Ανέκαθεν οι πολεμικές ταινίες χρησιμοποιούσαν την αλήθεια
της καταγεγραμμένης ιστορίας, για να αποτυπώσουν ένα κομμάτι της
πραγματικότητας του πολέμου και να μεταφέρουν στο θεατή τη φρίκη του να
βρίσκεσαι στο πεδίο της μάχης και να παλεύεις για την επιβίωση. Ωστόσο, η κάθε
αλήθεια χρησιμοποιείται ως έναυσμα, ή καλύτερα ως πηγή έμπνευσης, για να
δημιουργηθεί μια ταινία μυθοπλασίας για τους κινηματογραφόφιλους καταναλωτές
και όχι ένα ιστορικό ντοκουμέντο για τους ιστορικά διψασμένους αναλυτές. Κάπως
έτσι δίνεται η ευκαιρία στον εκάστοτε σκηνοθέτη να αφηγηθεί μια κινηματογραφική
ιστορία όπως αυτός τη φαντάζεται και τη χτίζει στο μυαλό και τη φαντασία του.
Φυσικά, όποιος περιμένει να διδαχθεί τα γεγονότα όπως αυτά συνέβησαν είναι
τουλάχιστον αφελής, αφού η πραγματική ιστορία δεν διδάσκεται μέσα από τις
καλογυαλισμένες υπερπαραγωγές του Hollywood, αλλά μέσα από τα βιβλία που
έγραψαν οι ιστορικοί μελετητές.
Ο (αμερικάνος) Ayer δεν χρησιμοποιεί κάποια από τα γεγονότα
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου προσπαθώντας να τα αποδώσει με ακρίβεια, αλλά
μέσα από αυτά εμπνέεται, γράφει και σκηνοθετεί μια πολεμική ιστορία που, ως
προϊόν μυθοπλασίας, σπαρταράει για να προβληθεί στη μεγάλη οθόνη. Το λασπωμένο
Fury τοποθετείται τον Απρίλιο του 1945 και ακολουθεί ένα αμερικανικό άρμα μάχης
και το πενταμελές πλήρωμά του στην καρδιά της Ναζιστικής Γερμανίας, ένα μέρος
στο οποίο ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναρωτιέται κατά πόσο ο Θεός έχει τη διάθεση να
μπει ανάμεσα στις σφαίρες και το θάνατο για να σώσει έτσι όποιον αξίζει να
σωθεί. Ο θάνατος φυσικά βρίσκεται παντού χωρίς να κάνει διακρίσεις, κάτι που
φαίνεται ασταμάτητα μέσα στα 134 λεπτά της ταινίας.
Σε αυτό το κομμάτι το Fury δεν μπορεί να απογοητεύσει, μιας
και ο Ayer σκηνοθετεί τις πολεμικές σκηνές με μαεστρία, χωρίς να τσιγκουνεύεται
ούτε τις σφαίρες ούτε τα πτώματα που αφήνουν πίσω τους οι βόμβες, ούτε και τα
αίμα αθώων και ενόχων που βάφει αφειδώς τα χώματα της Ευρώπης. Ο καταιγισμός
των πυρών είναι εκκωφαντικός και ο πόλεμος ανελέητος, ικανός να μεταμορφώσει
τους ανθρώπους σε κτήνη που ζούνε κι αναπνέουν ανάμεσα στα αποκαΐδια του
πολιτισμού μας. Το μανιασμένο άρμα παρελαύνει και εμπλέκεται στις μάχες με
θράσος και ισχύ απέναντι στους αντιπάλους του, χωρίς να λυπάται και χωρίς να
σταματά έως ότου ολοκληρωθεί η αποστολή του, με τους χαρακτήρες που χτίζει ο
Ayer να βρίσκονται παρόντες στις στιγμές που μαίνεται η δράση. Μέχρι το σημείο
της οδυνηρής πραγματικότητας του πολέμου, όταν η ακινητοποίηση της ερπύστριας
θα αναγκάσει το πλήρωμα να επιλέξει και τελικά να υποκύψει σε μια ύστατη
προσπάθεια επιβίωσης και διατήρησης του πολεμικού του ήθους.
Ωστόσο, το Fury παραμένει στα μάτια μου μια άνιση ταινία. Κι
αυτό διότι ο δημιουργός του ενώ γνωρίζει πώς να στήνει τις σκηνές του, ενώ
γνωρίζει ότι η ιστορία πρέπει να κλιμακώνεται στην ώρα της και το κάνει με
συνέπεια, δεν γνωρίζει σε ποιο σημείο να τοποθετήσει μέσα της το δράμα. Ένα
δράμα που αναπτύσσεται περισσότερο εκβιαστικά και λιγότερο ανθρώπινα, που
προσπαθεί να επιβιώσει στον παγωμένο αέρα της ταινίας και μέσω των ηρώων
αναζητά το Θεό στις πιο ευάλωτες στιγμές τους. Κάπως έτσι η πειθαρχημένη
ατμόσφαιρα της κόλασης μοιάζει να εξασθενεί και η φλυαρία, θρησκευτική και
συναισθηματική, γίνεται αναπόφευκτη, μετατρέποντας το πολεμικό έπος του Ayer σε
μια σχετικά ακίνδυνη ταινία. Μια ταινία που τιμά τις ιδεολογίες που υπηρετεί,
αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω για να ξεχωρίσει και να μνημονεύεται
ως αριστούργημα του είδους.
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου