σου.

Κι όμως, μέσα σε μόλις 165 λεπτά, το Boyhood θα σου μιλήσει για πράγματα που θεωρείς αυτονόητα αλλά τα έχεις ξεχάσει. Θα σου θυμίσει ότι τα παιδιά (πρέπει να) έχουν τους δικούς τους ήρωες - όπως εμείς λατρεύουμε τον Robert Plant και τον David Gilmour, έτσι κι αυτά λατρεύουνε τον Harry Potter. Θα σου θυμίσει ότι η διαδρομή είναι γεμάτη επιλογές που πρέπει να κάνεις για να προχωρήσεις, αλλά για να μάθεις το σωστό θα πρέπει πρώτα να αποτύχεις. Για να μπορέσεις να αποτύχεις, όμως, θα πρέπει πρώτα να προσπαθήσεις. Και αυτό δεν σου το μαθαίνει καμία ταινία, σου το μαθαίνει όμως η ίδια η πορεία της ζωής.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι αόριστες φιλοσοφίες, αλλά χαρακτηριστικά μιας σπουδαίας ταινίας που περιπλανιέται από την πολιτική και κοινωνική αβεβαιότητα στην οικογενειακή θαλπωρή, από τα πράσινα γρασίδια της παιδικότητας, στα γειτονικά στέκια και στα σοκάκια της πανεπιστημιούπολης και τέλος, από τις σιωπηλές αναζητήσεις, στην αναγνώριση της προσωπικής μας ταυτότητας. Μια ταινία που ξεπερνάει τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και αφήνει τον χρόνο να κυλήσει επάνω της, ακτινοβολώντας μια διάχυτη ειλικρίνεια.
Μια ειλικρίνεια σπάνια, ευαίσθητη κι απέραντη, που μου έδωσε να καταλάβω γιατί καμιά φορά έχω ανάγκη το σινεμά περισσότερο απ’ τους ανθρώπους. 

Chris Zafeiriadis