Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

The Guard (2011)


Υπάρχουν μερικές στιγμές στη ταινία οι οποίες θα σε κάνουν να γελάσεις, να χαμογελάσεις και τελικά να ευχαριστηθείς με την ψυχή σου τα ενενήντα έξι λεπτά αυτής της κωμικο-δραματικής ιστορίας. Μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται σε κάποια κωμόπολη της ιρλανδικής επαρχίας, με τους γκριζωπούς ουρανούς, τους περίεργους ανθρώπους, τις δολοφονικές ατάκες και τελικά, το αναπάντεχο έγκλημα το οποίο πηγαίνει αντίθετα στην ανυπαρξία όσων δεν συμβαίνουν σε ένα τέτοιο μικροκαμωμένο μέρος. Σε αυτό τον τόπο ζει και αναπνέει ο αστυνόμος Gerry, αποπνέοντας όμως την κακομουτσουνιά και την αγένεια του πενηντάρη που έμεινε μόνος στη ζωή, έχοντας τον χρόνο να την φιλοσοφήσει με την ησυχία του. Το φιλοσόφημα δεν θα το δεις, θα δεις όμως τα αποτελέσματά του.

Για τον Gerry (έξοχος ο Brendan Gleeson σε έναν ρόλο γραμμένο για την πάρτη του) ο κόσμος γύρω του μοιάζει να μην έχει και πολύ ενδιαφέρον και τίποτα δεν φαίνεται να τον εκπλήσσει πια, κάτι που γίνεται αντιληπτό από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας. Από εκεί και έπειτα και καθώς αναπτύσσεται η ιστορία, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτός ο χαρακτήρας ανήκει σε εκείνους τους περίεργους ανθρώπους που κάτω από την αδιάκοπα απρεπή συμπεριφορά τους, κρύβουν μια σπάνια ευγένεια, την οποία όμως χαρίζουν σε εκείνους τους ελάχιστους που την αξίζουν. Όχι την ευγένεια που βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε ως εικόνα γύρω μας, αλλά την ευγένεια ως ουσία και στη συνέχεια ως συναίσθημα. Κάπως έτσι ο Gerry γίνεται φίλος (δεν είναι τυχαίο που η σύζυγος ενός συναδέλφου τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα μετά από δύο μόλις τυπικές συναντήσεις).

Ίσως κάπου εκεί, στο μέσο περίπου της ιστορίας αντιλαμβάνεσαι ότι το ανθρωποκτονικό έγκλημα, οι μεγαλοαστικοί (αλλά όχι μεγαλοαστοί) δολοφόνοι, τα κλεμμένα ναρκωτικά και ο εκ της δύσεως πράκτορας, είναι σχεδόν δευτερεύουσας ουσίας, όχι όμως και δευτερεύουσας σημασίας. Διότι για τον writer-director McDonagh αυτή δεν είναι μια αστυνομική κωμωδία, ακόμα και αν επιφανειακά φαίνεται ως τέτοια. Είναι η απεικόνιση ενός ιδιαίτερου άντρα και η απελευθέρωσή του από τα δεσμά που τον κρατούν αιχμάλωτο.

Και τότε έρχεται η σκηνή στην προβλήτα να επιβεβαιώσει τις παραπάνω σκέψεις, με τον Gerry να επαληθεύει με τον καλύτερο τρόπο τον ρόλο που τού έδωσε η ζωή. Θαρρείς πως τώρα είναι η ευκαιρία την οποία αρπάζει για να αποκαλύψει στον κόσμο τον αληθινό εαυτό του και στη συνέχεια να χαθεί χωρίς ίχνη στο βαθύ μπλε του απέραντου ωκεανού (το οποίο, μεταξύ μας, ταιριάζει απόλυτα με το χαρακτηριστικό χρώμα της στολής του), αφήνοντας την μελαγχολία της καθημερινότητας για εμάς τους υπόλοιπους που μείναμε πίσω.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

The Best of 2010-2011. Οι καλύτερες ταινίες της σεζόν.

Η συγκεκριμένη ανάρτηση καθυστέρησε περίπου δύο μήνες. Οι ταινίες όμως παρέμειναν και θα παραμείνουν όσο υπάρχουν κινηματογραφόφιλοι να τις αναζητούν, να τις συζητάνε, να τις επικρίνουν και τελικά κάποιες να τις αγαπάνε. Δεν έχει σημασία η ημερομηνία, σημασία έχει η στιγμή. Ελπίζω με την παρακάτω λίστα να καλύπτω μια σεζόν από την οποία θα έχω τελικά πολλά να θυμάμαι. Η λίστα αφορά ταινίες που παίχτηκαν στις Ελληνικές αίθουσες από τέλη Αυγούστου ‘10 μέχρι τέλη Αυγούστου ’11 και όπως πάντα η σειρά είναι (σχεδόν) τυχαία…

20. Kak ya provel etim letom - Aleksey Popogrebskiy

Ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται διαφορετικά για τον καθένα από εμάς και αυτά που κουβαλάει μέσα του. Σ’ ένα απομονωμένο μετεωρολογικό σταθμό στην παγωμένη Αρκτική, οι δύο πρωταγωνιστές εξαναγκάζονται να μοιραστούν τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής, η οποία δείχνει εδώ με διαφορετικό τρόπο στο κάθε άντρα το άγριο πρόσωπό της. Ένας ολόκληρος χειμώνας απλωμένος σε μονάχα δυο ψυχές.

19. The Ward - John Carpenter

Είναι σαν να συναντάς έναν φίλο που έχετε καιρό να βρεθείτε. Έχετε να πείτε αρκετά αλλά κυρίως να θυμηθείτε τις στιγμές που σας ενώνουν. Κάπως έτσι, Ο Θάλαμος του τρόμου μεταμορφώνεται σε δωμάτιο αντάμωσης. Φυσικά και έχει ελαττώματα. Όμως από αυτά έχουμε όλοι. Και μη βιαστείς να κρίνεις την θέση του σε αυτή την λίστα και το είδος που υπηρετεί, αν δεν ήταν αυτό, θα διάβαζες για το Insidious τώρα.

18. Nord - Rune Denstad Langlo

Οι περισσότεροι μάλλον το προσπέρασαν, αλλά το παγωμένο αυτό διαμαντάκι του Νορβηγού έχει καταφέρει να ζεστάνει αρκετές μοναχικές καρδιές που είχαν την τύχη να βρεθούν κοντά του. Στο ταξίδι προς την αρχέγονα χιονισμένη Tomak Valley του Νορβηγικού Trondheim, ο τριαντάρης Jomar έχει την ικανότητα να μιλάει μόνο σε εκείνους που είναι διατεθειμένοι να τον ακούσουν. Και αυτό τελικά, είναι περισσότερο προσόν παρά μειονέκτημα.

17. Copie conforme - Abbas Kiarostami

Ποιο είναι το αληθινό, ποιο το πρωτότυπο και ποιο το αντίγραφο; Αν στην τέχνη μπορούν να υπάρξουν συγκεκριμένοι ορισμοί, στον έρωτα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Όταν ένας άνθρωπος προσπαθεί να ξαναγίνει αυτό που ήταν κάποτε, η αλήθεια της πραγματικότητας δεν αργεί να έρθει στην επιφάνεια. Νομίζω πως το μήνυμα του Kiarostami είναι ξεκάθαρο. Τα συναισθήματα δεν αντιγράφονται. Είτε συντηρούνται είτε χάνονται για πάντα στο πέρασμα του χρόνου.

16. You Will Meet a Tall Dark Stranger - Woody Allen

Δεν είναι θέμα πίστης, αλλά αγάπης. Πραγματικής αγάπης. Ο Woody Allen αγαπάει να μιλάει για τους ανθρώπους, όπως ακριβώς αυτοί είναι. Χαμένοι στην ανασφάλεια, τα πιστεύω, τα πάθη και τις επιθυμίες τους. Κυρίως τις επιθυμίες που δύσκολα πραγματοποιούνται. Και που κάθε μια από αυτές έχει και το δικό της τίμημα. Αυτό το φιλί στο αυτοκίνητο που δεν δόθηκε ποτέ, ακόμα το θυμάμαι.

15. Incendies - Denis Villeneuve

Μια μητέρα χάνεται αφήνοντας ως μοναδική κληρονομιά στα δυο παιδία της ένα μυστήριο γράμμα. Ένα γράμμα όπου τους καλεί να ταξιδέψουν στα πιο περίεργα και επικίνδυνα μέρη της γης με σκοπό να ανακαλύψουν τις βαθύτερες ρίζες μιας αλήθειας που τούς κράτησε κρυφή. Βασισμένο σε ένα μικρό θεατρικό του Wajdi Mouawad, η ταινία του Καναδού Villeneuve παρουσιάζει μια ιστορία αναζήτησης της ταυτότητας η οποία μέσα από τις αρχαιοελληνικά τραγικές προεκτάσεις της, καταλήγει σε ένα φινάλε που θα ζήλευαν οι περισσότεροι σεναριογράφοι σήμερα.

14. Carlos - Olivier Assayas

Τρομοκράτης για κάποιους, επαναστάτης για κάποιους άλλους, ο Carlos έχει γράψει το δικό του κεφάλαιο στο βιβλίο της ιστορίας, κατέχοντας χίλιους ακόμα χαρακτηρισμούς για όσους αρέσκονται στο να χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Για τον Assayas παραμένει μια εξέχουσα φυσιογνωμία πάνω στην οποία χτίζει ένα μυθοπλαστικό / βιογραφικό ντοκουμέντο, χαρίζοντας σε όλους εμάς μια σπάνια κινηματογραφική εμπειρία. Αναζητείστε την πλήρη έκδοση.

13. The Kings Speech - Tom Hooper

Κάθε ηγέτης πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από τον άνθρωπο που δίνει τα προστάγματα. Πρέπει να είναι εκείνος πάνω στον οποίο ο λαός θα τοποθετήσει την ελπίδα και την πίστη για το δύσκολο αύριο που έρχεται. Όποιο και αν είναι αυτό. Η ταινία του Hooper ξεπερνάει την εποχή της και τα πορτραίτα τα οποία παρουσιάζει, δίνοντας την δυνατότητα σε κάθε θεατή να κάνει την σύγκριση. Και φυσικά να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

12. True Grit - Ethan Coen, Joel Coen

Ο αγέραστος Jeff Bridges και η μικροκαμωμένη Hailee Steinfeld δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους αλλά και την ευκαιρία στους ακούραστους αδερφούς να δημιουργήσουν ένα από τα καλύτερα ανακατασκευάσματα του σύγχρονου Hollywood. Ένα ανακατασκεύασμα επικηρυγμένων, αλογατάρηδων, ξεπεσμένων ηρώων και ασυγχώρητων θρύλων που έμελε να ξεχαστούν απ’ τους ανθρώπους γύρω τους. Όχι όμως και από την κινηματογραφική ιστορία.

11. Des hommes et des dieux - Xavier Beauvois

Μπορείς να κατηγορήσεις τον Beauvois για τους αργούς ρυθμούς, τον κατηχητικό ηρωισμό και την έλλειψη επιφανειακής πλοκής. Εγώ προτιμώ να κοιτάω τους μοναχούς πρωταγωνιστές ως ανθρώπους πιστούς στις αξίες και τα πιστεύω τα οποία τους διαμόρφωσαν σε αυτό που είναι σήμερα. Άνθρωποι ευάλωτοι στη θέα του θανάτου που τους απειλεί, εύθραυστα σύμβολα όμως υπεράνω θρησκειών, σε μια ταινία αφιερωμένη σε οποιαδήποτε μορφή πίστης μπορεί να οδηγεί τους οποιουσδήποτε πιστούς αυτού του κόσμου.

10. Hereafter - Clint Eastwood

Ίσως να το χαρακτηρίσεις ως ένα φιλμ το οποίο σε κοιτάει αλλά δεν μπορεί να σε αγγίξει. Και εκεί ακριβώς θα έχεις κάνει λάθος. Το Hereafter μπορεί να σε αγγίξει με έναν αόρατο τρόπο που σπάνια συναντάς στον κινηματογράφο. Γι αυτό και το αντιλαμβάνεσαι δύσκολα. Όπως δύσκολα αντιλαμβάνεσαι αυτό που ίσως υπάρχει μετά (after) όσο βρίσκεσαι από την πλευρά την δική μας (here). Πριν φτάσεις όμως εκεί, πρέπει να ζήσεις εδώ. Τώρα.

9. Somewhere - Sofia Coppola

Ένας άντρας θαμμένος κάτω από τόνους μοναξιάς προσπαθεί να αναπνεύσει, πασχίζει να βρει το οξυγόνο που υπάρχει γύρω του, μήπως και καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή. Όχι αυτή που επέλεξε αλλά αυτή που άφησε πίσω του. Αυτός ο άντρας αναπνέει ξανά, μοναχά τις λίγες στιγμές που μοιράζεται με την εντεκάχρονη κόρη του. Αυτή που θα του δώσει το θάρρος να βαδίσει μακριά απ’ τον κενό του μικρόκοσμο, προς στο απέραντο άγνωστο.

8. Inception - Christopher Nolan

Πολλαπλά επίπεδα και πολλαπλές πραγματικότητες σε μια ταινία που παίζει με τα όνειρα που βλέπουμε, τα όνειρα που θέλουμε να πραγματοποιηθούν και τα όνειρα που δεν είδαμε ποτέ, όσο και αν προσπαθήσαμε. Ο Nolan τελικά αποδεικνύει την κινηματογραφική του μαεστρία παντρεύοντας το ακριβοπληρωμένο οφθαλμόλουτρο με την κινηματογραφική ποιότητα σε μια ταινία που δύσκολα το Hollywood θα καταφέρει να ξεπεράσει.

7. Another year - Mike Leigh

Ο Mike Leigh είναι μεγάλος μαέστρος. Παίρνει ένα υγιές ζευγάρι (Tom και Gerry) και τους τοποθετεί στο κέντρο ενός κύκλου αποτελούμενου από χαρακτήρες που δεν ήταν αλλά έγιναν προβληματικοί με την πάροδο των χρόνων. Και που παραμένουν έτσι, μπερδεμένοι και χαμένοι στη μοναξιά τους με κάθε νέο χρόνο που έρχεται και φεύγει. Σε αυτή την ταινία, κάποιοι κοίταξαν αυτό που έχουν, κάποιοι αδιαφόρησαν κάποιοι άλλοι είδαν αυτό που φοβούνται περισσότερο στη ζωή.

6. Black Swan - Darren Aronofsky

Η ψυχορραγούσα μπαλαρίνα, η διάσημη μουσική του Tchaikovsky και ο ιδιοφυής σκηνοθέτης, εναρμονισμένα όλα μαζί, συντελούν τα θεμέλια ενός χορευτικού φιλοσοφήματος, αποδεικνύοντας ότι για να φτάσεις στην ποθητή τελειότητα πρέπει πρώτα να σκοτώσεις ό,τι προϋπήρχε μέχρι τώρα μέσα σου . Θεωρώ ότι και ο ίδιος ο Aronofsky βρίσκεται κοντά στον ίδιο στόχο. Κάποια στιγμή στο μέλλον, θα χτυπήσει κορυφή.

