Στους βραδυκίνητους ρυθμούς μιας διχοτομημένης Ρωσίας, αναπνέουν η Elena και ο Vladimir, δυο μοναχικοί χαρακτήρες που έχουν από καιρό απολέσει την νιότη μιας ξέγνοιαστης ζωής. Εκείνη κοντά στα πενήντα, μάταια προσπαθεί να φροντίσει δυο ανίψια και έναν αδερφό πνιγμένο στην οκνηρία, ενώ εκείνος, αρκετά μεγαλύτερος, έχει ως μοναδικό συγγενή μια άσπονδη κόρη που δεν συνηθίζει να της μιλάει. Η Elena πιστεύει ακόμα στο θεσμό της οικογένειας, ο Vladimir είναι απομακρυσμένος από αυτή. Έχει όμως τα μέσα (έναν πολυτελή βίο και αρκετά χρήματα) για να φροντίσει τον οποιονδήποτε, ενώ η Elena κατέχει μόνο την θέληση.
Ο Zvyagintsev φέρνει κοντά τους δυο αυτούς ανθρώπους, με την γνωριμία τους να κρατάει δέκα χρόνια, ο γάμος τους όμως πολύ λιγότερο. Δεν έχουν σημασία οι λόγοι που οι δύο πρωταγωνιστές έμειναν μόνοι στη ζωή και η αλήθεια είναι ότι δεν θα μάθουμε ποτέ, θα μάθουμε όμως ότι έσμιξαν τις μοναξιές τους για την επίτευξη μιας επιθυμητής συντροφικότητας. Κάπου εκεί τελειώνουν οι κοινές τους ανησυχίες. Η φυσική μοναξιά γιατρεύτηκε όχι όμως και η πνευματική και οι δυο πρωταγωνιστές, παρότι συγκάτοικοι, παραμένουν ψυχικά «μόνοι», κρυμμένοι πίσω από τις εύθραυστες σκέψεις τους (και σε κάνει να αναρωτιέσαι αν στον υπέροχο νέο κόσμο που χτίζουμε brick by brick, υπάρχει ελεύθερη θέση για να σταθεί κάποιος δίπλα μας).
Ο σκηνοθέτης ξεκινάει την ταινία του με ένα υπέροχα αργό, εξωτερικό πλάνο του πολυτελούς σπιτιού του Vladimir και στη συνέχεια περνάει στο καθημερινό εσωτερικό του. Από την ταχύτητα των κινήσεων, την διαφορετικότητα στα βλέμματα και τους λιγοστούς διαλόγους που βγαίνουν από τα χείλη των πρωταγωνιστών, εύκολα γίνεται αντιληπτή η κοινωνική και οικονομική απόσταση που χωρίζει το ζευγάρι, μιας και η Elena, σαν πρώην νοσοκόμα, είναι μεν αναγκαία στη ζωή του ηλικιωμένου Vladimir, μοιάζει όμως να προέρχεται από έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Σε αυτή την απόσταση πατάει ο Zvyagintsev και επάνω της χτίζει το πρώτο μισό της ταινίας, με τα χρήματα να παραμένουν (σ)το αόρατο επίκεντρο. Όταν η Elena χρειάζεται ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την ανάγκη του αδερφού της, ο Vladimir παραμένει κυνικός και απρόθυμος να βοηθήσει, αποκαλύπτοντας έναν άνθρωπο που ποτέ δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει την σεμνότητα του συναισθήματος, έναντι της λογικής.
Κάπου εκεί έρχεται η υπέροχη, σχεδόν αγωνιώδης, μουσική του Philip Glass να αγκαλιάσει την πρώτη επιθανάτια στιγμή της ταινίας. Η ανακοπή καρδιάς αποκαλύπτει την φυσική φθορά του Vladimir και ταυτόχρονα την αντίστοιχη ψυχική της Elana. Παράλληλα όμως, φέρνει στο προσκήνιο την αποξενωμένη κόρη του πρωταγωνιστή, έναν άνθρωπο ακόμα πιο κυνικό από τον πατέρα της, αυστηρό κριτή μιας ζωής συνώνυμης με την μισανθρωπία και την περιφρόνηση των ανθρωπίνων αξιών. Είναι και αυτά τα γονίδια άλλωστε, όπως μαρτυρά σε μια στιγμή ειλικρινούς ειρωνείας προς τον πατέρα της, τα οποία αδυνατούν να διαφοροποιήσουν τους εξ αίματος χαρακτήρες.
Και τότε Zvyagintsev θα περάσει στο δεύτερο μισό, όπου το σφιγμένο, οικογενειακό δράμα μετατρέπεται σε μια σιωπηρή καταγραφή της μεταμόρφωσης της Elena από άβουλο θύμα σε εκούσιο θύτη, με προφανή πρόξενο την ποθούμενη κληρονομιά. Το έγκλημα πραγματοποιείται χωρίς σταδιακή μετάβαση από τον ηθικό φραγμό στην αμαρτία, και τότε συνειδητοποιείς ότι η σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Ρώσου θα σου μιλήσει για την πτώση. Μια πτώση ιδεολογικών, θρησκευτικών και τελικά προσωπικών αξιών η οποία αυτοδικαιολογείται στα πλαίσια του οικογενειακού θεσμού, παραμένει όμως στη φύση της εγκληματική, χαρακτηρίζοντας έναν διαφορετικό θάνατο που προϋπάρχει του φυσικού.
Παρότι αρκετοί είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να οριοθετήσουν την Elena μέσα στα κρύα σύνορα της Ρωσίας του 21ου αιώνα, στην ταινία αντανακλάται η ηθική και ιδεολογική κρίση ενός φθίνοντος πολιτισμού χωρίς γεωγραφικά όρια. Με ολοζώντανους χαρακτήρες που κυκλοφορούν ακριβώς δίπλα από εμάς, αργοσαλεύοντας ανάμεσα στην φθορά και την κακεντρέχεια, όχι γιατί το επέλεξαν αλλά γιατί έτσι διδάχτηκαν. Δεν είναι όμως αυτή η καταγραφή που κάνει την ταινία σημαντική. Είναι η αποπνέουσα οικειότητα της εγκληματικής αμαρτίας και η εμφανής εξοικείωση ολόκληρου του δυτικού (μας) κόσμου με αυτό το μοτίβο σκέψεων και πράξεων, γεγονός που μετατρέπει την ιστορία σε παράλληλο και ολοζώντανο, έρπον θρίλερ, έτοιμο να καταπιεί χωρίς φειδώ τους περισσότερους από εμάς.
Μπορεί όμως ο σκηνοθέτης να μη παίρνει σαφή θέση, αφήνοντας τον θύτη στην κρίση του σκεπτόμενου θεατή, κλείνει όμως την ταινία του με το ίδιο υπέροχα αργό, εξωτερικό πλάνο του πολυτελούς σπιτιού, επίσης αγκαλιασμένο από το ανατριχιαστικό πλέον, επιθανάτιο μουσικό μοτίβο του Glass. Ενός σπιτιού που περιόρισε την απόσταση μεταξύ του Vladimir και της Elena, στεγάζοντας όλη την ραθυμία μιας νέας οικογένειας, άφησε όμως απ’ έξω την δικαιοσύνη και την τιμιότητα ως αθέατα αγαθά εκείνων που κατοικούν στα Επουράνια Βασίλεια.
Ο Zvyagintsev φέρνει κοντά τους δυο αυτούς ανθρώπους, με την γνωριμία τους να κρατάει δέκα χρόνια, ο γάμος τους όμως πολύ λιγότερο. Δεν έχουν σημασία οι λόγοι που οι δύο πρωταγωνιστές έμειναν μόνοι στη ζωή και η αλήθεια είναι ότι δεν θα μάθουμε ποτέ, θα μάθουμε όμως ότι έσμιξαν τις μοναξιές τους για την επίτευξη μιας επιθυμητής συντροφικότητας. Κάπου εκεί τελειώνουν οι κοινές τους ανησυχίες. Η φυσική μοναξιά γιατρεύτηκε όχι όμως και η πνευματική και οι δυο πρωταγωνιστές, παρότι συγκάτοικοι, παραμένουν ψυχικά «μόνοι», κρυμμένοι πίσω από τις εύθραυστες σκέψεις τους (και σε κάνει να αναρωτιέσαι αν στον υπέροχο νέο κόσμο που χτίζουμε brick by brick, υπάρχει ελεύθερη θέση για να σταθεί κάποιος δίπλα μας).
Ο σκηνοθέτης ξεκινάει την ταινία του με ένα υπέροχα αργό, εξωτερικό πλάνο του πολυτελούς σπιτιού του Vladimir και στη συνέχεια περνάει στο καθημερινό εσωτερικό του. Από την ταχύτητα των κινήσεων, την διαφορετικότητα στα βλέμματα και τους λιγοστούς διαλόγους που βγαίνουν από τα χείλη των πρωταγωνιστών, εύκολα γίνεται αντιληπτή η κοινωνική και οικονομική απόσταση που χωρίζει το ζευγάρι, μιας και η Elena, σαν πρώην νοσοκόμα, είναι μεν αναγκαία στη ζωή του ηλικιωμένου Vladimir, μοιάζει όμως να προέρχεται από έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Σε αυτή την απόσταση πατάει ο Zvyagintsev και επάνω της χτίζει το πρώτο μισό της ταινίας, με τα χρήματα να παραμένουν (σ)το αόρατο επίκεντρο. Όταν η Elena χρειάζεται ένα αρκετά μεγάλο ποσό για την ανάγκη του αδερφού της, ο Vladimir παραμένει κυνικός και απρόθυμος να βοηθήσει, αποκαλύπτοντας έναν άνθρωπο που ποτέ δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει την σεμνότητα του συναισθήματος, έναντι της λογικής.
Κάπου εκεί έρχεται η υπέροχη, σχεδόν αγωνιώδης, μουσική του Philip Glass να αγκαλιάσει την πρώτη επιθανάτια στιγμή της ταινίας. Η ανακοπή καρδιάς αποκαλύπτει την φυσική φθορά του Vladimir και ταυτόχρονα την αντίστοιχη ψυχική της Elana. Παράλληλα όμως, φέρνει στο προσκήνιο την αποξενωμένη κόρη του πρωταγωνιστή, έναν άνθρωπο ακόμα πιο κυνικό από τον πατέρα της, αυστηρό κριτή μιας ζωής συνώνυμης με την μισανθρωπία και την περιφρόνηση των ανθρωπίνων αξιών. Είναι και αυτά τα γονίδια άλλωστε, όπως μαρτυρά σε μια στιγμή ειλικρινούς ειρωνείας προς τον πατέρα της, τα οποία αδυνατούν να διαφοροποιήσουν τους εξ αίματος χαρακτήρες.
Και τότε Zvyagintsev θα περάσει στο δεύτερο μισό, όπου το σφιγμένο, οικογενειακό δράμα μετατρέπεται σε μια σιωπηρή καταγραφή της μεταμόρφωσης της Elena από άβουλο θύμα σε εκούσιο θύτη, με προφανή πρόξενο την ποθούμενη κληρονομιά. Το έγκλημα πραγματοποιείται χωρίς σταδιακή μετάβαση από τον ηθικό φραγμό στην αμαρτία, και τότε συνειδητοποιείς ότι η σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Ρώσου θα σου μιλήσει για την πτώση. Μια πτώση ιδεολογικών, θρησκευτικών και τελικά προσωπικών αξιών η οποία αυτοδικαιολογείται στα πλαίσια του οικογενειακού θεσμού, παραμένει όμως στη φύση της εγκληματική, χαρακτηρίζοντας έναν διαφορετικό θάνατο που προϋπάρχει του φυσικού.
Παρότι αρκετοί είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να οριοθετήσουν την Elena μέσα στα κρύα σύνορα της Ρωσίας του 21ου αιώνα, στην ταινία αντανακλάται η ηθική και ιδεολογική κρίση ενός φθίνοντος πολιτισμού χωρίς γεωγραφικά όρια. Με ολοζώντανους χαρακτήρες που κυκλοφορούν ακριβώς δίπλα από εμάς, αργοσαλεύοντας ανάμεσα στην φθορά και την κακεντρέχεια, όχι γιατί το επέλεξαν αλλά γιατί έτσι διδάχτηκαν. Δεν είναι όμως αυτή η καταγραφή που κάνει την ταινία σημαντική. Είναι η αποπνέουσα οικειότητα της εγκληματικής αμαρτίας και η εμφανής εξοικείωση ολόκληρου του δυτικού (μας) κόσμου με αυτό το μοτίβο σκέψεων και πράξεων, γεγονός που μετατρέπει την ιστορία σε παράλληλο και ολοζώντανο, έρπον θρίλερ, έτοιμο να καταπιεί χωρίς φειδώ τους περισσότερους από εμάς.
Μπορεί όμως ο σκηνοθέτης να μη παίρνει σαφή θέση, αφήνοντας τον θύτη στην κρίση του σκεπτόμενου θεατή, κλείνει όμως την ταινία του με το ίδιο υπέροχα αργό, εξωτερικό πλάνο του πολυτελούς σπιτιού, επίσης αγκαλιασμένο από το ανατριχιαστικό πλέον, επιθανάτιο μουσικό μοτίβο του Glass. Ενός σπιτιού που περιόρισε την απόσταση μεταξύ του Vladimir και της Elena, στεγάζοντας όλη την ραθυμία μιας νέας οικογένειας, άφησε όμως απ’ έξω την δικαιοσύνη και την τιμιότητα ως αθέατα αγαθά εκείνων που κατοικούν στα Επουράνια Βασίλεια.
Chris Zafeiriadis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου