Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Cat on a Hot Tin Roof (1958)


"Οικογένεια: Ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με δεσμούς αίματος και συνήθως κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη, (συνεκδ.) σπίτι καλής κοινωνικής τάξης, τίμιο και ευηπόληπτο: παιδί από οικογένεια." (Ελληνικό Λεξικό-Τεγόπουλος, Φυτράκης).

Αυτοί οι δεσμοί αίματος που συνθέτουν την οικογενειακή εστία, άλλοτε μπορούν να περιγράψουν ένα σκηνικό σαν αυτό της Μελωδίας της Ευτυχίας και άλλοτε να καταφύγουν σε ένα πνιγηρό και υποκριτικό λαγούμι, όπου τα μέλη της οικογένειας επιβιώνουν σκίζοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου.

Μια τυπικά συντηρητική οικογένεια του Νότου, γίνεται για άλλη μια φορά ο βασικός καμβάς του θεατρικού συγγραφέα, με τον αιχμηρά ρεαλιστικό λόγο, Tennessee Williams. Χρωματίζοντάς την με τα πλέον μελανά χρώματα, προσδίδει περισσότερο από ποτέ στο έργο του στοιχεία της προσωπικής του ζωής, όπως ο αλκοολισμός, οι ψυχικές νευρώσεις και η ομοφυλοφυλία. Η κινηματογραφική μεταφορά του βραβευμένου με Πούλιτζερ (1955) κειμένου, από τον Richard Brooks, διατηρεί τα δομικά στοιχεία της θεατρικής παράστασης, χρησιμοποιώντας ως σκηνικό την επιβλητική έπαυλη ενός μεγαλοκτηματία του Μισισιπή, ενώ κτίζει την πλοκή πάνω στις ορμητικές ή ζωώδεις ερμηνείες των ηθοποιών, οι οποίες αρχικά εκδηλώνονται με μια σιωπηλή δυναμική για να μεταμορφωθούν στη συνέχεια σε εκρηκτικά εκκωφαντικές κραυγές βαρυσήμαντων μηνυμάτων.

Η ταινία μπορεί από τη μια να απογοήτευσε το θεατρικό δημιουργό της, ο οποίος την κατέκρινε, λόγω των λογοκριμένων κομματιών του έργου του, από το ηθικά επίπλαστο Χόλιγουντ για να κερδίσει την πολυπόθητη μεγάλη εμπορική επιτυχία (παράλληλα με τις έξι υποψηφιότητες για όσκαρ), από την άλλη όμως δε διστάζει να μας υποβάλλει σε ένα νοσηρό οικογενειακό παιχνίδι, υπογραμμίζοντας την υποκρισία και την ματαιότητα όσων θεσμών, η τυπική αμερικανική κοινωνία θεωρούσε άμεμπτων, δηλαδή, της καλής κοινωνίας, της «ανέγγιχτης» εκκλησίας και των υπόδουλα άβουλων τοπικών αρχών.

Στο κήπο της έπαυλης, σε ένα υπνοδωμάτιο, στο καθιστικό και στο υπόγειο, κινούνται άλλοτε θορυβωδώς, άλλοτε συνωμοτικά και άλλοτε νευρικά, τα μέλη αυτής της οικογενειακής τραγωδίας. Την πατριαρχική φιγούρα, καταλαμβάνει σαρωτικά, ο Big Daddy, (Burl Ives), ο οποίος θεωρώντας ότι έχει ξεπεράσει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, επιστρέφει,για να νουθετήσει τον άσωτο υιό του και να επιβάλλει για άλλη μια φορά την αδιαμφισβήτητη ισχύ του στο οικογενειακό περιβάλλον που μοιάζει να τον θρηνεί ήδη. Δίπλα του, με ένα σχεδόν μόνιμα παγωμένο χαμόγελο, η πιστή του σύζηγος (Judith Anderson), η οποία τον ακολουθεί προσπαθώντας να τακτοποιήσει, τα τσαλακωμένα σημάδια της οικογενειακής αυτής εστίας.

Κάτω από την τιτάνια σκιά αυτής της πατρικής φιγούρας, παραπαίουν οι δυο γιοι με τις οικογένειες τους. Από τη μια ο πρωτότοκος (Jack Carson), ο οποίος διψώντας για την πατρική αναγνώριση και αγάπη, αποφασίζει να καθυποτάξει, όλες τις προσωπικές του επιθυμίες και να εναρμονιστεί εν τέλει με το ρόλο του «καλού και υπάκουου» παιδιού, το οποίο όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν θα γευτεί τα ψήγματα αγάπης που αποζητά, θα αφεθεί στο ανελέητο κυνήγι της οικογενειακής περιουσίας, έχοντας ως αρωγούς και συμπολεμιστές του, μια νευρωτικά τυπική σύζυγο (Madeleine Sherwood) και την τρομαχτική στρατιά των κακομαθημένων παιδιών του.

Από την άλλη συναντάμε το αδιαμφισβήτητο alter ego του στο δευτερότοκο γιό της οικογένειας (Paul Newman), ο οποίος αναζητώντας τρόπους να διαφύγει από το απόλυτα μανιακό και καταθλιπτικό οικογενειακό περιβάλλον, αναζητά καταφύγιο κάθε φορά σε διαφορετικούς ρόλους. Αρχικά ως αθλητής, στις ιαχές ενός απρόσωπου κοινού, στη συνέχεια σε μια φιλία-δεκανίκι και αργότερα στον πνιγηρό πάτο του αλκοολισμού. Δίπλα του, επέλεξε να σέρνει μια πραγματικά «λυσσασμένη γάτα», τη γυναίκα του (Elizabeth Taylor), η οποία προκειμένου να ξεφύγει από το σκοτεινό παρελθόν της φτώχειας και όντας έρμαιο του ερωτικού πόθου της για το όμορφο είδωλο του, ακονίζει τα νύχια της και μαίνεται στο κλειστοφοβικό κλουβί που η ίδια δημιούργησε.

Ακριβώς σε αυτή την κρίσιμη καμπή, αυτοί οι χαρακτήρες, άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε εξαναγκασμένοι, θα παραμερίσουν στην άκρη τα προσωπεία στα οποία ήταν κρυμμένοι τόσο καιρό και θα αποκαλύψουν μια γλυκόπικρη και συνάμα καθαρτική αλήθεια, που θα λειτουργήσει καταλυτικά στις σχέσεις και θα βροντοφωνάξει τις ανείπωτες επιθυμίες που είχαν κρυμμένες μέσα τους. Ο πατέρας για μία και μοναδική φορά θα καταφέρει να αντικρίσει τα απέραντα «θλιμμένα» παιδιά του και θα παραδεχτεί ότι μια οικονομική αυτοκρατορία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συναισθηματική στοργή που τους αποστέρησε, απαλύνοντας την κενότητα και την πλαστότητα που είχε δημιουργηθεί σε αυτόν τον πνιγηρό οικογενειακό κλοιό.

Μέσα από τα ουρλιαχτά, τις σκιώδεις φιγούρες, τα βογκητά του πόνου και τους κρυμμένους ανθρώπους πίσω από τις πόρτες, θα δοθεί εν τέλει ένα ανεπαίσθητο ψήγμα αισιοδοξίας, καθώς οι αλυσίδες που μπορεί να περίκλειαν ασφυκτικά τα μέλη μιας οικογένειας, μπορούν να χαθούν, μετά από μια δυνατή νεροποντή πυρετωδών αποκαλύψεων και ορμητικών εξομολογήσεων.

Κατερίνα Λυτριάνη

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Moon (2009)


Για αρκετούς κινηματογραφόφιλους το σινεμά του φανταστικού είναι κάτι παραπάνω από ένα κινηματογραφικό είδος. Είναι το μέρος όπου το μυαλό ξεδιπλώνεται, η φαντασία ταξιδεύει, και καινούριες εικόνες δημιουργούνται από το πουθενά (ή καλύτερα, όχι από τον δικό μας πλανήτη), προς ευχαρίστηση αλλά και ως πνευματική τροφή κάθε ανικανοποίητης από τον κόσμο που ζούμε, συνείδησης. Μιας συνείδησης η οποία ψάχνει και ψάχνεται (ανα)μέσα σε κόσμους μακρινούς, εικόνες που λειτουργούν ως συμπαντόπλοια με προορισμό άγνωστους τόπους, άλλοτε με έντονους χρωματισμούς και άλλοτε όχι και τόσο φωτισμένους, έτοιμους όμως να εξερευνηθούν μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό τους. Για όλες αυτές τις ταξιδιάρες ψυχές, το είδος της επιστημονικής φαντασίας τα τελευταία χρόνια μοιάζει να νοσεί. Ελάχιστα τα αξιόλογα δείγματα Fountain-ικής αριστοτεχνίας, ελάχιστοι και οι αξιόλογοι δημιουργοί που δεν αρκούνται στα εφετζίδικα τερτίπια της υψηλής τεχνολογίας.

Έχοντας σαν αφετηρία μια φανταστικά σεληνιασμένη ιστορία και έναν μικροσκοπικό προϋπολογισμό για την μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη , η ταινία του Jones τοποθετείται στην πιο Dark Side of the Moon συνοικία του ηλιακού μας συστήματος, ένα μέρος που φωτίζεται πλήρως μοναχά για μια ημέρα τον μήνα, αφήνοντας την φαντασία των περισσοτέρων από εμάς να καλπάζει τις υπόλοιπες είκοσι εννέα για το τι μπορεί να υπάρχει εκεί πάνω. Ο Sam Bell, ως μοναδικός (γι’ αυτό και μοναχικός) κάτοικος του κοντινότερου πλανήτη μας , εξυπηρετεί τα συμφέρονται εκείνων που κατάφεραν όχι μόνο να φτάσουν στο φεγγάρι αλλά παράλληλα να το κατοικήσουν (έστω και αν αυτή η κατοικία είναι προνόμιο του ενός). Εκείνων που κατάφεραν να το εκμεταλλευτούν ως πηγή ενέργειας προς συμφέρον των υπολοίπων από εμάς που έχουν μείνει «πίσω» για σφοδρή κατανάλωση.

Στο σύνολό του το Moon μοιάζει περίεργο. Περίεργο να εξερευνήσει καινούριους ορίζοντες, καινούριες ανθρώπινες συμπεριφορές, καινούριες επιφάνειες κρυμμένες από το φως του ήλιου. Υπό αυτό το πρίσμα, το πρώτο του μισό αφιερώνεται στην αναζήτηση. Μια αναζήτηση η οποία φέρνει μια επιφανειακά solariκή ανάμνηση, η οποία επικοινωνεί μέσω ενός χωροχρονικού δορυφόρου με τον HAL 9000, και που μέσα από μια ασαφή πραγματικότητα προσπαθεί να φιλοσοφήσει επάνω στην αλά K-Pax αβεβαιότητα της (ανθρώπινης) ύπαρξης. Και τα καταφέρνει αρκετά καλά, χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, με μια διαυγή τιμιότητα που σπανίζει από τέτοιου είδους ταινίες στις μέρες μας.

Στο δεύτερο μισό το Moon σταματάει να αναζητά και ξεκινά να απαιτεί. Απαιτεί πρώτα απ’ όλα την ανεξαρτησία του Sam Bell ο οποίος ως εσώκλειστος του διαστημικού σταθμού, προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του περιορισμού του. Κάπου εκεί ξεκινάει και μια μικρή πτώση της ταινίας με τον σκηνοθέτη να βαδίζει στον εύκολο δρόμο. Διότι αντί να φιλοσοφεί επάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη δημιουργώντας ερωτήματα, προβληματισμούς αλλά ταυτόχρονα και ταυτότητα, επιλέγει να αγωνίζεται να αποδράσει από έναν πλανήτη που τελικά μοιάζει φυλακή. Μέσα από την σεναριακή αυτή απλότητα, ο θεατής καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εξόντωση του σφάλματος και την ελευθερία μιας ζωής που δεν έπρεπε να υπάρχει, με τον Jones να απλώνει το δάχτυλο προς τη δεύτερη κατεύθυνση.

Ακόμα και έτσι όμως το Moon υπερτερεί. Αφήνει έτη φωτός πίσω του τις συνήθεις χολιγουντιανές αντιλήψεις φαντασιόπληκτων διεκπεραιωτών και αποκαλύπτει έναν σκηνοθέτη γεμάτο ιδέες, κέφι και διάθεση για δημιουργία, ο οποίος μοιάζει έτοιμος να διεκδικήσει την προσοχή μας στο (όχι και τόσο μακρινό) μέλλον. Αρκεί να συνεχίσει να κοιτάει με μια περήφανη περιέργεια τα μακρινά αστέρια του σκοτεινού ουρανού, έχοντας παράλληλα την θέληση να ταξιδέψει πιο μακριά απ’ το φεγγάρι.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Vertigo (1958) - Σκέψεις εν μέσω Δίνης


Το ανθρώπινο είδος υπήρξε πάντοτε μοναδικά παράξενο και μοναχικό στο παιχνίδι της πάλης με του νου του. Με το μυαλό μας είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε πλανήτες και κόσμους ολόκληρους που είτε τους υπηρετούμε στην πραγματικότητα ή τους αφήνουμε να διαδραματίζονται παράλληλα σε ένα ονειρικό επίπεδο.

Το ανθρώπινο μυαλό έχει τη δύναμη να αναδείξει τις ικανότητές, τα ταλέντα και την προσωπικότητά, από την άλλη όμως έχει την ικανότητα να ιχνογραφεί ψυχώσεις, αδυναμίες, φαντασιώσεις και απαγορευμένες ιδέες που ενυπάρχουν στην υπο-συνείδηση όλων μας.

Με το Vertigo, ο Hitchcock όρμησε για άλλη μια φορά στη δίνη του ανθρώπινου μυαλού από την καρέκλα της ψυχανάλυσης. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε στο ιδιοφυές συγγραφικό δίδυμο των Boileau και Narcejac, που είχε δώσει δείγματα γραφής από το “Les Diaboliques” του Clouzot, για να γράψουν στη συνέχεια το “D' entres les morts”, περιμένοντας να το δραματοποιήσει στην οθόνη ο μάστορας του σασπένς. Η ιστορία που θα ξετυλίξει μοιάζει με ένα αρρωστημένο παραμύθι που ενέχει μέσα του φοβίες, σκοτεινά μυστικά, φαντάσματα, θάνατο, αγάπη, τρέλα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί έναν αλληγορικό (συμβολικό;) καθρέπτη απέναντι στους ήρωες του, θέλοντας να φωτίσει με έντονα και εναλλασσομενα χρώματα, τις πολλές διαστάσεις που κατέχει η πραγματικότητα...

Ο κεντρικός ήρωας (James Stewart) παρουσιάζεται ως ένας σκληροτράχηλος αστυνομικός, ο οποίος στην αντίθετη όψη του καθρέπτη είναι ένας αδύναμος άνθρωπος που λυγίζει ξαφνικά και αναίτια από μια έντονη ακροφοβία. Μπροστά σε αυτό το σκόπελο νιώθει ανήμπορος και αποφασίζει να προσαρμόσει τη ζωή του, και να συμπορευτεί με τους φόβους και τα ενοχικά του σύνδρομα, με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, πιο νωχελικά, άεργα και ανούσια....

Εν μέσω αυτής της καινούργιας κατάστασης θα κληθεί να βοηθήσει έναν παλιό φίλο που του ζητά να παρακολουθήσει την ευαίσθητα διαταραγμένη γυναίκα του, η οποία μπορεί να είναι τρελή ή δαιμονισμένη ή κάτι άλλο που απλά πρέπει να προσδιοριστεί .

Ο ήρωας αρχίζει να αγνοεί τη δική του νεύρωση και να βυθίζεται όλο και περισσότερο στο κυνήγι μιας άλλης ψύχωσης, πιο δυνατής από την πραγματικότητα που ζούσε μέχρι τώρα. Μέσα στη μοναχικότητά του ειδωλοποιεί αυτή τη γυναίκα και την ανυψώνει σε κάτι ανώτερο από έναν απλό ερωτικό πόθο, σε μια «ιδέα», την οποία πρέπει, να κατανοήσει, να αγγίξει και να ασπαστεί. Μέσα στο μυαλό του έχει ήδη κατασκευάσει έναν άλλο ονειρικό κόσμο, όπου σαν άλλον έρως θα ενωθεί με την ψυχή του.
Ανώφελα λοιπόν, εισχωρεί στο φαντασιακό του παιχνίδι, όπου θεωρεί ότι έχει τη δύναμη να τιθασεύσει το νοητικό του δημιούργημα το οποίο όμως θα του ξεγλιστρήσει, φέρνοντας για άλλη μια φορά στην επιφάνεια την νεύρωση του....

Για να του δοθεί, έπειτα, μια δεύτερη ευκαιρία να δημιουργήσει για άλλη μια φορά τον ονειρικά φαντασιακό του κόσμο, πλάθοντας, σαν γλύπτης, πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, το προσωπείο της γυναίκας, που λατρεύει. Είναι μια βάναυση και ψυχικά σαρωτική αγάπη, που αγνοώντας τον άνθρωπο που έχει απέναντι του, τον κακοποιεί ψυχολογικά, προκειμένου να ενωθεί με το φαντασιακό του πρότυπο.

Στο προσκήνιο της ταινίας παρακολουθούμε και δυο διαφορετικούς τύπους γυναικών. Η αιώνια «φίλη» του ήρωα μας, (Barbara bel Geddes),η οποία απ' τη μια εκφράζει την αίσθηση της λογικής και του ρεαλισμού, εκπροσωπώντας μια σύγχρονη, εργαζόμενη γυναίκα, ενώ από την άλλη έχει αφεθεί στο ρόλο της παλιάς αγαπημένης, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα καταφέρει να αποκτήσει ξανά τα πρωτεία στην καρδιά του ήρωα. Και η πρωταγωνίστρια, (Kim Novak) η οποία παίρνει τόσους διαφορετικούς ρόλους και φορά τόσες μάσκες, που ο καθένας καλείται να διαλέξει αυτή που της ταιριάζει περισσότερο. Είναι η κομψή αριστοκρατική σύζυγος, η ψυχικά βασανισμένη και εύθραυστη καλλονή, η απόλυτα ερωτευμένη γυναίκα, η φτωχή απατεώνισσα.

Ο σκηνοθέτης πλάθει αρχικά ένα μυστηριακό ονειρικό κόσμο και στη συνέχεια μας προσγειώνει απότομα στην πεζή και ειρωνική πραγματικότητα, όπου όλες οι ενέργειες εξηγούνται μέσα από τα σκοτεινά πλέγματα του ασυνείδητου, τα ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα και τις νευρωτικές φαντασιώσεις...

Οι ήρωες μας είναι άτομα κατά βάσιν μοναχικά, ίσως θλιμμένα, από τη σκληρή πραγματικότητα, χωρίς να έχουν πάντα ηθικότητα στα κίνητρα τους και τα οποία ενεργούν παρορμητικά, ελκύοντας ο ένας τον άλλον, άλλοτε μέσα από το πέπλο του ανεξήγητου, άλλοτε μέσα από την κατασκευασμένη διάσταση του κόσμου, άλλοτε από τα αισθήματά τους και άλλοτε από τους ονειρικούς κόσμους που έχουν κατασκευάσει στο μυαλό τους για καταφύγιο.

Το τέλος σε όλο αυτό το κόκκινο μύθευμα θα δώσει η ίδια η «μοίρα» αποκαθιστώντας την ομίχλη που είχαν δημιουργήσει οι σκιώδεις νευρώσεις και οι ανείπωτες αλήθειες με αυτή της καθαρτικής λύτρωσης....

Οι θεατές από την αρχή ως το τέλος κυνηγούν μαζί με τους χαρακτήρες του έργου την άγνωστη χίμαιρα, ζαλίζονται στην ιλιγγιώδη δίνη των αχαρτογράφητων φαντασιώσεων τους, απορούν, συμπάσχουν, κρίνουν και κατανοούν την πικρή αδυναμία του ανθρώπινου είδους...

Πάνω απ’ όλα μας υπενθυμίζει ότι σαν άνθρωποι στέκουμε αμήχανοι στον αέναο κύκλο της φύσης, μικροί και ανήμποροι να εξηγήσουμε τα ίχνη, τις αιτίες και τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Ίσως εν τέλει τα μόνα σημάδια που αφήνουμε είναι οι μικρές ακίδες στον κορμό ενός αιωνόβιου δέντρου….

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Paura nella città dei morti viventi (a.k.a. City of the Living Dead) - (1980)


Για αυτούς που αγαπάνε το σινεμά του φανταστικού, το “City of the Living Dead” ανήκει σε εκείνες τις «ταινίες σταθμούς», όπως λαϊκότροπα χαρακτηρίζονται, οι οποίες αποτελούν ένα από τα ελάχιστα μέτρα σύγκρισης με τα οποία αναμετριούνται πολλές από τις κολασμένες ιστορίες που πυκνά συχνά εμφανίζονται στο πανί. Όχι γιατί ο Fulci εδώ παρουσιάζει την καλύτερη δουλειά του, ούτε γιατί η σεναριακή συνοχή αποτελεί παράδειγμα κινηματογραφικής αρτιότητας (που προσωπικά αν με ρωτήσεις, για τέτοιες στιγμές, θα έπρεπε) αλλά γιατί σε αυτή την ταινία αρχίζει να διαφαίνεται ολοκληρωμένα πια, όλο το μεράκι, η αγάπη και η αφοσίωση του σκηνοθέτη στην τέχνη που σε ένα μεγάλο βαθμό τον χαρακτηρίζει. Μια τέχνη που πολλοί θα αμφισβητήσουν, κάποιοι άλλοι θα μετανιώσουν που γνώρισαν, οι περισσότεροι όμως που θα την βιώσουν, θα μείνουν πιστοί σε ένα σινεμά που ακόμα και σήμερα συγκινεί κάθε φορά που το παρακολουθούμε, σαν να μη πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που το γνωρίσαμε.

Η τέχνη στην οποία αναφέρομαι βέβαια δεν έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Fulci παρουσιάζει τις νεκροζώντανες ιστορίες του. Αυτό ξεκίνησε ένα χρόνο πριν με το Zombie 2, όπου το αίμα, τα εντόσθια και η όρεξη των πρόσφατα αποθανόντων για ζωντανή σάρκα πρωταγωνιστούσαν με ένα πρωτόγονο τρόπο, ο οποίος έγινε το εφαλτήριο για μια σειρά αριστουργηματικών εφιαλτικών στιγμών του Ιταλικού κινηματογράφου (Nightmare City του Umberto Lenzi, Nights of Terror του Andrea Bianchi, Zombie Creeping Flesh του Bruno Mattei κτλ). Εδώ όμως ο Fulci προχωράει ένα βήμα παραπέρα.

Σε αυτή την ταινία (που είναι και η πρώτη της άτυπης τριλογίας της «Κολάσεως» - θα πούνε οι περισσότεροι) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έναν αρμονικό συνδυασμό αποκρυφισμού, Lovecraft-ικού μύθου και αποδόμησης της όποιας θρησκευτικής πίστης, καμουφλαρισμένα με όλο τον ζόφο που μπορεί να διαπεράσει την ανθρώπινη λογική. Μια λογική που κλονίζει πρώτο από όλους έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος αφού κρεμαστεί στον αύλιο χώρο της εκκλησίας του, γίνεται η αφορμή για να ανοίξει μια από τις επτά πύλες και ένα απροσδιόριστο κακό να εισέλθει στο κόσμο των ανθρώπων. Παράλληλα με τα παραπάνω ο σκηνοθέτης αμφισβητεί την έννοια της γραμμικής αφήγησης, παρουσιάζοντας τα γεγονότα χωρίς σαφή αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν τα σύνορα μεταξύ ανθρώπινης λογικής και της απέχθειας ενός άλλου, δυσοίωνου κόσμου, έπαυαν να υφίστανται.

Σε αυτόν τον άψογα αποδομημένο περιβάλλον, η τελετουργική μουσική του Fabio Frizzi γίνεται το απόλυτο soundtrack ενός ακατανόητου και χαοτικού κόσμου ο οποίος εξουσιάζεται από δυνάμεις πέραν της κοινής ανθρώπινης αντίληψης. Οι νεκροί σηκώνονται από τα φέρετρα, τα απόκοσμα μουγκρητά τους κυριαρχούν στον χρονοχώρο, ένα κατατονικό μέντιουμ (με το συμβολικό όνομα Mary) αντικρίζει για λίγο την επιτύμβια στήλη του, τα σκουλήκια τα οποία είναι οι καλύτεροι φίλοι των άψυχων σωμάτων τώρα γίνονται φίλοι και των ζωντανών και μια όμορφη (αλλά πιθανότατα αμαρτωλή) κοπέλα ξερνάει τα εντόσθιά της σε μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές στην ιστορία του φανταστικού σινεμά.

Οι παραπάνω σκηνές μπορεί να παρουσιάζουν με μεγάλη ευκολία την θνησιμότητα και την ευπάθεια της ανθρώπινης σάρκας, κοιτώντας όμως βαθύτερα συνειδητοποιείς την αποκάλυψη όλης της αποτρόπαιης φρίκης, η οποία πηγάζει από το ψυχολογικό μαρτύριο του πνεύματος. Διότι όταν το πνεύμα «μαρτυρά», ο καθένας από εμάς δεν βρίσκεται προ των πυλών, αλλά έχει επάξια διαβεί το κατώφλι της προσωπικής του κόλασης. Και όταν πια κάποιος βρεθεί στην απέναντι όχθη δεν υπάρχει γυρισμός. Υπάρχει μόνο η εικόνα του εφιάλτη η οποία ξεπερνά τα όρια της προσωπικής συνείδησης και μετουσιώνεται σε φιλμική πραγματικότητα, τρέφοντας (για πάντα, ίσως) την ψυχή και την φαντασία του εκάστοτε θεατή. Και αν αυτό δεν είναι η δύναμη της τέχνης του σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να είναι…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Welcome (2009)


Welcome, Willkommen, Bienvenuto, Bienvenue, Καλώς ήρθες....

Η ταινία ήδη μας καλωσορίζει μέσω του τίτλου της, ειρωνικά, κλείνοντας το μάτι στο θέατρο του παραλόγου που διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση και τη σχεδόν ανύπαρκτη και ασυγκρότητη αντίδραση των Ευρωπαϊκών κρατών.

Ο σκηνοθέτης Philippe Lioret επιθυμούσε να γυρίσει μια ταινία έχοντας ως εφαλτήριο τις τραγικές συνθήκες κράτησης και την αγωνία που βιώνουν παράνομοι μετανάστες στο λιμάνι Καλαί (Calais) της Γαλλίας, ενώ αποφάσισε να ξετυλίξει την ιστορία του στις πραγματικές τοποθεσίες των γεγονότων. Ένα πολύπαθο σταυροδρόμι, τοποθετημένο στο κανάλι της Μάγχης, το οποίο χωρίζουν μόλις 22 μίλια νερού από την αγγλική ακτή Ντόβερ.

Βασικό θέμα της ιστορίας, που ξετυλίγεται μέσα από μια μελαγχολική και γκρίζα ατμόσφαιρα, είναι ο 17χρονος Μπιλάλ, ένας Κούρδος μετανάστης, ο οποίος μετά από μια περιπετειώδη και οδυνηρή πεζοπορία 4000 χιλιομέτρων από το Ιράκ, φτάνει τελικά στο Καλαί, με απώτερο σκοπό να περάσει στην Αγγλία και να ανταμώσει με την αγαπημένη του Μίνα, η οποία ζει εκεί με την οικογένειά της.

Έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να περάσει παράνομα τα σύνορα μέσα σε ένα φορτηγό, οι αστυνομικές αρχές θα τον γυρίσουν πίσω με την προειδοποίηση της απέλασης. Τότε θα εμπνευστεί την ιδέα να διασχίσει τη Μάγχη κολυμπώντας μέχρι την αγγλική ακτή. Υπό το πρίσμα αυτού του σχεδίου θα γνωρίσει τον Σιμόν, έναν ντόπιο προπονητή κολύμβησης, από τον οποίο θα ζητήσει βοήθεια προκειμένου να προετοιμαστεί για το τιτάνιο εγχείρημά του.

Οι δυο κεντρικοί ήρωες αντικατοπτρίζουν δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους που συναντούμε στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις. Από τη μια ο Μπιλάλ, απόλυτα αποφασισμένος και προσηλωμένος στο στόχο του, εκπροσωπεί το παράνομο μεταναστευτικό κίνημα που κατακλύζει ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν πρωτόγονη δύναμη και αγνότητα, η οποία τον καθοδηγεί να εκπληρώσει αυτό για το οποίο ξεκίνησε, να συναντήσει την αγαπημένη του και να βρει μια δουλειά, η οποία θα του δώσει τη δυνατότητα να βοηθήσει την οικογένεια που άφησε πίσω του.

Από την άλλη ο Σιμόν, ο ατομικός τύπος ανθρώπου, ο οποίος έχει βυθιστεί στη κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση των αστικών κέντρων, ανίκανος να εκφράσει την αγάπη του προς την εν διαστάσει σύζυγό του, να αναπτύξει επαφές με τους ανθρώπους γύρω του ή, ακόμα, να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε κοινωνική δράση. Γι’ αυτόν ο Μπιλάλ θα είναι μια δραστική και βίαιη αφύπνιση από τη νάρκωση που είχε υποπέσει έως τώρα. Οι δυο άντρες θα συμπορευτούν, δημιουργώντας έναν παράδοξο δεσμό που άλλοτε παραπέμπει στη φιλία και άλλοτε στη σχέση που έχει ένας πατέρας με το γιο του, χωρίς όμως να βγουν αλώβητοι και άθικτοι από αυτή τη μελοδραματική «συγχορδία».

Οι δυο ηθοποιοί, ο Vincent Lindon ως Σιμόν και ο Firat Ayredi ως Μπιλάλ, ενσαρκώνουν ρεαλιστικά και με απόλυτη φυσικότητα τα στοιχεία των δυο χαρακτήρων, με τα χρώματα της συναισθηματικής τους κατάστασης. Για το ρόλο του Μπιλάλ ο ίδιος ο σκηνοθέτης επιδόθηκε σε μια αναζήτηση μέσα στις συμπαγείς κοινότητες των Κούρδων στην Ευρώπη (Βερολίνο, Σουηδία, Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη), για να ανακαλύψει τον Ayredi στη Γαλλία, και μαζί με αυτόν έναν αριθμό ερασιτεχνών ηθοποιών, οι οποίοι εμφανίζονται διαδραματίζοντας διάφορους ρόλους, όπως είναι οι Κούρδοι συνοδοιπόροι του Μπιλάλ και η αγαπημένη του Μίνα.

Πίσω από τους δυο ήρωες κινείται σε ένα «γκρίζο» φόντο η ίδια η γαλλική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία απαρτίζεται από εθελοντές που προσπαθούν μάταια να ανακουφίσουν το δράμα των μεταναστών, από «φιλήσυχους» πολίτες που επιλέγουν να λειτουργήσουν ξενοφοβικά και να καταδώσουν τον γείτονά τους, επειδή βοηθά κάποιους παράνομους εμιγκρέδες, και από τις αστυνομικές αρχές, που έχουν άχαρα αναλάβει το ρόλο αυτού που εφαρμόζει μια αναποτελεσματική και κατάφωρα άδικη μεταναστευτική πολιτική.

Η Γαλλία έχει αντιδράσει τα τελευταία χρόνια αρκετά σπασμωδικά στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, με μια σειρά από νόμους που τις περισσότερες φορές καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως διαφάνηκε από την «επονείδιστη» απέλαση των Ρομά) θυμίζοντας σκοτεινά και σκιώδη καθεστώτα του παρελθόντος. Μέσα από την ταινία υπάρχει άμεση αναφορά σε νόμο που είχε εκδοθεί και αφορούσε βαριά πρόστιμα και φυλάκιση έως και 5 χρόνια σε όσους Γάλλους πολίτες βοηθούν ή παρέχουν καταφύγιο σε μετανάστες. Μάλιστα το 2008, 4423 Γάλλοι κατηγορήθηκαν για τα παραπάνω και βρέθηκαν κρατούμενοι.

Ωστόσο, μέσα σε αυτό το διάχυτο κλίμα της μη ανεκτικότητας και της έλλειψης αλληλεγγύης, η ταινία του Lioret προβλήθηκε μέσα στη γαλλική βουλή, ωθώντας τους βουλευτές να επανεξετάσουν το συγκεκριμένο νόμο και αποδεικνύοντας ότι η τέχνη –εκτός από τροφή της ψυχής– μπορεί να αποτελέσει και μέσο βελτίωσης των ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης καθώς επίσης και ορμητήριο ρηξικέλευθων και ουσιωδών αλλαγών. Επιπλέον, έχοντας κερδίσει και το βραβείο LUX (2009), οδεύει να σπάσει ένα ακόμα ανασταλτικό φραγμό στην ανθρώπινη συνεκτικότητα και συνδιαλλαγή, αυτόν της γλώσσας.

Επίκαιρη όσο ποτέ, μετά τα αιματοβαμμένα γεγονότα της Νορβηγίας, το Welcome αποτελεί εν μέρει και μια καθρεπτική αναπαράσταση της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας, όπου το λιμάνι-«ανθρώπινη αποθήκη» του Καλαί δίνει τη θέση του σε αυτό της Πάτρας και στα σύνορα του Έβρου, για να μας κάνει να αναλογιστούμε ότι παρόμοιες εκδοχές της ιστορίας όλοι έχουμε ακούσει, γνωρίσει, ή ακόμα και βιώσει.

Επιβιβαστείτε λοιπόν σε ένα ακόμα «τρένο της αξιοπρέπειας» ("train de la dignité"), όπως ονομάστηκε αυτό με το οποίο τον Απρίλιο του 2011 αποπειράθηκαν να ταξιδέψουν Τυνήσιοι μετανάστες και εκπρόσωποι οργανώσεων αλληλεγγύης από τη χώρα υποδοχής τους, την Ιταλία, με προορισμό την πολυπόθητη Γαλλία. Καλό ταξίδι…

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας