Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Hugo (2011)

“Thank you for the movie today. It was a gift.” - Hugo’s Isabelle


Στα μάτια του μικροκαμωμένου Hugo Cabret θα αναγνωρίσεις μια εύθραυστη σιωπή έτοιμη να εκραγεί. Μια σιωπή η οποία σπάει την στιγμή της προσωπικής εξομολόγησης, μαρτυρώντας αλήθειες που μένουν ακατανόητες και ερωτήματα που μένουν για πάντα αναπάντητα. Το μικρό αγόρι που έβλεπε τα τρένα να περνούν χωρίς να νιώσει ούτε για μια στιγμή την ανάγκη να ανέβει σε κάποιο από αυτά, θα μαρτυρήσει το πάθος του για τις εικόνες, δίνοντας την ευκαιρία στον Scorsese να μαρτυρήσει με την σειρά του ένα ανάλογο  πάθος για το όνειρο. Ένα όνειρο που δεν σταματά ποτέ να αναπνέει, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του άλλου ρομαντικού ονειροπόλου της εποχής (και του σινεμά) μας, Woody Allen. Τον λόγο που και οι δύο ταυτόχρονα επέλεξαν να κάνουν την εξομολόγησή τους στους διάσημους δρόμους του πολύχρωμου Παρισιού δεν τον γνωρίζω, γνωρίζω όμως ότι η γαλλική αυτή πόλη έχει την δύναμη να ρίξει τις αχτίδες του απέραντου φωτός της στα πιο παθιασμένα και προσωπικά συναισθήματα των ανθρώπων (της).

Από τους μεταλλικούς ήχους του σιδηροδρομικού σταθμού μέχρι το λυτρωτικά μαγικό   χειροκρότημα του φινάλε, το Hugo είναι γεμάτο από το ανεξάλειπτο πάθος του δημιουργού του για τις εικόνες. Εικόνες που σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια, ταξιδεύουν από την εποχή που ζούμε, πίσω στα χρόνια που γεννήθηκε το σινεμά και από εκεί αφήνονται ελεύθερες στα πέρατα του σύμπαντος, αναζητώντας την περιπέτεια. Εικόνες που κινούνται γεμάτες αυθορμητισμό, έρχονται με φόρα προς το μέρος μας, διαπερνούν τα μάτια και καρφώνονται για πάντα στο μυαλό, όπως ακριβώς και ο ασπρόμαυρος πύραυλος στην πασίγνωστη ταινία του Méliès. Οι ίδιες εικόνες που έχουν την δύναμη να φτάσουν σε εκείνους που τις αναζητούν, βγαλμένες από έναν κόσμο που πολλές φορές μπορεί να μην είναι αληθινός, είναι όμως ολόκληρος δικός τους. Και αν κάποιες απ’ αυτές δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, τότε γίνονται τέχνη.

Θυμάμαι παλιότερα που έλεγαν ότι η τέχνη τρέφει τα όνειρα και εκείνα τους ανθρώπους. Και ξέρεις, τα όνειρα δεν χωράνε ούτε σε δύο, ούτε σε τρεις διστάσεις. Ούτε απειλούνται από τον φθοροποιό χρόνο που θέλει τα πάντα να πεθαίνουν. Μονάχα ενισχύονται, μέχρι να έρθει η στιγμή να πραγματοποιηθούν, αλλιώς δεν θα έπρεπε να λέγονται όνειρα. Το Hugo μοιάζει να είναι το από καρδιάς δώρο ενός αμετανόητου κινηματογραφόφιλου προς όλους τους υπόλοιπους. Και μεταξύ μας, αν δεν σου αρέσει αυτή η ταινία, τότε λάθος άνθρωπο διαβάζεις. Διότι το Hugo είναι φτιαγμένο ώστε να το αισθάνεσαι σε κάθε σκέψη που περνάει απ’ το μυαλό σου, σε κάθε χτύπο που αφήνει η καρδιά σου και σε κάθε δάκρυ που κυλάει στο μαγεμένο πρόσωπό σου.  Είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν έχουν μόνο την δύναμη να αποθανατίσουν τα όνειρα, αλλά και να τα πραγματοποιήσουν.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

The Blood on Satan's Claw (1971)


Υπάρχουν κάποιες ταινίες στις οποίες δεν μπορείς να αντισταθείς. Με όποιο τρόπο και να προσπαθήσεις, αυτές θα σε ρουφήξουν μέσα τους, θα σε καταπιούνε μέχρι να μην μπορείς να ανασάνεις, μέχρι να παραδοθείς ολοσχερώς στην (αφελή, κάποιες φορές) ατμόσφαιρα στην οποία είναι παραδομένες. Τότε καταλαβαίνεις ότι έχεις κι εσύ παραδοθεί, ότι δεν μπορείς να αισθανθείς τίποτα παραπάνω από όλα όσα ήθελε ο σκηνοθέτης που τις δημιούργησε να αισθανθείς. Ή ο διάβολος, στον οποίο είναι αφιερωμένες. Το Blood on Satan’s Claw (ή Devil’s Skin, όπως είναι ο παράλληλος τίτλος του) είναι μια από αυτές τις ταινίες, την οποία άπαξ και συναντήσεις μια φορά, θα είσαι δικός της για πάντα. Θα φέρεις πλέον το σημάδι του σε κάποιο κρυμμένο σημείο του κορμιού σου, όπως ακριβώς και οι νεαροί, σατανολάτρες πρωταγωνιστές της ιστορίας.

Η ταινία του Haggard αποτελεί ιδανικό δείγμα του βρετανικού τρόμου, αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών που αφιερώθηκαν σε μια εποχή, δυο-τρεις αιώνες πριν από την δική μας, έχοντας ως πρωταγωνιστές είτε φανατικούς αντιπρόσωπους του κακού (δαίμονες, δράκουλες, τέρατα και μάγους) είτε τον ίδιο τον Εωσφόρο αυτοπροσώπως, μαζί με τους ορκισμένους ακολούθους του να θυσιάζουν αθώα θύματα στο όνομα της μεγαλειότητας που τον χαρακτηρίζει. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σε αυτή την ιστορία, η οποία παίρνει ένα νεαρό κορίτσι ονόματι Angel Blake (που αναπνέει μεταξύ ουρανού και γης), και το βαφτίζει ιέρεια ενός κακού που προσπαθεί να αναδυθεί, να ζήσει και να λατρευτεί, στα στενά όρια ενός απομονωμένου χωριού της αγγλικής υπαίθρου.

Ο Haggard γνωρίζει πολύ καλά την αγγλική αυτή ύπαιθρο και την χρησιμοποιεί για να αναδείξει την γοτθική, εωσφορική μαγεία που με τόσο άκρατο μένος καταδίωκαν τέτοιου είδους, χριστιανοκρατούμενες κοινωνίες. Μια μαγεία που ξεκινάει από τα - λουσμένα στην μαυρίλα - κοράκια της αρχικής σεκάνς (τα υπέροχα αυτά πτηνά που απολαμβάνουν την μυρωδιά και την γεύση του θανάτου, χαρίζοντας την μακάβρια αύρα τους στην ταινία) και δεν εξαντλείται παρά μόνο όταν πέσουν οι φλεγόμενοι τίτλοι τέλους.

Στο ενδιάμεσο, από τα μάτια μας παρελαύνουν όλα εκείνα που κάνουν την ταινία απολαυστική: Πέτρινα σπίτια που παγώνουν και ξύλινα πατώματα που τρίζουν (όχι από φθορά, αλλά από το κακό που κατοικεί μέσα τους, περιμένοντας να αναδυθεί), σημαδεμένοι αμαρτωλοί με τα τριχωτά σημάδια κρυμμένα στα κορμιά τους, παραληρούντες αιδεσιμότατοι που κυνηγάνε φίδια στα ξεραμένα χωράφια, συντηρητικοί δικαστές που μετατρέπονται σε αχόρταγοι Witchfinder Generals, ερεθισμένοι σατανολάτρες που προσεύχονται για την παντοκρατορία του αφέντη τους, ερεθιστικές εωσφορίζουσες νύμφες με τους ερωτικά προκλητικούς χορούς τους και, μια υπέροχη σατανική τελετή, ένας τελετουργικός βιασμός του πνεύματος και ένας αιματηρός θάνατος του σώματος που λαμβάνει χώρα σε μια ερειπωμένη και κατεστραμμένη εκκλησία. Έναν τόπο που κάποτε ήταν ο οίκος του Θεού αλλά βεβηλώθηκε από το πέρασμα του χρόνου και τώρα κατοικείται από έναν Άλλο.

Βέβαια, ο Haggard ξέρει ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να μαγέψουν τον απαιτητικό θεατή, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί με έναν αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχεδελίζουσα μουσική του Marc Wilkinson για να χτίσει μια ντελιριακή ατμόσφαιρα, αγκαλιάζοντας όλες εκείνες τις ψυχές που δεν εξαγνίζονται, τα ξόρκια που δεν λύνονται και τις ανήσυχες φωνές που αντηχούν μέσα στα δάση, χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι αληθινές ή μέρος την καλπάζουσας φαντασίας σου.

Όμως, αν κάτι απομένει μετά το πέρας του απλοϊκού, ομολογουμένως, φινάλε (και την μεγαλοπρεπή μάχη καλού-κακού που λάμπει δια της απουσίας της), δεν είναι η απότομη επιστροφή στην πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει, τοποθετώντας μας μακριά από τέτοιου είδους ετεροχρονισμένα παραμύθια, αλλά η φανταστική εικόνα ενός διαβολεμένου σάτυρου να χαμογελάει σαρδόνια, αντικρίζοντας το devil’s skin που έχει κάνει δώρο σε όλους τους ανθρώπους. Εκείνο το τριχωτό κομμάτι δέρματος της ηβικής περιοχής, για το οποίο ελάχιστα λέγονται και πλείστα φαντασιώνονται, της περιοχής απ’ όπου αφυπνίζονται όλα τα πρωτόλεια ένστικτα και στην οποία γεννιούνται οι πιο όμορφες σκέψεις, και οι πιο αμαρτωλές μας επιθυμίες.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

The Woman (2011)


Μέσα σε ξεχασμένους βαλτότοπους και πυκνόφυλλα δάση, ανάμεσα στα ζώα μιας ζούγκλας που αφήσαμε πίσω, η Γυναίκα του τίτλου αναπνέει. Ξεχασμένη, θαρρείς, από την ιστορία αλλά πλήρως εναρμονισμένη με την φύση (της), η σκαιά αυτή ύπαρξη με την άξεστη συμπεριφορά και την αγροίκα εμφάνιση, σκοτώνει για να τραφεί, να αμυνθεί και να επιβιώσει, όπως και τα υπόλοιπα ζώα που αναπνέουν γύρω της. Μέχρι που ο χαρακτήρας της θα αναγκαστεί να έρθει σε σύγκρουση με όλους εμάς τους υπόλοιπους, πολιτισμένους ανθρώπους, που ζούμε μακριά από τέτοιου είδους ακρότητες. Και τότε το σινεμά γεννοβολάει ταινίες σαν κι αυτή, προσπαθώντας να ξεγυμνώσει τον σύγχρονο άνθρωπο, τοποθετώντας τον έξω από τα όρια του πολιτισμού του. Είναι ο κινηματογράφος που χρησιμοποιεί τον Άλλον για να μιλήσει για το σύγχρονο και στερημένο Εγώ.

Δεν πρόκειται φυσικά για ακραίο σινεμά καθ’ αυτό. Μιλάει όμως για ακραίες καταστάσεις. Και οι ακραίες καταστάσεις, απαιτούν ακραίες αποκρίσεις, το τραγούδησαν και οι Brutal Truth, δεν μπορεί να μη το έχεις ακούσει. Η Γυναίκα πιάνεται αιχμάλωτη από μια οικογένεια των προαστίων και, στο όνομα του καλλωπισμού και της επί-μόρφωσης, τοποθετείται σε ένα υπόγειο, μόνη και αλυσοδεμένη, με το βλέμμα της να μαρτυρά όσα δεν μαρτυρούν διάλογοι ολόκληροι. Και οι πράξεις της οικογένειας να αποκαλύπτουν μια αλήθεια ξεχασμένη. Άλλωστε, όλοι ζώα παραμένουμε, χωρίς να έχει σημασία αν κατοικούμε σε μακρινές σπηλιές, πέτρινα σπίτια ή τσιμεντένια κλουβιά. Καταπιεσμένοι μερικές φορές, περιμένοντας μια ευκαιρία για εξαπολύσουμε τα πιο άγρια ένστικτα και τις πιο διαταραγμένες μας φαντασιώσεις, χωρίς ντροπή και το χειρότερο, χωρίς καμία ενοχή.

Η φύση όμως εκδικείται εκείνους που την πρόδωσαν. Όταν η Γυναίκα ελευθερωθεί, η ταινία θα μετατραπεί σε σπλάτερ φαγοπότι για τους μερακλήδες και θα εξοργίσει όλους τους υπόλοιπους, αφήνοντάς τους να παραμιλάνε μέσα στην ανησυχία τους. Κάποιοι θα μιλήσουν για μισογυνισμό, άλλοι για άσκοπη βία, η αλήθεια όμως είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα από τα δύο στην ταινία. Αυτό που υπάρχει διάχυτο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο είναι ο νόμος μιας άλλης ζούγκλας, αυτής που κατοικεί στα ειδυλλιακά θεμέλια του πολιτισμού μας. Ενός πολιτισμού που καμουφλάρει τα δικά του ζώα, μετατρέποντάς τα σε λουστραρισμένα και καλογυαλισμένα κτήνη, πνιγμένα στην δυσαρμονία που τους περιβάλλει.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

The Descendants (2011)


Στα γαλαζοπράσινα νερά της όχι και τόσο μακρινής Χαβάης (με τους όχι και τόσο διαφορετικούς από εμάς, χαβανέζους της), μαθαίνεις ότι η ζωή είναι το ίδιο αμείλικτη και το ίδιο απρόοπτη με οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Ο Matt (με το ειρωνικά ταιριαστό επίθετο “King”), καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον επικείμενο θάνατο της απόμακρης συζύγου του, αλλά και την ζωή που εκείνη αφήνει σιγά σιγά πίσω της. Καλείται, να επαναφέρει στα ίσια μια οικογένεια με τάσεις αποδόμησης, να επανακαθορίσει φιλίες που έμειναν ατροφικές, να αγαπήσει ξανά εκείνα που ξέχασε να αγαπάει και να συγχωρήσει για πρώτη φορά εκείνα που δεν πίστευε ότι συγχωρούνται. Ο Payne θα πάρει το ευαίσθητο αυτό δράμα και θα εκμαιεύσει ευαίσθητες αλήθειες (για την ζωή), ενώ παράλληλα θα αποκρύψει με μαεστρία κάποιες άλλες (για τον θάνατο), προσαρμόζοντας, τελικά, τους ήρωές του, στο ρου της ιστορίας τους.

Η ταινία εκκινεί με την voice over αφήγηση της πραγματικότητας από τον πρωταγωνιστή της (ο Clooney σε μια performance, ιδανική για nomination) και χωρίς χρονοτριβές, σου μεταφέρει σκέψεις και διαπιστώσεις που κάνεις, την στιγμή που η ζωή σου αλλάζει ρότα. Διότι ακόμα κι αν δεν το έχεις ζήσει, σίγουρα θα έχεις ακούσει ότι ένα δυσάρεστο γεγονός, μια απώλεια ενός δικού σου ανθρώπου, δεν σε φέρνει απλά αντιμέτωπο με περισσότερες ευθύνες και υποχρεώσεις, αλλά αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό. Τα σενάρια της ζωής μεταμορφώνονται συνεχώς και εσύ πρέπει να επαναπροσδιορίζεις τους ρόλους που έχεις, σαν χαμαιλέοντας εγκλωβισμένος σε μια αλήθεια που μοιάζει να μη σου ανήκει, είναι όμως εξ ολοκλήρου δική σου. Τότε έρχονται εκείνες οι στιγμές που πρέπει να υποκριθείς, όσο καλύτερα μπορείς, όπως ακριβώς κάνει και ο Mat. Υποκρίνεται στους φίλους ότι είναι σωστός σύζυγος, στα παιδιά του ότι είναι σωστός πατέρας και στον εαυτό του ότι έχει τα πάντα υπό έλεγχο. Εντάξει, αυτό το τελευταίο όχι σε μεγάλο βαθμό, αλλά έτσι κι αλλιώς, την μοναξιά της εσωτερικής εξομολόγησης δεν την μοιράζεσαι με κανέναν. Η ζωή σου δίνει το δικαίωμα να ξεφυσήσεις μπροστά σε εκείνους που σε κοιτάνε, ποτέ όμως δεν σου δίνει το δικαίωμα να τα παρατήσεις.

Όμως ο καθένας από εμάς αντιμετωπίζει την τραγωδία με διαφορετικό τρόπο. Κάποιοι μένουν παρέα με την θλίψη, άλλοι μονομαχούν με τις ευθύνες, άλλοι πάλι πορεύονται με όλα αυτά μαζί. Ο Mat έχει δύο κόρες που πονάνε παράλληλα, νιώθοντας το ίδιο χαμένες με εκείνον. Έτσι, σαστισμένοι όπως είναι και οι τρεις τους, καλούνται να αντιμετωπίσουν εκείνους που σε τέτοιες στιγμές σε κοιτάνε λες και δεν ανήκεις στον δικό τους κόσμο. Τι ακριβώς κοιτάνε ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω, ξέρω όμως ότι το βλέμμα τους είναι καρφωμένο επάνω σου. Και εσύ πρέπει να τους δείξεις μια εικόνα, όχι κατ’ ανάγκη αληθινή, να τους χαρίσεις ένα συναίσθημα, όχι κατ’ ανάγκη αυτό που αισθάνεσαι. Τότε μπορεί εκείνοι που πονάνε περισσότερο να έρθουν πιο κοντά, ενώ κάποιοι άλλοι να απομακρυνθούν ακόμα περισσότερο.

Ο Payne επιλέγει να λούσει τους πονεμένους αυτούς ήρωες με χαβανέζική μουσική και την αύρα του Ειρηνικού Ωκεανού που απλώνεται σε κάθε καρέ της ταινίας. Την ίδια αύρα που είναι λουσμένη και η τραγωδία, μέσω της οποίας ο Mat και οι δύο του κόρες ανακαλύπτουν τον καινούριο τους εαυτό. Και καταλήγουν σαν σύνολο πλέον να γράφουν την δική τους ιστορία.

Αν όμως τελικά με ρωτήσεις πόσο μου άρεσαν οι Απόγονοι, θα σου απαντήσω διφορούμενα. Θα επιλέξω να κρατήσω τις αλήθειες που κρύβουν μέσα τους αλλά δύσκολα θα επανέλθω σε αυτές. Θα ακούσω το σκηνοθέτη με προσοχή, θα του επισημάνω όμως τις ατέλειες στο λόγο του. Έναν λόγο περισσότερο στημένο από όσο θα έπρεπε και λιγότερο αυθόρμητο από αυτό που όφειλε να είναι. Ακόμα κι έτσι όμως, οι Απόγονοι έχουν την δύναμη να παραμείνουν. Να παραμείνουν, τόσο για την αξιοπρέπεια των ελαττωμάτων τους, όσο και για την ειλικρίνεια στα βλέμματά τους.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Frankenstein (1931)


Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’30 όταν ο James Whale χάραζε το όνομά του στην κινηματογραφική πορεία του φανταστικού, με τον Frankenstein να ανήκει σε μια σειρά αρκούντως απολαυστικών ταινιών, που ακόμα και σήμερα, 80 και βάλε χρόνια μετά, παραμένουν το ίδιο σημαντικές και εντυπωσιακές, όπως και τότε. Όχι μόνο για τους προφανείς λόγους επιρροής στη σύγχρονη κινηματογραφία, αλλά και ως τροφή των σημερινών απανταχού φαντασιόπληκτων μυαλών. Μυαλών, που μέσα στην ατέρμονη αδηφαγία τους να ταξιδέψουν σε τόπους και χρόνους μακρινούς, αδιαφορούν για την στεγνή πραγματικότητα που τους περιβάλλει, βυθισμένοι στην αλήθεια περασμένων ταινιών. Αν με ρωτήσεις, μαζί τους ήμουν, ανέκαθεν.

Ο Dr.Frankenstein είναι ίσως ο πιο διάσημος, λαμπρός επιστήμονας των κινηματογραφικών thirties. Είναι εκείνος που πνίγηκε από την παράλογη(;) φιλοδοξία της δημιουργίας ζωής, εκείνος που έκανε πέρα την δική του από τα μάτια του κόσμου για να μπορέσει να αισθανθεί πως είναι να είσαι Θεός για μία ημέρα, ακόμα και αν το συναίσθημα αυτό υπερβαίνει τους ηθικούς φραγμούς που έπρεπε να εμποδίζουν το μεγαλειώδες έργο του.

Ο νεαρός γιατρός του τίτλου σπάει την νεκρική σιωπή και αναγνωρίζει το νεκροταφείο, όχι ως τόπο μοιρολατρίας, αλλά ως τόπο αναζήτησης και εξεύρεσης ανθρώπινων μελών. Γι’ αυτό και μετά από κάθε κηδεία, όταν οι συγγενείς του πρόσφατα αποθανόντος μεταφέρουν το μοιρολόι στη θαλπωρή του σπιτιού τους, εκείνος ξεθάβει τα άψυχα σώματα από το χώμα που τα σκεπάζει, πριν ακόμα οι καμπάνες της εκκλησίας προλάβουν να σωπάσουν. Τα ξεθάβει κάτω από το ακοίμητο βλέμμα του μαυροφορεμένου Χάρου (που τόσο όμορφα τοποθετήθηκε στην άκρη του κάδρου) και το απορημένο βλέμμα του αοράτου Ιησού, που αφού δεν πρόλαβε να συγχωρήσει τον νεκρό από τις αμαρτίες του, γιατί να το κάνει τώρα η επιστήμη;

Τα ανθρώπινα μέλη συλλέγονται και συναρμολογούνται, δημιουργώντας ένα πλάσμα κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του δημιουργού του. Με την διαφορά ότι ο εγκέφαλος που του δίνεται ανήκε σε κάποιον ανώνυμο psycho killer, χαρίζοντας έτσι στο δημιούργημα συμπεριφορές και ένστικτα ενός άφρονος ανθρώπου. Ή τουλάχιστον, έτσι υποστηρίζουν οι ειδικοί στην ταινία. Το Τέρας (ο Boris Karloff στη πιο αστραφτερή στιγμή της καριέρας του) του Dr.Frankenstein λαμβάνει το δώρο της ζωής, χαρίζοντας με την σειρά του στον φιλόδοξο επιστήμονα το συναίσθημα που τόσο αναζητούσε (και ο Colin Clive σε ένα παραλήρημα υπεροχής και ενθουσιασμού, χαράζεται για πάντα στην κινηματογραφική μνήμη, κραυγάζοντας για την “εμψύχωση” του δημιουργήματός του).

Το τέρας του Frankenstein δεν έχει την δύναμη της ομιλίας, έχει όμως ένα από τα πιο εκφραστικά πρόσωπα στην ιστορία του απ-ανθρώπινου κινηματογράφου, εκφωνώντας παράλληλα μερικά από τα πιο απόκοσμα μουγκρητά στην ιστορία των μαυρόασπρων φρικιών. Πανύψηλος, γκριζωπός και (επιεικώς) κακοραμμένος, ο τερατόμορφος αυτός άντρας, απειλεί με την παρουσία του και μόνο, όσους έχουν μάθει να απειλούνται από όλα εκείνα που αδυνατούν να κατανοήσουν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο μόνος χαρακτήρας που τον αντιμετωπίζει σαν φυσιολογικό άνθρωπο είναι ένα άσπιλο και αθώο κοριτσάκι που ζητάει να μοιραστεί μαζί του την χαρά ενός παιχνιδιού, χαρίζοντάς του μερικές κομμένες μαργαρίτες. Εύλογα όμως μια τέτοια παράταιρη παρουσία δεν δύναται να επιβιώσει, ούτε καν να εγκλιματιστεί, σε μια κοινωνία «φυσιολογικών κατοίκων», γι’ αυτό και το κακό δεν αργεί να συμβεί.

Κοιτώντας όμως λίγο καλύτερα στην ταινία του Whale, συνειδητοποιείς ότι ο σκηνοθέτης ουδέποτε πίστεψε ότι το βιβλίο της Mary Shelley μιλάει για ένα αμείλικτο τέρας που τρομοκρατεί γειτονιές και ανθρώπους. Ο φρικιαστικός άντρας μπορεί να διαθέτει τρομακτική όψη, δεν διεκδικεί όμως τίποτα παραπάνω από αυτά που δικαιούται κάθε ζωντανός οργανισμός σε αυτή την ζωή: Λίγη συντροφιά, λίγο ήλιο και μερικά εκατοστά ελευθερίας για να αναπνέει. Ακόμα κι αν διακατέχεται από μια διαφορετικότητα που, στα μάτια των περισσοτέρων, τον μετατρέπει αυτόματα σε αποκρουστικό εχθρό.

Και τότε ολόκληρη η κοινωνία του μικρού χωριού, ξεχνάει τις όποιες διαφορές μπορεί να ενυπάρχουν στους κόλπους της και οργανώνεται για να ικανοποιήσει την υπερχειλίζουσα δίψα της για εκδίκηση: Το τέρας έσφαλε και πρέπει να τιμωρηθεί το γρηγορότερο.

Κάπου εκεί γεννιέται η απορία. Αν σε κάποιο παράλληλο (και παράλογο) σύμπαν, είχαμε την δυνατότητα να διεξάγουμε μια εκ νέου κρανιοτομή σε όλους εκείνους που εκδίκασαν, καταδίωξαν και τελικά εξόρισαν το τέρας του Frankenstein στο ξύλινο μύλο του φλεγόμενου φινάλε, τι είδους ανακαλύψεις θα κάναμε και τι είδους εγκέφαλο θα βρίσκαμε μέσα τους; Και πόσο διαφορετικές θα ήταν οι δικές τους εγκεφαλικές ραβδώσεις από εκείνες του «abnormal brain» που δόθηκε στο άτυχο δημιούργημα της ταινίας; Τα συμπεράσματα των αποτελεσμάτων θα μπορούσαν να μετατρέψουν την ταινία από τρομακτικό κομψοτέχνημα σε τερατώδη πραγματικότητα η οποία δεν μας διαχωρίζει από την όψη αλλά από την διάθεση της ψυχικής μας αταραξίας. Τέρατα, ίσως, κι εμείς, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του δικού μας δημιουργού.

Και αυτό είναι πιο τρομακτικό από όλες τις φρίκες που έπλασε o ανθρώπινος νους μαζί.

Chris Zafeiriadis