Κάπου κάπως κάποτε, είναι κάποιος ο οποίος κάνει κάτι και μάλιστα αυτό που κάνει το κάνει καλά. Όταν όμως γίνεται κάτι, σταματάει να κάνει αυτό που κάνει και γίνεται κάτι άλλο. Είναι κάποιοι όμως, που θέλουν κάτι, γιαυτό παίρνουν κάτι από αυτόν. Αυτός εκνευρίζεται και ξαναγίνεται αυτό το κάτι που ήταν πρώτα και ακόμα κατί-τερος, ζητώντας εκδίκηση. Κάτι καθόλου εύκολο...
Αναγκασμένος να μιλήσω με γρίφους, ακόμα φοβάμαι να γράψω κάτι αρνητικό για τη ταινία, μη τυχόν και ξεπεταχτεί από πουθενά ο ίδιος ο Wolverine και με αρχίσει στις νυχιές. Διότι όπως αποδεικνύεται και από την ταινία, έχει την δυνατότητα να το κάνει και μάλιστα διεκδικώντας αυτό που εξαρχής όλοι οι καρτουνίστικοι (και μη) φίλοι του διεκδικούν.
Αναγκασμένος να μιλήσω με γρίφους, ακόμα φοβάμαι να γράψω κάτι αρνητικό για τη ταινία, μη τυχόν και ξεπεταχτεί από πουθενά ο ίδιος ο Wolverine και με αρχίσει στις νυχιές. Διότι όπως αποδεικνύεται και από την ταινία, έχει την δυνατότητα να το κάνει και μάλιστα διεκδικώντας αυτό που εξαρχής όλοι οι καρτουνίστικοι (και μη) φίλοι του διεκδικούν.
Από το μακρινό πουθενά λοιπόν και με την υπογραφή του πολυμήχανου Jackman στη παραγωγή, έρχεται ο θυμωμένος αυτός ήρωας να διαμαρτυρηθεί για την αδικία που υπέστη στις προηγούμενες (3) ταινίες της σειράς, κερδίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο που με τόση μαεστρία του είχαν αρνηθεί οι υπόλοιποι μεταλλαγμένοι. Η ώρα της δικαίωσης έφτασε.
Υιοθετώντας ένα κοινωνικά αποδεκτό αλλά κινηματογραφικά χιλιοειπωμένο σενάριο και προσαρμόζοντάς το στα μέτρα και σταθμά μιας πολυδιαφημισμένης παραγωγής, το Wolverine χάνει το παιχνίδι πριν ακόμα αυτό αρχίσει. Χωρίς να έχει τίποτα το αξιόλογο να επιδείξει και παίρνοντας σαν αφετηρία τα θυμωμένα εφέ και όλη την οργή που αυτά κρύβουν μέσα τους, ξεκινάει, συνεχίζει και εντέλει τελειώνει, χωρίς να έχει καταφέρει τελικά τίποτα, πέραν της επαλήθευσης όλων όσων πέρασαν από το μυαλό του θεατή από τη πρώτη κιόλας μέρα που άκουσε για τη ταινία.
Ανελέητα προβλέψιμο αλλά και σαφώς ανώτερο από την μπαρούφα που μας σέρβιραν προ τριετίας (The Last Stand), αυτοχαρακτηρίζεται ως prequel αλλά πλασάρεται και ως αυτόνομο, μόνο και μόνο για να μας κάνει να αναρωτηθούμε πόσες εκατοντάδες - χιλιάδες είναι συνολικά όλοι οι X-Men και πόσοι από αυτούς αξίζουν δικό τους franchise (το οποίο φυσικά δεν σταματά στη μπομπίνα του φιλμ αλλά ενδέχεται να επεκταθεί ακόμα και σε λαμπάδες). Και κατά συνέπεια, πόσο ελεύθερο χρόνο μάς έχουν αφήσει ώστε να ασχολούμαστε για κάθε έναν από δαύτους ξεχωριστά...
Μετριότητα που δεν είναι καν χρυσή.... Ουούπςς, λάθος, τέλεια ταινία τέλεια... :)
Υιοθετώντας ένα κοινωνικά αποδεκτό αλλά κινηματογραφικά χιλιοειπωμένο σενάριο και προσαρμόζοντάς το στα μέτρα και σταθμά μιας πολυδιαφημισμένης παραγωγής, το Wolverine χάνει το παιχνίδι πριν ακόμα αυτό αρχίσει. Χωρίς να έχει τίποτα το αξιόλογο να επιδείξει και παίρνοντας σαν αφετηρία τα θυμωμένα εφέ και όλη την οργή που αυτά κρύβουν μέσα τους, ξεκινάει, συνεχίζει και εντέλει τελειώνει, χωρίς να έχει καταφέρει τελικά τίποτα, πέραν της επαλήθευσης όλων όσων πέρασαν από το μυαλό του θεατή από τη πρώτη κιόλας μέρα που άκουσε για τη ταινία.
Ανελέητα προβλέψιμο αλλά και σαφώς ανώτερο από την μπαρούφα που μας σέρβιραν προ τριετίας (The Last Stand), αυτοχαρακτηρίζεται ως prequel αλλά πλασάρεται και ως αυτόνομο, μόνο και μόνο για να μας κάνει να αναρωτηθούμε πόσες εκατοντάδες - χιλιάδες είναι συνολικά όλοι οι X-Men και πόσοι από αυτούς αξίζουν δικό τους franchise (το οποίο φυσικά δεν σταματά στη μπομπίνα του φιλμ αλλά ενδέχεται να επεκταθεί ακόμα και σε λαμπάδες). Και κατά συνέπεια, πόσο ελεύθερο χρόνο μάς έχουν αφήσει ώστε να ασχολούμαστε για κάθε έναν από δαύτους ξεχωριστά...
Μετριότητα που δεν είναι καν χρυσή.... Ουούπςς, λάθος, τέλεια ταινία τέλεια... :)
Chris Zafeiriadis
2 σχόλια:
Να σημειώσω ότι η λέξη «νυχιές» της δεύτερης παραγράφου είναι κατάτι λάθος αλλά είχε κάτσει ωραία και δεν ήθελα να την αλλάξω με το σωστότερο «λεπιδιές» το οποίο όμως δεν ακούγεται το ίδιο...
Έχει κάτι ερεθιστικά κατινίστικο το 'νυχιές'...σωστά και σοφά το άφησες...
Δημοσίευση σχολίου