Σάββατο 15 Μαΐου 2010

The Apartment (1960)

Είμαι σίγουρος ότι και μόνο το όνομα του Billy Wilder στους τίτλους μιας ταινίας, είναι ικανό να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης στους απανταχού κινηματογραφόφιλους που αρέσκονται να ταξιδεύουν στο σινεμά του χτες. Όχι άδικα. Προσωπικά, μια γλυκόπικρη μελαγχολία με πιάνει για εκείνη την κινηματογραφική εποχή, που μπορεί να μην ζήσαμε και ίσως ποτέ να μην καταλάβουμε πλήρως, καταφέραμε όμως μέσα από τις εικόνες να γνωρίσουμε, αποκομίζοντας όσα περισσότερα μπορούμε από αυτούς που απλόχερα μας χάρισαν το έργο τους και που ακόμα και σήμερα, καταφέρνουν και ζωγραφίζουν το χαμόγελο στα χείλη των ανθρώπων. Ωστόσο, με την γκαρσονιέρα, το πιο καταστασιακό ίσως έργο του, o Wilder καταφέρνει και αναδεικνύει μερικά από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά, όχι της Αμερικής του χτες, αλλά του ανθρώπου του σήμερα (και του κάθε σήμερα), χωρίς καν να γίνεται φορτικός, διδακτικός, ή βαρύγδουπα δηλωτικός. Και αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι έχουν καταφέρει.

Σαν ένας καλός φίλος (πια), ο πρωταγωνιστής Baxter μπορεί να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός περήφανου, φιλόδοξου, επιπόλαιου - σε στιγμές εσωτερικής σύγχυσης – νεαρού των pre-swinging sixties (όχι του Λονδίνου αλλά της Αμερικής), ελάχιστα όμως διαφέρει από τους σημερινούς swingers της stressful (ή stress-fool όπως θα έλεγε κάποιος αυστηρότερος) καθημερινότητας.

Μέσα στο άγχος, την ανασφάλεια, την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τον φόβο της αυριανής μέρας, αλλά πάντα ευγενικός και με το χαμόγελο στο πρόσωπό του (και αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα της ταινίας), αυτός ο απηυδημένος εξυπηρετητής (έξοχος ο Lemmon – αλλά η αναφορά αυτή δεν χρειαζόταν καν), τοποθετημένος πίσω από το γραφείο του 19ου ορόφου της εταιριακής δουλειάς του, αναγκάζεται να επαληθεύει καθημερινά το μότο «όλοι για έναν και ένας για όλους», ανταλλάσσοντας την επαγγελματική του καταξίωση με τον προσωπικό χώρο του σπιτιού του τον οποίο παραχωρεί στους ανωτέρους του με σκοπό να ικανοποιήσουν τα ξετσίπωτα και παράνομα ένστικτά τους, όχι από οίκτο προς το πρόσωπό τους αλλά από την ανάγκη της επιβίωσης, μια ανάγκη που εκείνοι του επιβάλουν και που η αποδοχή της μοιάζει να έρχεται με απόλυτα φυσικό τρόπο. Εκβιαστικά.

Βέβαια, ο Wilder γνωρίζει αρκετά καλά τους ανθρώπους για να σταθεί μόνο σε αυτό. Δεν αφήνει ασχολίαστη την γυναίκα, μάλιστα της χαρίζει και έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο, τον ιδιαιτερότερο θα έλεγα στην ταινία, με την παρουσία της να κρίνεται τουλάχιστον καταλυτική. Η Fran, σαν μια άλλη καλή φίλη και αυτή (έξοχη η MacLaine – αλλά ούτε και αυτή η αναφορά χρειαζόταν) η οποία ερωτεύεται τον λάθος άνθρωπο, στο λάθος μέρος και την λάθος στιγμή, όπως η ίδια εξομολογείται, μπορεί να είναι μία από τις κοπέλες που επισκέπτονται την γκαρσονιέρα για να συνευρεθούν παράνομα και να ικανοποιήσουν τα χονδροειδή ένστικτα του αφεντικού, δεν παύει όμως να είναι και ο κρυφός έρωτας του Baxter, η κοπέλα που καθημερινά βλέπει στη δουλειά του αλλά αδυνατεί να πλησιάσει ερωτικά.

Και κάπου εδώ είναι που ο είρωνας Wilder τοποθετεί τον ήρωα του στο σταυροδρόμι της ζωής. Τον αφήνει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τον ρόλο του «εξυπηρετητή», ξεπουλώντας τα συναισθήματά του για την θέση του γραφείου, ή θα αρνηθεί την επαγγελματική καταξίωση, κρατώντας όμως την αξιοπρέπεια ενός μοναχικού πλην τίμιου ήρωα που δεν χάνει την πίστη του, μαθημένος να κοιτά το μέλλον με αισιοδοξία. Ταυτόχρονα όμως υπενθυμίζει σε όλους εμάς τους θεατές ότι τα πάντα σε αυτή την ζωή έχουν το τίμημά τους και οι επιλογές του σήμερα αντηχούν στο μέλλον και μάλιστα με χαρακτηριστική ευκολία.

Όμως ο Wilder δεν είναι κακός μαζί μας. Ξέρει ότι έχει δίκιο σε αυτά που λέει, μπορεί να ηθικολογεί ξεδιάντροπα, αλλά προτιμά να είναι επιεικής και χαμογελαστός, παρά να χάνεται σε μια άνευ λόγου αυστηρότητα. Με μία κωμική, σχεδόν ρομαντική θα έλεγε κανείς, διάθεση, προσεγγίζει τους ήρωες του (και κατ’ επέκταση τους εαυτούς μας), τοποθετώντας στο μόνο μέρος που μπορούν να αισθάνονται ελεύθεροι και αληθινοί, σε μια μικρή γκαρσονιέρα κρυμμένη μέσα στο χάος της μεγαλούπολης. Μια γκαρσονιέρα που δεν μπορεί να μπει σε κανένα χρονοντούλαπο γιατί πολύ απλά μέσα στους τέσσερις τοίχους της έχει χωρέσει όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, όλα τα λάθη μας αλλά και όλα τα γούστα μας. Και το κάνει με ένα αστεία οικείο τρόπο, τόσο που σε κάνει να μη θέλεις να φύγεις από αυτήν. Και που να πας άλλωστε.? Άσε που ο Baxter έχει πάρει και εκείνα τα κρακεράκια που του είχανε τελειώσει.

Φίλε, νομίζω πως θα καθίσω για ένα μαρτίνι ακόμα...

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

El secreto de sus ojos - The Secret in Their Eyes (2009)

“Los ojos hablan…”

Δεν μου αρέσουν οι συγκρίσεις. Συνήθως χαρακτηρίζονται από ένα κλίμα φανατικού εγωισμού και τις περισσότερες φορές επιφέρουν περισσότερη γκρίνια και δυσανασχέτηση παρά ουσιαστικά αποτελέσματα. Ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για μια ταινία η οποία έχει την ατυχία να βραβεύεται με ένα χρυσό αγαλματίδιο και στην συνέχεια καλείται να το επαληθεύσει, αποδεικνύοντας την αξία της. Η (δια)φήμιση όμως μιας ταινίας δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στις βραβεύσεις και τις διακρίσεις αλλά πρώτα απ’ όλα στο περιεχόμενό της. Το «Μυστικό στα Μάτια της» είναι μια ασύγκριτη - από πολλές απόψεις - ταινία.

Για αυτούς που αντιλαμβάνονται τον κινηματογράφο ως κάτι παραπάνω από μια διασκεδαστικά λαϊκή τέχνη, για αυτούς που χαίρονται, λυπούνται, χαμογελάνε και δακρύζουν, για εκείνους που ρουφάνε και απολαμβάνουν τις ταινίες σαν ναρκωτικό, υπάρχουν κάποιες υπερμεγέθεις στιγμές στην ταινία του J. J. Campanella οι οποίες μένουν αξέχαστες. Κάποια αριστοτεχνικά παιχνίδια της κάμερας, μερικές σκοτεινές γωνίες, κάποιες άλλες, περισσότερο φωτεινές, το επικό εξάλεπτο πλάνο του γηπέδου (που σε αφήνει με το… μάτι ανοιχτό), μερικές περίτεχνα καθοριστικές λεπτομέρειες στα βλέμματα και τις κινήσεις των πρωταγωνιστών, οι οποίες αποδεικνύουν ότι οι σκηνοθετικές ικανότητες του αργεντινού είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακές, το ταλέντο και η φαντασία του βρίσκονται στα ύψη, λεπτομέρειες που είναι ικανές να μετατρέψουν την απλή θέαση της ταινίας σε ασυνήθιστη ηδονική προβολή. Ωστόσο, μια ασύγκριτη ταινία δεν είναι (μόνο) αυτό.

Το secreto de sus ojos ξεκινάει από το σήμερα για να αφηγηθεί το χθες με τρόπο διεισδυτικό, με τρόπο μαγικό. Εικοσιπέντε χρόνια πριν μια νεαρή γυναίκα βιάζεται και δολοφονείται, με τον θάνατός της να αντηχεί έναν χαμένο έρωτα, μια χαμένη ευτυχία που δεν πρόλαβε να ανθίσει. Με την αφορμή ενός βιβλίου, εκείνος θα γυρίσει πίσω στο χρόνο, τότε που ερευνούσε την υπόθεση, ψάχνοντας τις χαμένες απαντήσεις που ποτέ δεν πήρε, εκείνες που μοιάζουν με χαμένες σκηνές ενός μισοτελειωμένου film της δεκαετίας του ‘70. Τότε που μοναδικοί του σύμμαχοι ήταν οι αλάνθαστες εικασίες ενός παραληρούντος - αλλά αφοσιωμένου - μέθυσου φίλου και η ευφυΐα αύρα εκείνης, της φιλόδοξης και όμορφης δικηγόρου με το ακαταμάχητο χαμόγελο (που όμως πρέπει να κερδίσει για να καταφέρει να αντικρίσει).

Με συζητήσεις στο παρόν για το τι μπορεί να είχε συμβεί και συνεχόμενα flashbacks στο παρελθόν για το τι πραγματικά συνέβη, η ταινία είναι πλημμυρισμένη από αλήθειες και νοήματα, μετουσιωμένα στις κινήσεις, τις εκφράσεις και τα βλέμματα των πρωταγωνιστών. Από την φαινομενικά πρόωρη ανακάλυψη του ενόχου μέχρι τον ανέκφραστο αλλά παραμένοντα έρωτα, η πραγματικότητα βρίσκεται εκεί, αδιαμφισβήτητη και σθεναρή, όμως για να την αντιληφθείς (και να την αποδεχτείς) θα πρέπει να κοιτάξεις μέσα στα μάτια των πρωταγωνιστών, να κατανοήσεις εκείνα που δεν λέγονται με λέξεις. Γιατί τα μάτια μπορεί να παραμένουν σιωπηλά, λένε όμως όσα δεν μπορούν να ειπωθούν, εκφράζουν όσα δεν επιτρέπει η λογική να εκφραστούν. Τα μάτια λένε πάντα την αλήθεια.

Για μια ταινία που ξεκινάει με εκείνη να κοιτάζει εκείνον μέσα σε ένα τρένο να φεύγει μακριά χωρίς να μπορεί να τον σταματήσει, μπορείς εύκολα να υποψιαστείς ότι το αποτρόπαιο έγκλημα στο οποίο βασίζεται η πλοκή δεν είναι τίποτα παραπάνω από την αφορμή που ψάχνει ο Campanella για να αφηγηθεί μια παράπλευρη και επίσης ανολοκλήρωτη ιστορία, μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση για μια ιδιαίτερη αγάπη που έμεινε ανεκδήλωτη, αλλά ταυτόχρονα αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Μια αγάπη που έψαχνε απλά την αφορμή για να επαληθευτεί και να εκδηλώσει την ειλικρίνεια του χαρακτήρα της, το μεγαλείο της διαχρονικότητάς της.

Και έπειτα έρχεται το αποκαλυπτικό φινάλε, σφοδρός απόηχος του χαμένου έρωτα και της χαμένης ευτυχίας, αλλά ταυτόχρονα αποθέωση των αιώνιων συναισθημάτων ενός ανθρώπου που δεν ξεχνά, ένα φινάλε που υμνεί εξίσου την ανθρωπιά και την απανθρωπιά, την αγάπη και το μίσος, μετατρέποντας την ταινία σε μια μεγαλειώδη σπουδή πάνω στην πραγματική και ισόβια – γιαυτό και ασύγκριτη – αγάπη. Μια ταινία η οποία θα χαρίσει σε εκείνον την δυνατότητα να αντικρίσει επιτέλους το ακαταμάχητο χαμόγελο που για εικοσιπέντε χρόνια επιθυμούσε, προτού όλα καταλήξουν να είναι μια νοσταλγική ανάμνηση, ή ακόμα, η ανάμνηση μιας ανάμνησης.

“Te amo…”

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Nóz w wodzie - Knife in the Water (1962)

(Πως μπορεί ένα έργο τέχνης να γίνει πηγή έμπνευσης για αυτούς που το βιώνουν? Πως γίνεται μια ταινία να προκαλεί έκρηξη δημιουργικότητας σε αυτούς που την παρακολουθούν? Η απάντηση βρίσκεται στο Ghost Writer του 2010 και στο δαιμόνιο πρόσωπο του δημιουργού του. Το παρακάτω κείμενο φιλοδοξεί να είναι το πρώτο μιας σειράς κειμένων, όλα τους εμπνευσμένα και αφιερωμένα στην προσωπικότητα και το πορτραίτο ενός σπουδαίου ανθρώπου που κάποτε μας δίδαξε και ευτυχώς ακόμα και σήμερα μας δείχνει τον δρόμο.)

Ένας ευκατάστατος άντρας, η
όμοιο-όμορφη γυναίκα του, ένας περιπλανώμενος νεαρός - λιγότερο ευκατάστατος αυτός - και ένα μικρό ιστιοπλοϊκό ονόματι Cristine είναι οι πρωταγωνιστές που διάλεξε ο είκοσι-οχτάχρονος τότε Polanski για την μοναδική Πολωνική - αλλά και μοναδική πρώτη - μεγάλου μήκους ταινία του και δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω για να αναδείξει την ιδιαιτερότητα του cinema του. Ένα cinema υποβλητικό, σκοτεινό, μινιμαλιστικό, πεσιμιστικό, θεατρικό, σουρεαλιστικό, ψυχολογικό, ψυχεδελικό και εκεί που πρέπει, απόλυτα κλειστοφοβικό, τοποθετημένο ως επί το πλείστον σε κλειστούς «χώρους», είτε αυτοί είναι βαθύχρωμα και ονειροδραματικά δωμάτια, είτε τα καταπιεσμένα σώματα των αντικομφορμιστικών πρωταγωνιστών του. Το Μαχαίρι στο Νερό είναι αναπόσπαστό κομμάτι μιας καθαρά τρελκοφσκικής φιλμογραφίας.

Από την αρχή ακόμα ο Polanski κάνει γνωστές τις προθέσεις του και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο θα βαδίσει παρακάτω. Σημείο αφετηρίας, το νεαρό ζευγάρι που οδηγεί το αυτοκίνητό του και στον δρόμο συναντά ένα νεαρό, όμορφο – και γι’ αυτό συμπαθητικό - φοιτητή, ο οποίος κάνει οτοστόπ. Μέσα στην υπεροψία του ο άντρας τον καλεί μαζί τους για μια βόλτα με το ιστιοπλοϊκό (με την υπόσχεση να συνεχίσουνε αργότερα μαζί) και από εκείνο το σημείο ξεκινά ένα εγκεφαλικό παιχνίδι εξουσίας, ένας λεκτικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αντρών. Περικυκλωμένοι από το υγρό στοιχείο (το οποίο θα πρωταγωνιστήσει και στις επόμενες ταινίες του Polanski) και εγκλωβισμένοι επάνω στο γιοτ, οι δύο άντρες αρχικά περιορίζονται σε αθώες, πλην όμως απαγγελτικές, επιδείξεις ικανότητας. Ο πετυχημένος ενάντια στον αδόκιμο, ο κοσμοπολίτης ενάντια στον παρακμιακό, ο κυνισμός ακριβώς απέναντι από τον ρομαντισμό. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί και η διαφθορά (του πλουσίου) απέναντι από την αθωότητα (του φτωχού). Όμως θα έκανε λάθος.

Διότι ο Polanski είναι αρκετά ευφυής, αρκετά εγωιστής και αρκετά αντιδραστικός για να περιορίσει το έργο του σε κάτι τόσο προφανές. Οι ρόλοι του καλού και του κακού, του θύτη και του θύματος, του ισχυρού και του αδύναμου αλλάζουν συνεχώς μεταξύ των δύο αντρών και ιδιαίτερα όταν ο ανταγωνισμός τους μετατοπίζεται προς το πρόσωπο της γυναίκας (είναι υπέροχος ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η κάμερα για να καταγράψει τα βλέμματα των πρωταγωνιστών). Καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του όπλα, ο ένας την γνώση και την εξοικείωση με την θάλασσα, ο άλλος την νεανική του ομορφιά, την σωματική του ευλυγισία και ένα… μαχαίρι, το οποίο γίνεται και η αφορμή για την τελική «μάχη» από την οποία το εγκεφαλικό παιχνίδι μετατοπίζεται και πάλι, αυτή την φορά ανάμεσα στoν άντρα και τη γυναίκα.

Βέβαια, το μαχαίρι του τίτλου μπορεί να ερμηνευτεί είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά ως ο ίδιος ο νεαρός, ο οποίος κόβει στα δύο την σχέση του ζεύγους, μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε ένα ψυχικά χωρισμένο ζευγάρι (όπως αποδεικνύεται) για να τους χωρίσει και σωματικά (όπως καταδεικνύεται). Όταν το μαχαίρι βυθίζεται στο νερό και χάνεται για πάντα, ο νεαρός άντρας θα παίξει το καλύτερό του χαρτί και θα φύγει ακριβώς όπως ήρθε, σαν ξένος, έχοντας όμως πρώτα ταράξει την φαινομενική νηνεμία του ζευγαριού. Σε ένα εγκεφαλικά οξύμωρο και κινηματογραφικά υπέροχο off boat φινάλε και μη αποκαλύπτοντας στον ανταγωνιστή του την απενοχοποιητική αλήθεια, αυτός ο ξένος, θα επαληθεύσει με την κλασματική παρουσία του, αλλά κυρίως με την καταλυτική απουσία του, την αληθινή και απολυταρχικά ένοχη φύση των δύο και θα τους αφήσει μόνους στο αυτοκίνητό να πορεύονται ελεύθερα (πια) προς την κυνική καθημερινότητά τους.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

4 Μαύρα Κοστούμια - Four Black Suits (2010)

Όταν ήμουν μικρή πίστευα και αγαπούσα τους ανθρώπους. Μου άρεσαν βλέπετε. Όταν άρχισα να μεγαλώνω, πίστεψα και αγάπησα τον κινηματογράφο. Μου άρεσε αυτή η τέχνη, πολύ. Όσο μεγάλωνα, αμφότερες οι αγάπες μου άρχισαν να με απογοητεύουν. Για κάποιον που αντιλαμβάνεται την ελληνική πραγματικότητα λιγότερο ρομαντικά από ένα μικρό παιδί, είναι πασιφανές πια ότι δύσκολα να έρθει αντιμέτωπος με μια καλή ελληνική ταινία. Αν και υπάρχουν θετικά δείγματα, η ελληνική πραγματικότητα παραμένει… «δύσκολη». Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα έρχονται και τα Τέσσερα Μαύρα Κοστούμια.

Σίγουρα δεν είναι κωμωδία. Σίγουρα δεν είναι δράμα. Είναι σίγουρα βαθιά ελληνικό και απρόσμενα αισθαντικό. Τέσσερις νεκροθαφτικοί χαρακτήρες (αρχετυπικά ελληνικοί), ένας κοινός στόχος (αρχετυπικά ελληνικός και αυτός), το εύκολο χρήμα. Τέσσερα λαμόγια που ψάχνουν το κατάλληλο κόλπο για να πιάσουν την καλή, για να την «δουν αλλιώς», όπως έλεγαν κάποτε στην πρωτεύουσα, έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε κουλό τους αναθέσουν. Αποτυχημένοι όλοι στον τομέα τους (ο αποτυχημένος νεκροθάφτης, ο αποτυχημένος ηθοποιός, ο αποτυχημένος ληστής, ο αποτυχημένος… γενικά - αλλά πονεμένος ειδικά), θα συναντηθούνε υπό τραγελαφικές συνθήκες για να ικανοποιήσουν την τελευταία επιθυμία ενός αποθανόντος ημίτρελου, να κουβαλήσουν πεζοί το άψυχο σώμα του από την Αθήνα σε ένα χωριό της Βοιωτία, υπό τις οδηγίες ενός larger than life δικηγόρου. Μια φαινομενικά εύκολη κομπίνα για κάποιους φαινομενικά φιλόδοξους κομπιναδόρους, οι οποίοι κάνουν τα σχέδιά τους, όμως στη διαδρομή πέφτουν στην παγίδα που με μαεστρία τους έστησε η μοίρα.

Σ’ αυτή τη διαδρομή με τις υπέροχες και απόλυτα ειλικρινείς εικόνες της ελληνικής επαρχίας, οι τέσσερις ήρωες θα μαλώσουν, θα φιλιώσουν, θα μεθύσουν, θα πιαστούν στα χέρια, θα χόρεψαν δίπλα δίπλα και ο καθένας θα αναλογιστεί τη δική του ζωή. Συμπέρασμα; Άγνωστο. Ό,τι έγινε έγινε και προχωράμε παραπέρα. Κανένας δεν θα πιάσει την καλή όπως ήλπιζε και όπως είχε αρχικά σχεδιάσει. Ο καθένας όμως θα μπορέσει να κάνει την αυτοκριτική του, ελεύθερος πια να ζήσει και ίσως, κάπου εκεί μέσα στο Ελληνικό χάος, να μπορέσει και να ερωτευτεί. Γιατί οι πραγματικοί ήρωες μπορεί να μην είχαν λεφτά, έχουν όμως καρδιά! Κοινότυπο; Μπορεί, αλλά πάντα ωραίο να το βλέπεις. Αν όχι στη ζωή, τουλάχιστον στον κινηματογράφο.

Ο Ρένος σίγουρα δεν είναι μεγάλος σκηνοθέτης. Ούτε μεγάλος ηθοποιός. Σίγουρα όμως είναι πολύ ιδιαίτερος. Τόσο ιδιαίτερος που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν τελικά αξίζει να είσαι μεγάλος. Μπορεί το budget να ανέβηκε και τα τσιγάρα του να ακρίβαιναν, ο ίδιος όμως παραμένει το ίδιο ρομαντικός και ονειροπόλος όπως τότε. Φοράει το still-not-black-enough κοστούμι του και πραγματοποιεί την πιο ενδιαφέρουσα αλλά και πιο ταλαιπωρημένη ιδέα του. Το σενάριό του απλοϊκά έξυπνο, η σκηνοθεσία απλοϊκά όμορφη, η φωτογραφία υπέροχη, οι ηθοποιοί αγέρωχοι (με τον Πουλικάκο να είναι τόσο σπουδαίος, σχεδόν αναγκαίος τελικά για τον Ελληνικό κινηματογράφο) και το φινάλε απογειωτικό. Το χιούμορ του όμως δυστυχώς σε στιγμές φτηνό, με ατάκα κοινού τηλεοπτικού σήριαλ. Αλλά Ρένο, όπως το λες κι εσύ, ‘καλή καρδιά’. Μέχρι την επόμενη φορά όμως, έτσι?

Φανή Ζαχαρούδη

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

The Last House on the Left (1972)

Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι υπάρχουν πλέον που να εκτιμούν και να διασκεδάζουν παρακολουθώντας το Τελευταίο Σπίτι Αριστερά, κινηματογραφικό ντεμπούτο του απρεπή, θα έλεγε κανείς, Craven. Και αυτό διότι για να φτάσεις στο σημείο να ψάξεις και να ασχοληθείς με τέτοιου είδους ταινίες, θα πρέπει πρώτα να παρακάμψεις την εποχή που ζούμε, μια εποχή υπερφλύαρης διαφήμισης και υπερπροσφοράς της κινηματογραφικής βιομηχανίας, πράγμα σχεδόν αδύνατο, μιας και η ποσότητα των παραγωγών παραμένει τεράστια αλλά και οι ποιότητα πολλών εξ αυτών είναι αρκετά υψηλή. Όποτε και η κινηματογραφική αξία του Σπιτιού μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια καθαρά ιστορική πληροφορία, εδραιώνοντας μια (υποβαθμισμένη κατά τον γράφοντα) θέση στις λίστες των αμερικάνικων exploitation και των κακόφημων, βίαιων και φτηνών ταινιών . Είναι όμως το Τελευταίο Σπίτι Αριστερά τόσο «μικρό» ώστε να χαθεί στη λήθη, ξεχασμένο σε σκονισμένα ράφια και αραχνιασμένες γωνίες? Η απάντηση είναι - καθαρά και αμετάφραστα – όχι.

Χωρίς να έχει τα χρήματα, αλλά ούτε και την εμπειρία που θα ήθελε και με παραγωγό/ συνεργάτη του τον Sean S. Cunningham (ο οποίος αργότερα θα ληστέψει τον τρισμέγιστο Bava για να πουλήσει μούρη με το Friday the 13th), o Craven αρπάζει την ιδέα του σεναρίου από το Jungfrukällan του Bergman αφήνοντας έξω όλη την ποιητική αύρα του αυθεντικού και προσαρμόζοντάς το στην Αμερικάνικη αγορά, παρουσιάζει ένα ντελίριο βίας, ασχήμιας και δυσωδίας, που όμοιό του δύσκολα μπορούσες να δεις εκείνη την εποχή (ήταν δυο χρόνια αργότερα όταν ο Hooper έφτιαξε το δικό το σχιζοφρενικό αριστούργημα και διαμέλισε …τους πάντες, ενώ ο Gordon Lewis ήταν too trashy για να εκτιμηθεί αναλόγως).

Ωστόσο, η ηθική της δικαιολογημένης (ή μη) βίας είναι απλά το πρόσχημα για τον Craven (το ίδιο πρόσχημα που χρησιμοποίησε και στο επόμενο The Hills Have Eyes – αλλά εκείνο είναι μια άλλη ιστορία), ο οποίος εδώ προσπαθεί όσο μπορεί περισσότερο να κάνει το όνομά του γνωστό σοκάροντας το ανυποψίαστο κοινό, χωρίς να το γεμίζει με τους προβληματισμούς ενός νέου και σκεπτόμενου καλλιτέχνη. Όμως κάτω από την προφανή και άκρατη σωματική και ψυχολογική βία στην οποία στέκονται οι περισσότεροι, αναβλύζει μια έντονα κοινωνική, αλλά κυρίως πολιτική, σχεδόν αναρχική, διάθεση σχολιασμού και κατάδειξης τόσο των ανθρώπων της δύσης και του κοινωνικού συστήματος το οποίο υπηρετούν, όσο και της ίδιας της (όχι και τόσο αθώας) ανθρώπινης φύσης τους. Ένας σχολιασμός που σήμερα μοιάζει περισσότερο επίκαιρος και εύστοχος από τότε και που δυστυχώς επαληθεύεται με τραγικά τρομακτικούς ρυθμούς.

Η ιστορία των “κακών” που δελεάζουν, απαγάγουν, βιάζουν και τελικά σκοτώνουν τις δύο κοπέλες, η μία με το όνομα Μαίρη (ποτέ δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτού του ονόματος) και στη συνέχεια πέφτουν άθελά τους στο σπίτι των ανυποψίαστων γονιών της, είναι χωρισμένη σε δυο μέρη, δυο διαφορετικοί σχολιασμοί, που όμως έχουν κοινή βάση, κοινή διαμόρφωση και φυσικά, κοινό αποτέλεσμα, την εμφυτευτικά καλλιεργήσιμη και ευκόλως εκφραζόμενη ανθρώπινη βία, όπως αυτή εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε με τον κοινωνικό άνθρωπο του σήμερα.

Από την μία έχεις το αδιάλλακτο κοινωνικό σύστημα του νέου δυτικού πολιτισμού το οποίο μέσα από την αδιαλλαξία του, πρώτα δημιουργεί ανθρώπους κτήνη (ληστές, ναρκομανείς, βιαστές, μικρόψυχους δολοφόνους και περιπλανώμενους απόκληρους, όλα σε ένα) και στη συνέχεια μέσα από την επιδεικτικά ανεπαρκή λειτουργία του (οι σερίφηδες παρουσιάζονται ως αδαείς, χαζοχαρούμενοι υπαλληλίσκοι οι οποίοι προσπερνάνε τους δολοφόνους χωρίς να τους αντιληφθούν καν) αδυνατεί να τους αναγνωρίσει και κατά συνέπεια να τους περιορίσει, αφήνοντας την αχαλίνωτη βία (τους) να ανα-παραχθεί με περίσσια ευκολία και με αποδέκτες - τις περισσότερες φορές - τα λιγότερο υποψιασμένα, ανύποπτα θύματα.

Από την άλλη υπάρχει μια ευπρεπής καλόβουλη οικογένεια, η οποία ακμάζουσα και ασφαλής όπως είναι μέσα από το καμουφλάζ της αστικής ηρεμίας, απολαμβάνει όλα όσα έχει δημιουργήσει και κατέχει, που όταν όμως βρεθεί αντιμέτωπη με τους βιαστές της αταραξίας της, παρουσιάζει ένα καλά κρυμμένο (αλλά τελικά υπάρχον) πρόσωπο, μια αντεστραμμένη συμπεριφορά που δεν διαφέρει από αυτή των προαναφερθέντων «κακών», ούτε σε μανία, ούτε σε αποτελέσματα (άλλωστε όλοι στο ίδιο σύστημα ανήκουν). Σε αντίθεση με το σουηδικό αριστούργημα, εδώ δεν υπάρχει απόγνωση στα μάτια των γονιών, ούτε μετάνοια για τις πράξεις που ακολουθούν, μόνο εκδικητικό μίσος, αποτέλεσμα μιας απροσδιόριστης αλλά συσσωρευμένης οργής.

Μια οργή η οποία διέπει τους περισσότερους χαρακτήρες της ταινίας και που μοιάζει να εξαπλώνεται και (ακόμα χειρότερα) να μετατρέπεται σε κάτι σύνηθες για τα δικά μας αστικά – και όχι μόνο – κέντρα, αποκαλύπτοντας τον τελικά αναρχικό χαρακτήρα και την εγκληματική ολιγωρία του σημερινού κόσμου, χωρίς διακρίσεις.
Περισσότερο πεσιμιστικό σε σχέση με το remake του Ηλιάδη, το Σπίτι του Craven διαφέρει αλλά κυρίως αχρηστεύει τις torture porn παραγωγές του σήμερα που σκοπό έχουν το οφθαλμόλουτρο και τον εξευτελισμό του θεάματος, κατ’ επέκταση και του θεατή, παρουσιάζοντας ένα αστικό πόλεμο βασισμένο στο ανθρώπινο ένστικτο και τον έμφυτο σαδισμό του. Βέβαια, η ευθαρσής προσέγγιση και ο ωμός ρεαλισμός συνοδεύονται από ένα σφοδρό και δηλωτικό σαρκασμό που αποπνέει ένα τέτοιο φιλμ το οποίο τοποθετεί τα πάντα κάτω από ένα σύμβολο τόσο μεγάλο και ισχυρό όσο και η πίστη μας στην ανθρωπότητα, το σύμβολο μιας γενιάς, όχι της Αμερικής αλλά ολόκληρου του προοδευμένου κόσμου. Ένα μενταγιόν με το σύμβολο της ειρήνης. Καλλιτεχνική ειρωνεία ή ειρωνική πραγματικότητα, όπως και να το πάρεις, the road leads to nowhere που λέει και το τραγούδι…

Chris Zafeiriadis