5. Film socialism - Jean-Luc Godard

Μόνο ένας αληθινός καλλιτέχνης θα παρουσίαζε τον κόσμο γύρω μας με αυτό τον τρόπο. Clarity through obscurity, με την ταπεινότητα, την χαμηλή φωνή και την στωικότητα ενός σκηνοθέτη που δεν χωράει στα στενά όρια της τυπικής μορφής κινηματογράφισης. Χρειάζεται θάρρος για να μπορέσεις να σκεφτείς μας λέει. Γεμάτη εικόνες, ομορφιά και ακατέργαστη δύναμη, την ταινία αυτή πρέπει να την παρακολουθήσεις με κομμένη την ανάσα για να μπορέσεις να αναρωτηθείς αν θα μπορέσει ποτέ η ελευθερία να μας υποδεχτεί.

4. A Torinói ló - Béla Tarr

Οι περισσότεροι δεν το κοίταξαν καν. Αυτή μάλλον είναι και η μοίρα του Bela Tarr. Καταδικασμένος να δημιουργεί σινεμά για λίγους. Που όμως μέσα από τις μακρόσυρτες σιωπές του μιλάει για όλους εμάς, όπως ακριβώς είμαστε. Άνθρωποι καταδικασμένοι να ζήσουμε και να πεθάνουμε χωρίς ποτέ να μάθουμε το γιατί. Χωρίς να καταλάβουμε ούτε για μια στιγμή την γκρίζα πραγματικότητα που μας περιβάλει και με την οποία πρέπει να αναμετρηθούμε.

3. Tree of Life - Terrence Malick

Δεν έχει σημασία που οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν το Δέντρο της Ζωής. Σημασία έχει πως το Δέντρο καταλαβαίνει τους ανθρώπους. Για τον Malick ο κινηματογράφος είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που έχει ορίσει ο περισσότερος κόσμος. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο θα ζωγραφίσει τα αριστουργήματά του, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τα μυστήρια του σύμπαντος, της ζωής και τελικά της ψυχής μας. Ίσως αν κοιτάξουμε προσεκτικά μπορέσουμε κάποτε και επικοινωνήσουμε μαζί του. Διότι όσο το κοιτάς, τόσο σε απορροφάει. Και όσο βυθίζεσαι μέσα του, τόσο μεταλλάσσεσαι, αναζητώντας το αντίθετο σε όλο αυτό το χάος που υπάρχει τριγύρω μας.

2. Attenberg - Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη

Κάποιοι το μίσησαν, κάποιοι το λάτρεψαν και κάποιοι άλλοι που μάλλον δεν κατάλαβαν και πολλά, αποφάσισαν να το στείλουν να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα. Χρόνια τώρα, ο ελληνικός κινηματογράφος είναι δύσκολο πράγμα για να ασχοληθείς. Εδώ όμως υπάρχει ένα κορίτσι το οποίο πέρα από τον προφανή αναζητητικό του χαρακτήρα, θυμίζει κάτι από/σε όλους μας. Και μπορεί κάποιοι να μην έχουν φτάσει ακόμα εκεί, όταν όμως βρεθούνε ελπίζω να έχουν την ευκαιρία να κοιτάξουν ξανά.

1. The American - Anton Corbijn

Μπορείς να κοιτάξεις αλλά δεν μπορείς να αγγίξεις. Μπορείς να αισθανθείς αλλά θα είναι μόνο για λίγο. Κάπου εκεί, λίγο πιο έξω από τις πύλες του παραδείσου, σού επιφυλάσσεται μια έκπληξη. The closer you get to the meaning, the sooner you know that you’re dreaming φίλε μου. Μπορεί να έμοιαζε με την ευκαιρία που πάντα έψαχνες αλλά μη γελιέσαι, δεν είναι αυτό που θα μπορέσεις να έχεις. Είναι αυτό που δεν θα μπορέσεις να έχεις ποτέ. Η επιλογή δεν θα είναι ποτέ δική μας αλλά πάντοτε δική Του.


Καλό χειμώνα εύχομαι σε όλους και καλές προβολές για τη νέα σεζόν ο οποία ήδη προκαλεί συγκινήσεις…

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Cat on a Hot Tin Roof (1958)


"Οικογένεια: Ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με δεσμούς αίματος και συνήθως κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη, (συνεκδ.) σπίτι καλής κοινωνικής τάξης, τίμιο και ευηπόληπτο: παιδί από οικογένεια." (Ελληνικό Λεξικό-Τεγόπουλος, Φυτράκης).

Αυτοί οι δεσμοί αίματος που συνθέτουν την οικογενειακή εστία, άλλοτε μπορούν να περιγράψουν ένα σκηνικό σαν αυτό της Μελωδίας της Ευτυχίας και άλλοτε να καταφύγουν σε ένα πνιγηρό και υποκριτικό λαγούμι, όπου τα μέλη της οικογένειας επιβιώνουν σκίζοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου.

Μια τυπικά συντηρητική οικογένεια του Νότου, γίνεται για άλλη μια φορά ο βασικός καμβάς του θεατρικού συγγραφέα, με τον αιχμηρά ρεαλιστικό λόγο, Tennessee Williams. Χρωματίζοντάς την με τα πλέον μελανά χρώματα, προσδίδει περισσότερο από ποτέ στο έργο του στοιχεία της προσωπικής του ζωής, όπως ο αλκοολισμός, οι ψυχικές νευρώσεις και η ομοφυλοφυλία. Η κινηματογραφική μεταφορά του βραβευμένου με Πούλιτζερ (1955) κειμένου, από τον Richard Brooks, διατηρεί τα δομικά στοιχεία της θεατρικής παράστασης, χρησιμοποιώντας ως σκηνικό την επιβλητική έπαυλη ενός μεγαλοκτηματία του Μισισιπή, ενώ κτίζει την πλοκή πάνω στις ορμητικές ή ζωώδεις ερμηνείες των ηθοποιών, οι οποίες αρχικά εκδηλώνονται με μια σιωπηλή δυναμική για να μεταμορφωθούν στη συνέχεια σε εκρηκτικά εκκωφαντικές κραυγές βαρυσήμαντων μηνυμάτων.

Η ταινία μπορεί από τη μια να απογοήτευσε το θεατρικό δημιουργό της, ο οποίος την κατέκρινε, λόγω των λογοκριμένων κομματιών του έργου του, από το ηθικά επίπλαστο Χόλιγουντ για να κερδίσει την πολυπόθητη μεγάλη εμπορική επιτυχία (παράλληλα με τις έξι υποψηφιότητες για όσκαρ), από την άλλη όμως δε διστάζει να μας υποβάλλει σε ένα νοσηρό οικογενειακό παιχνίδι, υπογραμμίζοντας την υποκρισία και την ματαιότητα όσων θεσμών, η τυπική αμερικανική κοινωνία θεωρούσε άμεμπτων, δηλαδή, της καλής κοινωνίας, της «ανέγγιχτης» εκκλησίας και των υπόδουλα άβουλων τοπικών αρχών.

Στο κήπο της έπαυλης, σε ένα υπνοδωμάτιο, στο καθιστικό και στο υπόγειο, κινούνται άλλοτε θορυβωδώς, άλλοτε συνωμοτικά και άλλοτε νευρικά, τα μέλη αυτής της οικογενειακής τραγωδίας. Την πατριαρχική φιγούρα, καταλαμβάνει σαρωτικά, ο Big Daddy, (Burl Ives), ο οποίος θεωρώντας ότι έχει ξεπεράσει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, επιστρέφει,για να νουθετήσει τον άσωτο υιό του και να επιβάλλει για άλλη μια φορά την αδιαμφισβήτητη ισχύ του στο οικογενειακό περιβάλλον που μοιάζει να τον θρηνεί ήδη. Δίπλα του, με ένα σχεδόν μόνιμα παγωμένο χαμόγελο, η πιστή του σύζηγος (Judith Anderson), η οποία τον ακολουθεί προσπαθώντας να τακτοποιήσει, τα τσαλακωμένα σημάδια της οικογενειακής αυτής εστίας.

Κάτω από την τιτάνια σκιά αυτής της πατρικής φιγούρας, παραπαίουν οι δυο γιοι με τις οικογένειες τους. Από τη μια ο πρωτότοκος (Jack Carson), ο οποίος διψώντας για την πατρική αναγνώριση και αγάπη, αποφασίζει να καθυποτάξει, όλες τις προσωπικές του επιθυμίες και να εναρμονιστεί εν τέλει με το ρόλο του «καλού και υπάκουου» παιδιού, το οποίο όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν θα γευτεί τα ψήγματα αγάπης που αποζητά, θα αφεθεί στο ανελέητο κυνήγι της οικογενειακής περιουσίας, έχοντας ως αρωγούς και συμπολεμιστές του, μια νευρωτικά τυπική σύζυγο (Madeleine Sherwood) και την τρομαχτική στρατιά των κακομαθημένων παιδιών του.

Από την άλλη συναντάμε το αδιαμφισβήτητο alter ego του στο δευτερότοκο γιό της οικογένειας (Paul Newman), ο οποίος αναζητώντας τρόπους να διαφύγει από το απόλυτα μανιακό και καταθλιπτικό οικογενειακό περιβάλλον, αναζητά καταφύγιο κάθε φορά σε διαφορετικούς ρόλους. Αρχικά ως αθλητής, στις ιαχές ενός απρόσωπου κοινού, στη συνέχεια σε μια φιλία-δεκανίκι και αργότερα στον πνιγηρό πάτο του αλκοολισμού. Δίπλα του, επέλεξε να σέρνει μια πραγματικά «λυσσασμένη γάτα», τη γυναίκα του (Elizabeth Taylor), η οποία προκειμένου να ξεφύγει από το σκοτεινό παρελθόν της φτώχειας και όντας έρμαιο του ερωτικού πόθου της για το όμορφο είδωλο του, ακονίζει τα νύχια της και μαίνεται στο κλειστοφοβικό κλουβί που η ίδια δημιούργησε.

Ακριβώς σε αυτή την κρίσιμη καμπή, αυτοί οι χαρακτήρες, άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε εξαναγκασμένοι, θα παραμερίσουν στην άκρη τα προσωπεία στα οποία ήταν κρυμμένοι τόσο καιρό και θα αποκαλύψουν μια γλυκόπικρη και συνάμα καθαρτική αλήθεια, που θα λειτουργήσει καταλυτικά στις σχέσεις και θα βροντοφωνάξει τις ανείπωτες επιθυμίες που είχαν κρυμμένες μέσα τους. Ο πατέρας για μία και μοναδική φορά θα καταφέρει να αντικρίσει τα απέραντα «θλιμμένα» παιδιά του και θα παραδεχτεί ότι μια οικονομική αυτοκρατορία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συναισθηματική στοργή που τους αποστέρησε, απαλύνοντας την κενότητα και την πλαστότητα που είχε δημιουργηθεί σε αυτόν τον πνιγηρό οικογενειακό κλοιό.

Μέσα από τα ουρλιαχτά, τις σκιώδεις φιγούρες, τα βογκητά του πόνου και τους κρυμμένους ανθρώπους πίσω από τις πόρτες, θα δοθεί εν τέλει ένα ανεπαίσθητο ψήγμα αισιοδοξίας, καθώς οι αλυσίδες που μπορεί να περίκλειαν ασφυκτικά τα μέλη μιας οικογένειας, μπορούν να χαθούν, μετά από μια δυνατή νεροποντή πυρετωδών αποκαλύψεων και ορμητικών εξομολογήσεων.

Κατερίνα Λυτριάνη

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Moon (2009)


Για αρκετούς κινηματογραφόφιλους το σινεμά του φανταστικού είναι κάτι παραπάνω από ένα κινηματογραφικό είδος. Είναι το μέρος όπου το μυαλό ξεδιπλώνεται, η φαντασία ταξιδεύει, και καινούριες εικόνες δημιουργούνται από το πουθενά (ή καλύτερα, όχι από τον δικό μας πλανήτη), προς ευχαρίστηση αλλά και ως πνευματική τροφή κάθε ανικανοποίητης από τον κόσμο που ζούμε, συνείδησης. Μιας συνείδησης η οποία ψάχνει και ψάχνεται (ανα)μέσα σε κόσμους μακρινούς, εικόνες που λειτουργούν ως συμπαντόπλοια με προορισμό άγνωστους τόπους, άλλοτε με έντονους χρωματισμούς και άλλοτε όχι και τόσο φωτισμένους, έτοιμους όμως να εξερευνηθούν μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό τους. Για όλες αυτές τις ταξιδιάρες ψυχές, το είδος της επιστημονικής φαντασίας τα τελευταία χρόνια μοιάζει να νοσεί. Ελάχιστα τα αξιόλογα δείγματα Fountain-ικής αριστοτεχνίας, ελάχιστοι και οι αξιόλογοι δημιουργοί που δεν αρκούνται στα εφετζίδικα τερτίπια της υψηλής τεχνολογίας.

Έχοντας σαν αφετηρία μια φανταστικά σεληνιασμένη ιστορία και έναν μικροσκοπικό προϋπολογισμό για την μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη , η ταινία του Jones τοποθετείται στην πιο Dark Side of the Moon συνοικία του ηλιακού μας συστήματος, ένα μέρος που φωτίζεται πλήρως μοναχά για μια ημέρα τον μήνα, αφήνοντας την φαντασία των περισσοτέρων από εμάς να καλπάζει τις υπόλοιπες είκοσι εννέα για το τι μπορεί να υπάρχει εκεί πάνω. Ο Sam Bell, ως μοναδικός (γι’ αυτό και μοναχικός) κάτοικος του κοντινότερου πλανήτη μας , εξυπηρετεί τα συμφέρονται εκείνων που κατάφεραν όχι μόνο να φτάσουν στο φεγγάρι αλλά παράλληλα να το κατοικήσουν (έστω και αν αυτή η κατοικία είναι προνόμιο του ενός). Εκείνων που κατάφεραν να το εκμεταλλευτούν ως πηγή ενέργειας προς συμφέρον των υπολοίπων από εμάς που έχουν μείνει «πίσω» για σφοδρή κατανάλωση.

Στο σύνολό του το Moon μοιάζει περίεργο. Περίεργο να εξερευνήσει καινούριους ορίζοντες, καινούριες ανθρώπινες συμπεριφορές, καινούριες επιφάνειες κρυμμένες από το φως του ήλιου. Υπό αυτό το πρίσμα, το πρώτο του μισό αφιερώνεται στην αναζήτηση. Μια αναζήτηση η οποία φέρνει μια επιφανειακά solariκή ανάμνηση, η οποία επικοινωνεί μέσω ενός χωροχρονικού δορυφόρου με τον HAL 9000, και που μέσα από μια ασαφή πραγματικότητα προσπαθεί να φιλοσοφήσει επάνω στην αλά K-Pax αβεβαιότητα της (ανθρώπινης) ύπαρξης. Και τα καταφέρνει αρκετά καλά, χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, με μια διαυγή τιμιότητα που σπανίζει από τέτοιου είδους ταινίες στις μέρες μας.

Στο δεύτερο μισό το Moon σταματάει να αναζητά και ξεκινά να απαιτεί. Απαιτεί πρώτα απ’ όλα την ανεξαρτησία του Sam Bell ο οποίος ως εσώκλειστος του διαστημικού σταθμού, προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του περιορισμού του. Κάπου εκεί ξεκινάει και μια μικρή πτώση της ταινίας με τον σκηνοθέτη να βαδίζει στον εύκολο δρόμο. Διότι αντί να φιλοσοφεί επάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη δημιουργώντας ερωτήματα, προβληματισμούς αλλά ταυτόχρονα και ταυτότητα, επιλέγει να αγωνίζεται να αποδράσει από έναν πλανήτη που τελικά μοιάζει φυλακή. Μέσα από την σεναριακή αυτή απλότητα, ο θεατής καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην εξόντωση του σφάλματος και την ελευθερία μιας ζωής που δεν έπρεπε να υπάρχει, με τον Jones να απλώνει το δάχτυλο προς τη δεύτερη κατεύθυνση.

Ακόμα και έτσι όμως το Moon υπερτερεί. Αφήνει έτη φωτός πίσω του τις συνήθεις χολιγουντιανές αντιλήψεις φαντασιόπληκτων διεκπεραιωτών και αποκαλύπτει έναν σκηνοθέτη γεμάτο ιδέες, κέφι και διάθεση για δημιουργία, ο οποίος μοιάζει έτοιμος να διεκδικήσει την προσοχή μας στο (όχι και τόσο μακρινό) μέλλον. Αρκεί να συνεχίσει να κοιτάει με μια περήφανη περιέργεια τα μακρινά αστέρια του σκοτεινού ουρανού, έχοντας παράλληλα την θέληση να ταξιδέψει πιο μακριά απ’ το φεγγάρι.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Vertigo (1958) - Σκέψεις εν μέσω Δίνης


Το ανθρώπινο είδος υπήρξε πάντοτε μοναδικά παράξενο και μοναχικό στο παιχνίδι της πάλης με του νου του. Με το μυαλό μας είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε πλανήτες και κόσμους ολόκληρους που είτε τους υπηρετούμε στην πραγματικότητα ή τους αφήνουμε να διαδραματίζονται παράλληλα σε ένα ονειρικό επίπεδο.

Το ανθρώπινο μυαλό έχει τη δύναμη να αναδείξει τις ικανότητές, τα ταλέντα και την προσωπικότητά, από την άλλη όμως έχει την ικανότητα να ιχνογραφεί ψυχώσεις, αδυναμίες, φαντασιώσεις και απαγορευμένες ιδέες που ενυπάρχουν στην υπο-συνείδηση όλων μας.

Με το Vertigo, ο Hitchcock όρμησε για άλλη μια φορά στη δίνη του ανθρώπινου μυαλού από την καρέκλα της ψυχανάλυσης. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε στο ιδιοφυές συγγραφικό δίδυμο των Boileau και Narcejac, που είχε δώσει δείγματα γραφής από το “Les Diaboliques” του Clouzot, για να γράψουν στη συνέχεια το “D' entres les morts”, περιμένοντας να το δραματοποιήσει στην οθόνη ο μάστορας του σασπένς. Η ιστορία που θα ξετυλίξει μοιάζει με ένα αρρωστημένο παραμύθι που ενέχει μέσα του φοβίες, σκοτεινά μυστικά, φαντάσματα, θάνατο, αγάπη, τρέλα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί έναν αλληγορικό (συμβολικό;) καθρέπτη απέναντι στους ήρωες του, θέλοντας να φωτίσει με έντονα και εναλλασσομενα χρώματα, τις πολλές διαστάσεις που κατέχει η πραγματικότητα...

Ο κεντρικός ήρωας (James Stewart) παρουσιάζεται ως ένας σκληροτράχηλος αστυνομικός, ο οποίος στην αντίθετη όψη του καθρέπτη είναι ένας αδύναμος άνθρωπος που λυγίζει ξαφνικά και αναίτια από μια έντονη ακροφοβία. Μπροστά σε αυτό το σκόπελο νιώθει ανήμπορος και αποφασίζει να προσαρμόσει τη ζωή του, και να συμπορευτεί με τους φόβους και τα ενοχικά του σύνδρομα, με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, πιο νωχελικά, άεργα και ανούσια....

Εν μέσω αυτής της καινούργιας κατάστασης θα κληθεί να βοηθήσει έναν παλιό φίλο που του ζητά να παρακολουθήσει την ευαίσθητα διαταραγμένη γυναίκα του, η οποία μπορεί να είναι τρελή ή δαιμονισμένη ή κάτι άλλο που απλά πρέπει να προσδιοριστεί .

Ο ήρωας αρχίζει να αγνοεί τη δική του νεύρωση και να βυθίζεται όλο και περισσότερο στο κυνήγι μιας άλλης ψύχωσης, πιο δυνατής από την πραγματικότητα που ζούσε μέχρι τώρα. Μέσα στη μοναχικότητά του ειδωλοποιεί αυτή τη γυναίκα και την ανυψώνει σε κάτι ανώτερο από έναν απλό ερωτικό πόθο, σε μια «ιδέα», την οποία πρέπει, να κατανοήσει, να αγγίξει και να ασπαστεί. Μέσα στο μυαλό του έχει ήδη κατασκευάσει έναν άλλο ονειρικό κόσμο, όπου σαν άλλον έρως θα ενωθεί με την ψυχή του.
Ανώφελα λοιπόν, εισχωρεί στο φαντασιακό του παιχνίδι, όπου θεωρεί ότι έχει τη δύναμη να τιθασεύσει το νοητικό του δημιούργημα το οποίο όμως θα του ξεγλιστρήσει, φέρνοντας για άλλη μια φορά στην επιφάνεια την νεύρωση του....

Για να του δοθεί, έπειτα, μια δεύτερη ευκαιρία να δημιουργήσει για άλλη μια φορά τον ονειρικά φαντασιακό του κόσμο, πλάθοντας, σαν γλύπτης, πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, το προσωπείο της γυναίκας, που λατρεύει. Είναι μια βάναυση και ψυχικά σαρωτική αγάπη, που αγνοώντας τον άνθρωπο που έχει απέναντι του, τον κακοποιεί ψυχολογικά, προκειμένου να ενωθεί με το φαντασιακό του πρότυπο.

Στο προσκήνιο της ταινίας παρακολουθούμε και δυο διαφορετικούς τύπους γυναικών. Η αιώνια «φίλη» του ήρωα μας, (Barbara bel Geddes),η οποία απ' τη μια εκφράζει την αίσθηση της λογικής και του ρεαλισμού, εκπροσωπώντας μια σύγχρονη, εργαζόμενη γυναίκα, ενώ από την άλλη έχει αφεθεί στο ρόλο της παλιάς αγαπημένης, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα καταφέρει να αποκτήσει ξανά τα πρωτεία στην καρδιά του ήρωα. Και η πρωταγωνίστρια, (Kim Novak) η οποία παίρνει τόσους διαφορετικούς ρόλους και φορά τόσες μάσκες, που ο καθένας καλείται να διαλέξει αυτή που της ταιριάζει περισσότερο. Είναι η κομψή αριστοκρατική σύζυγος, η ψυχικά βασανισμένη και εύθραυστη καλλονή, η απόλυτα ερωτευμένη γυναίκα, η φτωχή απατεώνισσα.

Ο σκηνοθέτης πλάθει αρχικά ένα μυστηριακό ονειρικό κόσμο και στη συνέχεια μας προσγειώνει απότομα στην πεζή και ειρωνική πραγματικότητα, όπου όλες οι ενέργειες εξηγούνται μέσα από τα σκοτεινά πλέγματα του ασυνείδητου, τα ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα και τις νευρωτικές φαντασιώσεις...

Οι ήρωες μας είναι άτομα κατά βάσιν μοναχικά, ίσως θλιμμένα, από τη σκληρή πραγματικότητα, χωρίς να έχουν πάντα ηθικότητα στα κίνητρα τους και τα οποία ενεργούν παρορμητικά, ελκύοντας ο ένας τον άλλον, άλλοτε μέσα από το πέπλο του ανεξήγητου, άλλοτε μέσα από την κατασκευασμένη διάσταση του κόσμου, άλλοτε από τα αισθήματά τους και άλλοτε από τους ονειρικούς κόσμους που έχουν κατασκευάσει στο μυαλό τους για καταφύγιο.

Το τέλος σε όλο αυτό το κόκκινο μύθευμα θα δώσει η ίδια η «μοίρα» αποκαθιστώντας την ομίχλη που είχαν δημιουργήσει οι σκιώδεις νευρώσεις και οι ανείπωτες αλήθειες με αυτή της καθαρτικής λύτρωσης....

Οι θεατές από την αρχή ως το τέλος κυνηγούν μαζί με τους χαρακτήρες του έργου την άγνωστη χίμαιρα, ζαλίζονται στην ιλιγγιώδη δίνη των αχαρτογράφητων φαντασιώσεων τους, απορούν, συμπάσχουν, κρίνουν και κατανοούν την πικρή αδυναμία του ανθρώπινου είδους...

Πάνω απ’ όλα μας υπενθυμίζει ότι σαν άνθρωποι στέκουμε αμήχανοι στον αέναο κύκλο της φύσης, μικροί και ανήμποροι να εξηγήσουμε τα ίχνη, τις αιτίες και τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Ίσως εν τέλει τα μόνα σημάδια που αφήνουμε είναι οι μικρές ακίδες στον κορμό ενός αιωνόβιου δέντρου….

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας