Υπάρχει μια φλόγα μέσα στη ψυχή του Birdman που καίει σιωπηλά. Είναι μια φλόγα που ξέρεις ότι γεννήθηκε όταν ήταν ακόμα μικρό παιδί κι ας μη το βλέπεις στην οθόνη, που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να γιγαντωθεί και να θεριέψει, να γίνει μία αδάμαστη και θυμωμένη πυρκαγιά που θα κάψει τα πάντα στο πέρασμά της. Αυτό δεν είναι κάτι που λέω εγώ, άλλωστε ποτέ δεν ήμουν τόσο οξυδερκής στην αντίληψή μου. Είναι όμως μια πραγματικότητα που θα σου εξομολογηθεί κάθε ένας από τους μικρούς ή μεγάλους καλλιτέχνες που υπάρχουν εκεί έξω, κάθε ένας που έχει την ανάγκη να βγάλει από μέσα του το φως, εκθέτοντας τα σωθικά του επάνω στο μέσο που του δόθηκε. Για κάθε ζωγράφο είναι ο καμβάς, για κάθε γλύπτη είναι ο πηλός και για τον σκηνοθέτη είναι το λευκό πανί μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα. Για τον ηθοποιό είναι μια σκηνή γεμάτη προβολείς που τον στοχεύουν, μια παράσταση που θα δώσει μπροστά στα μάτια εκείνων που τον παρακολουθούν, περιμένοντας να τους προκαλέσει το δέος και, αλήθεια, δεν χρειάζεται πάνω από μια στιγμή για να το καταφέρει. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή αναζητά ο Birdman, από την αρχή ακόμα που τον βλέπουμε να αιωρείται στο καμαρίνι του, μέχρι την απρόσμενη αρετή του αφελούς φινάλε.
Πριν την αφέλεια της κατάληξης, όμως, η αρετή προηγείται. Η αρετή και η τέχνη του Iñárritu, ο οποίος μας έχει χαρίσει ένα αδυσώπητο αριστούργημα σπαρακτικού σινεμά (Amores Perros) και τρεις ταινίες βυθισμένες σε ένα δραματικό ρεαλισμό που τσακίζει κόκκαλα και, σε στιγμές, γίνεται αβάσταχτος (21 Grams, Babel, Biutiful). Είναι οι ιστορίες των ανθρώπων που παλεύουν να επιβιώσουν σωματικά και ψυχικά μέσα σε μια ζωή που δεν αντέχουν, θα κάνουν όμως τα πάντα για τα καταφέρουν πληρώνοντας το τίμημα που τους αντιστοιχεί.
Με το Birdman τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, αφού έρχεται για να εισάγει ένα πιο φανταστικό και σε στιγμές κωμικό στοιχείο στο σινεμά του Iñárritu (αν και ούτε για ένα λεπτό δε γίνεται κωμωδία), εισάγοντας παράλληλα την αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας με την οποία φαίνεται να ταυτίζονται τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Ο Birdman δεν αναζητά τον τρόπο για να επιβιώσει ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτό το έχει καταφέρει εύκολα στο παρελθόν με τις blockbuster ταινίες όπου πρωταγωνιστούσε. Αναζητά τον τρόπο για να αναγνωριστεί καλλιτεχνικά από εκείνους που σχημάτισαν άποψη από τα αφελή κατορθώματά του και σήμερα δε λένε με τίποτα να αλλάξουν την πεποίθησή τους. Παλεύει για να γίνει σημαντικός και να αγαπηθεί από εκείνους που τον έχουν απορρίψει, κάτι που, αν με ρωτήσεις, είναι ακόμα δυσκολότερο από το να ξεκινάς από το μηδέν, ενώ χρειάζεται όλα τα αποθέματα θάρρους που μπορεί να διαθέτει ένας άνθρωπος για να συγκρατήσει την εσωτερική αγωνία που σαν πυρηνική βόμβα, ετοιμάζεται να εκραγεί.
Η ταύτιση του πρωταγωνιστή με τον ήρωα είναι προφανής, αφού ο Keaton, που 20 χρόνια πριν έπαιξε ένα σούπερ ήρωα στη μεγάλη οθόνη (Batman), υποδύεται σήμερα έναν ηθοποιό που 20 χρόνια πριν έπαιξε ένα σούπερ ήρωα στη μεγάλη οθόνη (Birdman). Και τον βλέπεις μπροστά στα μάτια σου (με τις τυμπανοκρουσίες του Antonio Sanchez στο background) να δίνει τη δική του μάχη, προσπαθώντας να επιβιώσει από την απόγνωση. Δεν αδυνατεί να προσαρμοστεί στην εποχή του. Αντίθετα, την αντιλαμβάνεται πλήρως και απλώς την απορρίπτει. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επικοινωνίας δεν είναι παρά το μέσο για να εκθέσεις την ουσία της ύπαρξής σου, ο τρόπος που θα επικοινωνήσεις με τους σωστούς ή τους λάθους ανθρώπους που σε ακολουθούν. Αν όμως δεν διαθέτεις ουσία, είσαι απλώς μια εύθραυστη και αναλώσιμη εικόνα που θα ξεχαστεί στο επόμενο upload που θα γίνει viral. Έτσι, ο Birdman αναζητά την ευκαιρία να κάνει κάτι σωστό, με όπλο τη φιλοδοξία να νιώσει τον εαυτό του αγαπητό για όλους τους σωστούς λόγους. Δίνει μια παράσταση ζωής που ισορροπεί ανάμεσα στο χειροκρότημα της αποθέωσης και τον εξευτελισμό του ηθοποιού που περπατάει γυμνός ανάμεσα στους ανθρώπους της Times Square, σε μια από τις πιο ουσιαστικές κινηματογραφικές στιγμές της φετινής χρονιάς – και η εμμονή με τον εγωισμό γίνεται σκόνη σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα ανόθευτης πραγματικότητας.
Δίπλα του στέκεται ο Iñárritu, που πάνω από όλα πιστεύει στον ήρωά του, οικοδομώντας μια ιστορία που εξισώνει τον ηθοποιό του Hollywood με τον ηθοποιό του Broadway, μετατρέπει τις ψευδαισθήσεις σε αληθινές αισθήσεις και σου δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθείς ένα δίωρο μονόπλανο. Φυσικά, το μονόπλανο υπάρχει (αν και τεχνητό), όχι για να θυμίσει κάποια θεατρική παράσταση (αφού οι διακοπές στο θέατρο υπάρχουν κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα και πέφτει η αυλαία), αλλά ως αντανάκλαση της ζωής που κυλά ασταμάτητα και δεν διακόπτει ούτε για ένα δευτερόλεπτο την ακατάπαυστη ορμή της. Μια ορμή που δημιουργεί ένα δικαιολογημένο, σε στιγμές, θυμό που διέπει τους περισσότερους χαρακτήρες της ταινίας, στερεί όμως από το θεατή ένα κομμάτι του συναισθηματικού βάρους που κουβαλάει ο ήρωας, είτε ως καταιγιστικός Birdman είτε ως φημισμένος ηθοποιός που αναζητά την εξιλέωση.
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, βέβαια, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε το Birdman, όχι για όσα δεν είναι, αλλά για όσα κατάφερε να είναι. Φυσικά, την ιστορία του δεν την συναντάς πρώτη φορά, έχει περάσει ξανά μπροστά από τα μάτια σου, ακόμα κι αν δεν το έχεις καταλάβει με την πρώτη, είτε μέσα σε κάποια σκοτεινή αίθουσα, είτε επάνω σε κάποιο φωτοστολισμένο σανίδι. Αυτός δεν είναι λόγος για να φερθείς χαιρέκακα στο Birdman (και να το απορρίψεις, όπως απέρριψαν οι θεατές τον ίδιο τον ήρωα). Αντιθέτως, πρέπει να το τοποθετήσεις δίπλα σε ταινίες όπως το Opening Night και το All That Jazz, αφού η καρδιά του χτυπάει στους ίδιους ρυθμούς, αν και με διαφορετικό τρόπο. Αρκεί να μη νομίζεις ότι από την πυρκαγιά που προκαλεί ο ήρωας ξεφεύγει και ο ίδιος, αρκεί να μην μπερδέψεις το άρωμα της αλχεμίλλης στην αρχή με αυτό της νεκρικής βιολέτας του φινάλε και πιστέψεις ότι η αφέλεια που μόλις ξεδιπλώθηκε μπροστά σου δεν έχει το δικό της τίμημα.
Chris Zafeiriadis