Στα γαλαζοπράσινα νερά της όχι και τόσο μακρινής Χαβάης (με τους όχι και τόσο διαφορετικούς από εμάς, χαβανέζους της), μαθαίνεις ότι η ζωή είναι το ίδιο αμείλικτη και το ίδιο απρόοπτη με οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Ο Matt (με το ειρωνικά ταιριαστό επίθετο “King”), καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον επικείμενο θάνατο της απόμακρης συζύγου του, αλλά και την ζωή που εκείνη αφήνει σιγά σιγά πίσω της. Καλείται, να επαναφέρει στα ίσια μια οικογένεια με τάσεις αποδόμησης, να επανακαθορίσει φιλίες που έμειναν ατροφικές, να αγαπήσει ξανά εκείνα που ξέχασε να αγαπάει και να συγχωρήσει για πρώτη φορά εκείνα που δεν πίστευε ότι συγχωρούνται. Ο Payne θα πάρει το ευαίσθητο αυτό δράμα και θα εκμαιεύσει ευαίσθητες αλήθειες (για την ζωή), ενώ παράλληλα θα αποκρύψει με μαεστρία κάποιες άλλες (για τον θάνατο), προσαρμόζοντας, τελικά, τους ήρωές του, στο ρου της ιστορίας τους.
Η ταινία εκκινεί με την voice over αφήγηση της πραγματικότητας από τον πρωταγωνιστή της (ο Clooney σε μια performance, ιδανική για nomination) και χωρίς χρονοτριβές, σου μεταφέρει σκέψεις και διαπιστώσεις που κάνεις, την στιγμή που η ζωή σου αλλάζει ρότα. Διότι ακόμα κι αν δεν το έχεις ζήσει, σίγουρα θα έχεις ακούσει ότι ένα δυσάρεστο γεγονός, μια απώλεια ενός δικού σου ανθρώπου, δεν σε φέρνει απλά αντιμέτωπο με περισσότερες ευθύνες και υποχρεώσεις, αλλά αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό. Τα σενάρια της ζωής μεταμορφώνονται συνεχώς και εσύ πρέπει να επαναπροσδιορίζεις τους ρόλους που έχεις, σαν χαμαιλέοντας εγκλωβισμένος σε μια αλήθεια που μοιάζει να μη σου ανήκει, είναι όμως εξ ολοκλήρου δική σου. Τότε έρχονται εκείνες οι στιγμές που πρέπει να υποκριθείς, όσο καλύτερα μπορείς, όπως ακριβώς κάνει και ο Mat. Υποκρίνεται στους φίλους ότι είναι σωστός σύζυγος, στα παιδιά του ότι είναι σωστός πατέρας και στον εαυτό του ότι έχει τα πάντα υπό έλεγχο. Εντάξει, αυτό το τελευταίο όχι σε μεγάλο βαθμό, αλλά έτσι κι αλλιώς, την μοναξιά της εσωτερικής εξομολόγησης δεν την μοιράζεσαι με κανέναν. Η ζωή σου δίνει το δικαίωμα να ξεφυσήσεις μπροστά σε εκείνους που σε κοιτάνε, ποτέ όμως δεν σου δίνει το δικαίωμα να τα παρατήσεις.
Όμως ο καθένας από εμάς αντιμετωπίζει την τραγωδία με διαφορετικό τρόπο. Κάποιοι μένουν παρέα με την θλίψη, άλλοι μονομαχούν με τις ευθύνες, άλλοι πάλι πορεύονται με όλα αυτά μαζί. Ο Mat έχει δύο κόρες που πονάνε παράλληλα, νιώθοντας το ίδιο χαμένες με εκείνον. Έτσι, σαστισμένοι όπως είναι και οι τρεις τους, καλούνται να αντιμετωπίσουν εκείνους που σε τέτοιες στιγμές σε κοιτάνε λες και δεν ανήκεις στον δικό τους κόσμο. Τι ακριβώς κοιτάνε ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω, ξέρω όμως ότι το βλέμμα τους είναι καρφωμένο επάνω σου. Και εσύ πρέπει να τους δείξεις μια εικόνα, όχι κατ’ ανάγκη αληθινή, να τους χαρίσεις ένα συναίσθημα, όχι κατ’ ανάγκη αυτό που αισθάνεσαι. Τότε μπορεί εκείνοι που πονάνε περισσότερο να έρθουν πιο κοντά, ενώ κάποιοι άλλοι να απομακρυνθούν ακόμα περισσότερο.
Ο Payne επιλέγει να λούσει τους πονεμένους αυτούς ήρωες με χαβανέζική μουσική και την αύρα του Ειρηνικού Ωκεανού που απλώνεται σε κάθε καρέ της ταινίας. Την ίδια αύρα που είναι λουσμένη και η τραγωδία, μέσω της οποίας ο Mat και οι δύο του κόρες ανακαλύπτουν τον καινούριο τους εαυτό. Και καταλήγουν σαν σύνολο πλέον να γράφουν την δική τους ιστορία.
Αν όμως τελικά με ρωτήσεις πόσο μου άρεσαν οι Απόγονοι, θα σου απαντήσω διφορούμενα. Θα επιλέξω να κρατήσω τις αλήθειες που κρύβουν μέσα τους αλλά δύσκολα θα επανέλθω σε αυτές. Θα ακούσω το σκηνοθέτη με προσοχή, θα του επισημάνω όμως τις ατέλειες στο λόγο του. Έναν λόγο περισσότερο στημένο από όσο θα έπρεπε και λιγότερο αυθόρμητο από αυτό που όφειλε να είναι. Ακόμα κι έτσι όμως, οι Απόγονοι έχουν την δύναμη να παραμείνουν. Να παραμείνουν, τόσο για την αξιοπρέπεια των ελαττωμάτων τους, όσο και για την ειλικρίνεια στα βλέμματά τους.
Η ταινία εκκινεί με την voice over αφήγηση της πραγματικότητας από τον πρωταγωνιστή της (ο Clooney σε μια performance, ιδανική για nomination) και χωρίς χρονοτριβές, σου μεταφέρει σκέψεις και διαπιστώσεις που κάνεις, την στιγμή που η ζωή σου αλλάζει ρότα. Διότι ακόμα κι αν δεν το έχεις ζήσει, σίγουρα θα έχεις ακούσει ότι ένα δυσάρεστο γεγονός, μια απώλεια ενός δικού σου ανθρώπου, δεν σε φέρνει απλά αντιμέτωπο με περισσότερες ευθύνες και υποχρεώσεις, αλλά αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό. Τα σενάρια της ζωής μεταμορφώνονται συνεχώς και εσύ πρέπει να επαναπροσδιορίζεις τους ρόλους που έχεις, σαν χαμαιλέοντας εγκλωβισμένος σε μια αλήθεια που μοιάζει να μη σου ανήκει, είναι όμως εξ ολοκλήρου δική σου. Τότε έρχονται εκείνες οι στιγμές που πρέπει να υποκριθείς, όσο καλύτερα μπορείς, όπως ακριβώς κάνει και ο Mat. Υποκρίνεται στους φίλους ότι είναι σωστός σύζυγος, στα παιδιά του ότι είναι σωστός πατέρας και στον εαυτό του ότι έχει τα πάντα υπό έλεγχο. Εντάξει, αυτό το τελευταίο όχι σε μεγάλο βαθμό, αλλά έτσι κι αλλιώς, την μοναξιά της εσωτερικής εξομολόγησης δεν την μοιράζεσαι με κανέναν. Η ζωή σου δίνει το δικαίωμα να ξεφυσήσεις μπροστά σε εκείνους που σε κοιτάνε, ποτέ όμως δεν σου δίνει το δικαίωμα να τα παρατήσεις.
Όμως ο καθένας από εμάς αντιμετωπίζει την τραγωδία με διαφορετικό τρόπο. Κάποιοι μένουν παρέα με την θλίψη, άλλοι μονομαχούν με τις ευθύνες, άλλοι πάλι πορεύονται με όλα αυτά μαζί. Ο Mat έχει δύο κόρες που πονάνε παράλληλα, νιώθοντας το ίδιο χαμένες με εκείνον. Έτσι, σαστισμένοι όπως είναι και οι τρεις τους, καλούνται να αντιμετωπίσουν εκείνους που σε τέτοιες στιγμές σε κοιτάνε λες και δεν ανήκεις στον δικό τους κόσμο. Τι ακριβώς κοιτάνε ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω, ξέρω όμως ότι το βλέμμα τους είναι καρφωμένο επάνω σου. Και εσύ πρέπει να τους δείξεις μια εικόνα, όχι κατ’ ανάγκη αληθινή, να τους χαρίσεις ένα συναίσθημα, όχι κατ’ ανάγκη αυτό που αισθάνεσαι. Τότε μπορεί εκείνοι που πονάνε περισσότερο να έρθουν πιο κοντά, ενώ κάποιοι άλλοι να απομακρυνθούν ακόμα περισσότερο.
Ο Payne επιλέγει να λούσει τους πονεμένους αυτούς ήρωες με χαβανέζική μουσική και την αύρα του Ειρηνικού Ωκεανού που απλώνεται σε κάθε καρέ της ταινίας. Την ίδια αύρα που είναι λουσμένη και η τραγωδία, μέσω της οποίας ο Mat και οι δύο του κόρες ανακαλύπτουν τον καινούριο τους εαυτό. Και καταλήγουν σαν σύνολο πλέον να γράφουν την δική τους ιστορία.
Αν όμως τελικά με ρωτήσεις πόσο μου άρεσαν οι Απόγονοι, θα σου απαντήσω διφορούμενα. Θα επιλέξω να κρατήσω τις αλήθειες που κρύβουν μέσα τους αλλά δύσκολα θα επανέλθω σε αυτές. Θα ακούσω το σκηνοθέτη με προσοχή, θα του επισημάνω όμως τις ατέλειες στο λόγο του. Έναν λόγο περισσότερο στημένο από όσο θα έπρεπε και λιγότερο αυθόρμητο από αυτό που όφειλε να είναι. Ακόμα κι έτσι όμως, οι Απόγονοι έχουν την δύναμη να παραμείνουν. Να παραμείνουν, τόσο για την αξιοπρέπεια των ελαττωμάτων τους, όσο και για την ειλικρίνεια στα βλέμματά τους.
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου