Αυτός είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι. Αυτή ένα συνομήλικο κορίτσι. Ίσως λίγο περισσότερο δωδεκάχρονη από αυτόν. Γνωρίζονται, γουστάρουνε ο ένας τον άλλο και τα πίνουνε μαζί, ο ένας στην υγειά του άλλου. Μόνο που αυτή πίνει αίμα...
Πολυδιαφημισμένο (και πολυλατρεμένο από ότι μαθαίνω) από Σουηδία ορμώμενο, αυτό το όμορφο σαν ιδέα, εντυπωσιακό σαν υλοποίηση, film, έρχεται να διδάξει ότι δεν χρειάζεται να εντυπωσιάζεις με ανούσια (πλην όμως πάντα εντυπωσιακά) εφέ και δήθεν μελοδραματικούς έρωτες για να φτιάξεις μια καλή ταινία. Αρκεί να αντιλαμβάνεσαι ο ίδιος τι είναι αυτό που θέλεις να πεις και να το λες με σωστό τρόπο, δίνοντας έμφαση πρώτα στην ουσία και μετά στην κατανάλωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πετυχαίνει και στα δύο…μάλλον...
Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ένας σκηνοθέτης είναι να σκηνοθετήσει παιδιά. Πόσο μάλλον όταν αυτά καλούνται να υπερβούν μια φυσιολογική κατάσταση σεναρίου και να παρουσιάσουν έναν ρεαλιστικό εαυτό σε ρόλους που όχι απλά δεν γνωρίζουν (και πως θα μπορούσαν) αλλά δεν υπάρχουν καν στην δική μας πραγματικότητα(?). Και σε αυτό τον τομέα βγάζω το καπέλο στον Tomas Alfredson διότι έχοντας στα χέρια του δύο πραγματικά αστέρια, κατάφερε να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο του και μάλιστα με εκπληκτικά αποτελέσματα (αναφέρομαι πάντα στους δύο μικρούς πρωταγωνιστές).
Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ένας σκηνοθέτης είναι να σκηνοθετήσει παιδιά. Πόσο μάλλον όταν αυτά καλούνται να υπερβούν μια φυσιολογική κατάσταση σεναρίου και να παρουσιάσουν έναν ρεαλιστικό εαυτό σε ρόλους που όχι απλά δεν γνωρίζουν (και πως θα μπορούσαν) αλλά δεν υπάρχουν καν στην δική μας πραγματικότητα(?). Και σε αυτό τον τομέα βγάζω το καπέλο στον Tomas Alfredson διότι έχοντας στα χέρια του δύο πραγματικά αστέρια, κατάφερε να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο του και μάλιστα με εκπληκτικά αποτελέσματα (αναφέρομαι πάντα στους δύο μικρούς πρωταγωνιστές).
Μια νέο-vampir-ική ιστορία παντρεύεται με μια άλλη, αυτή της απρόσμενης γνωριμίας δυο σχεδόν εφήβων, (αποξενωμένων από το περιβάλλον τους, ο καθένας για τους δικούς του λόγους), που μέσα από την ακαθόριστα αθώα(?) ματιά τους προσπαθούν να καταλάβουν ο ένας την φύση του άλλου, προσπαθώντας να την αποδεχτούν και βρίσκοντας ταυτόχρονα ο καθένας τoν δικό του (κρυμμένο) τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων του. Το τελικό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο παράλογα όμορφο, χωρίς να υστερεί σε κανένα απ’ τους τομείς που καταπιάνεται και χωρίς να λείπουν ούτε οι (ματωμένες) εντάσεις του «φανταστικού», ούτε και οι (απονήρευτες(?)) ανησυχίες και οι προβληματισμοί που (συν)υπάρχουν στο μυαλό ενός μικρού παιδιού.
Απροσδόκητα συναισθηματικό εκεί που πρέπει, ακροβατεί (φιλόδοξα) ανάμεσα στα δύο είδη, από τον πρωτόπειρο έρωτα, την ανασφάλεια και τον ρομαντισμό που γεννάει κάθε νέα γνωριμία, στην απειλή, τον τρόμο και την εκδικητική μανία που μπορεί (εύκολα) να καταλάβει όλων των ειδών τις ψυχές που κυκλοφορούν ελεύθερες στον (μικρό μας) κόσμο (πράττοντάς το όμως τόσο σοφά ώστε να αποφεύγει να χαρακτηριστεί απλά μια ιστορία εκδίκησης).
Σε απόλυτα χιονισμένο και κατάλευκο τοπίο, όπως ακριβώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η αδιάφθορη αγνότητα των δύο, αλλά ταυτόχρονα παγωμένα έξυπνο και επικίνδυνα μοχθηρό, όπως θα πρέπει να είναι μία εύστοχα καλή ταινία τρόμου, καταφέρνει τόσο να συγκινήσει με την αγνή τρυφερότητά της, όσο και να τρομοκρατήσει εκεί που χρειάζεται με την στιλιστική της ψυχρότητα, δημιουργώντας ανάμεικτα συναισθήματα, που όμως συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία δίχως να δημιουργούν σύγχυση.
Όσο όμως και αν προσπαθεί να μας πείσει ότι ο κ. Alfredson με τις πολλές δηλώσεις του περί άγνοιάς του σε σχέση με το σινεμά τρόμου, η αλήθεια μάλλον είναι διαφορετική. Τρανή απόδειξη η ξεδιάντροπη λογοκλοπή της σκηνής με τα close up στα (μικρά) μάτια των (μεγάλων) πρωταγωνιστών και το αίμα να τρέχει από τις κόγχες τους, όπως ακριβώς και στο (αιρετικό) City of the Living Dead του τρισμέγιστου Lucio Fulci (που ο ίδιος με τη σειρά του είχε εμπνευστεί από τον εξαιρετικό Christopher Lee κ.ο.κ) . Γιαυτό και δεν χρειάζεται να πιστεύεις αυτά που συχνά ακούγονται μιας και στα δικά μου μάτια, απλά καταθέτει τη προσωπική του άποψη πάνω σε ένα γνώριμο θέμα που μοιάζει να έχει μελετήσει αρκετά καλά. Χωρίς όμως να τον χρεώνω και την κατηγορία της επανάληψης μιας και το αποτελέσματα μοιάζει υπερβολικά φρέσκο και ανανεωτικό για τα σημερινά δεδομένα.
Απροσδόκητα συναισθηματικό εκεί που πρέπει, ακροβατεί (φιλόδοξα) ανάμεσα στα δύο είδη, από τον πρωτόπειρο έρωτα, την ανασφάλεια και τον ρομαντισμό που γεννάει κάθε νέα γνωριμία, στην απειλή, τον τρόμο και την εκδικητική μανία που μπορεί (εύκολα) να καταλάβει όλων των ειδών τις ψυχές που κυκλοφορούν ελεύθερες στον (μικρό μας) κόσμο (πράττοντάς το όμως τόσο σοφά ώστε να αποφεύγει να χαρακτηριστεί απλά μια ιστορία εκδίκησης).
Σε απόλυτα χιονισμένο και κατάλευκο τοπίο, όπως ακριβώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η αδιάφθορη αγνότητα των δύο, αλλά ταυτόχρονα παγωμένα έξυπνο και επικίνδυνα μοχθηρό, όπως θα πρέπει να είναι μία εύστοχα καλή ταινία τρόμου, καταφέρνει τόσο να συγκινήσει με την αγνή τρυφερότητά της, όσο και να τρομοκρατήσει εκεί που χρειάζεται με την στιλιστική της ψυχρότητα, δημιουργώντας ανάμεικτα συναισθήματα, που όμως συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία δίχως να δημιουργούν σύγχυση.
Όσο όμως και αν προσπαθεί να μας πείσει ότι ο κ. Alfredson με τις πολλές δηλώσεις του περί άγνοιάς του σε σχέση με το σινεμά τρόμου, η αλήθεια μάλλον είναι διαφορετική. Τρανή απόδειξη η ξεδιάντροπη λογοκλοπή της σκηνής με τα close up στα (μικρά) μάτια των (μεγάλων) πρωταγωνιστών και το αίμα να τρέχει από τις κόγχες τους, όπως ακριβώς και στο (αιρετικό) City of the Living Dead του τρισμέγιστου Lucio Fulci (που ο ίδιος με τη σειρά του είχε εμπνευστεί από τον εξαιρετικό Christopher Lee κ.ο.κ) . Γιαυτό και δεν χρειάζεται να πιστεύεις αυτά που συχνά ακούγονται μιας και στα δικά μου μάτια, απλά καταθέτει τη προσωπική του άποψη πάνω σε ένα γνώριμο θέμα που μοιάζει να έχει μελετήσει αρκετά καλά. Χωρίς όμως να τον χρεώνω και την κατηγορία της επανάληψης μιας και το αποτελέσματα μοιάζει υπερβολικά φρέσκο και ανανεωτικό για τα σημερινά δεδομένα.
Φυσικά και υπάρχουν λάθη. Φυσικά και υπάρχουν (μεγάλα) κενά και ατέλειες. Και σίγουρα δεν πρόκειται για τη καλύτερη ταινία της χρονιάς. Σίγουρα όμως αξίζει να στρέψεις το βλέμμα σου προς αυτήν. Γιατί ουσιαστικά, για σκοτεινό παραμύθι πρόκειται, οπότε και δεν χρειάζεται να παραφιλολογούμε για οτιδήποτε δεν μας αρέσει σε αυτό. Η παραμυθένια του υπόσταση δε, είναι αυτή που του χαρίζει τους επιπλέον πόντους και το διαφοροποιεί από τις γνωστές (κλασικές) ιστορίες τρόμου. Μόνο έτσι δεν βλέπεται, αλλά μόνο έτσι απολαμβάνεται!
«Άσε το κακό να μπει» και χάρισε στον εαυτό σου δύο ώρες μινιμαλιστικής κινηματογραφικής ηδονής, ρομαντικής μυθοπλασίας, ερεθιστικού τρόμου. Από εκείνες που τόσο έντονα ψάχνεις τελευταία αλλά τόσο σπάνια πια καταφέρνεις να βιώσεις. (Ή μήπως όχι...?)
«Άσε το κακό να μπει» και χάρισε στον εαυτό σου δύο ώρες μινιμαλιστικής κινηματογραφικής ηδονής, ρομαντικής μυθοπλασίας, ερεθιστικού τρόμου. Από εκείνες που τόσο έντονα ψάχνεις τελευταία αλλά τόσο σπάνια πια καταφέρνεις να βιώσεις. (Ή μήπως όχι...?)
Chris Zafeiriadis
7 σχόλια:
exo akousei ta kalitera gia to sigekrimeno!kalispera!
Την καλησπέρα μου!
Πολύ καλή η ανάλυση σου!
Το σκηνικό Background λειτουργεί καθαρτικά. Η ιστορία του αθώου-παρθένου έρωτα κρύβει πολύ συναισθηματισμό αλλά και δυναμισμό. Ενώ και το σχόλιο πάνω στη βία είναι παντελως ολοκληρωμένο!
Εμένα όμως σε αυτή την ταινία μου έδωσε πάρα πολύ ευχάριστες εντυπώσεις, ο τρόπος που μεταχειριστικε το βαμπιρ. Όχι σαν καρικατούρα, αλλά με ακράδαντο ρεαλισμό. Δίνοντας σάρκα και οστά στο διαφορετικό("επικίνδυνες" μειονότητες για την ευμάρεια των ευησυχασμένων) και διαπραγματεύοντας με ίσους όρους την πολυπολιτισμική κοινωνία. Γιατί αν επιτρέψεις στο κακό να μπει, τότε το κακό, ως καλοδεχούμενο πλεόν, αναιρείται ως κακο, και εξισώνεται με τον οικοδεσποτη!
Αγαπητέ Χρήστο καταρχήν καλησπέρα ξανά και συγχαρητήρια για τα αξιόλογα και προσεγμένα κείμενα που μας προσφέρεις!
Από τον Wolverine λοιπόν μας πηγαίνεις στα βαμπίρια και πολύ καλά κάνεις μιας και αυτό το κείμενο είχε στρογγυλοκαθήσει ως πρώτο στο blog σου για πολύ καιρό.
Σκοτεινές και οι δύο αλλά μόνο η μία λάμπει μέσα από την απλότητά της όπως πολύ καλά λες και αυτό είναι και το "καλό" της χαρτί.
Κρύο, χιόνι, απλές και περιεκτικές ατάκες, γεμάτα βλέμματα και σιωπές 1000 λέξεων είναι η ταινία αυτή. "Απλά και ταπεινά" φαντάζομαι να επαναλαμβάνει
κάθε βράδυ ο Alfredson πριν πέσει για ύπνο για να πετύχει τον απόλυτα γοητευτικό μινιμαλισμό.
Όντως δύσκολο να σκηνοθετείς παιδιά αλλά ίσως και εύκολα να κατευθύνεις τα συγκεκριμένα μιας και αν το ύψος τους ήταν μεγαλύτερο τότε σίγουρα θα ξεχνούσες πως είναι ανήλικα, ενοώντας πως τα συγκεκριμένα σε αφήνουν παγωτό με τη απίστευτη
ωριμότητα που προβάλουν μέσα από την υποκριτική τους ικανότητα. Ισχύει επίσης κάτι σχετικά ανορθόδοξο σε αυτό το φιλμ, ένα κορίτσι προστατεύει ένα αγόρι χωρίς κανένα από τα δύο να χάνει την ταυτότητά του. Γοητευτικό θα έλεγα..
Πολλά μπορείς να παρατηρήσεις και πολλά μπορώ εγώ τουλάχιστον να πω για αυτην την ταινία, να μιλάω ώρες ατελείωτες πού ίσως ακόμη και εσύ να μην ήθελες να με ακούς!
Επέτρεψέ μου να διαφωνήσω (δεν θα σ άφηνα έτσι) όμως για την παραμυθένια υπόσταση της ταινίας.
Δεν την διαισθάνθηκα, δεν την είδα, δεν υπάρχει, αλλά το τι είναι ένα παραμύθι κατά κανόνα, μπορούμε όλοι να βρούμε και πάνω σε αυτά τα χαρακτηριστικά να ανοίξει μια νέα σηζήτηση εαν φυσικά κατηγοριοποιήσουμε μια ταινία σύμφωνα με χαρακτηριστικά και όχι με το τι είναι παραμύθι για τον καθένα.
Ίσως γιατί οι χαρακτήρες είναι τόσο "καθημερινοί". Η Eli δεν εισέρχεται σε έναν χώρο εάν δεν δεχτεί ο Oskar να την καλέσει μέσα (επομένως και το Let the right one in ως τίτλος). Ταράζεται, φουντώνει, υποφέρει, είναι ικανό να την καταστρέψει ίσως και περισσότερο από μια σφήνα και λίγο φως μιας και κάπου εκεί ίσως και να βγαίνουν στην επιφάνεια συναισθήματα (ίσως λέμε τώρα). Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όταν μας απορρίπτουν? ω ναι συμβαίνει!
α να διαφωνήσω και σε κάτι άλλο. Είναι (μια) από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
την καλησπέρα μου ξανά.
Leviathan
Τώρα ακούς (ή καλύτερα διαβάζεις) και μια “κωλοτρυπίδα” ακόμα.. :)
Kioy
Διάβασα το σχόλιο σου με προσοχή, καθώς επίσης και την κριτική σου, και έχω να παρατηρήσω ότι είναι από τις ελαχιστότατες απόψεις που περιέχουν ουσιαστική κριτική σκέψη και δεν αναπαράγουν απλά τα πολλά που λέγονται και φωνάζονται από διάφορους (σινε)μπλογκερς, κριτικούς και οποιονδήποτε άλλο λέει αυτά που πρέπει να πει διότι πρέπει κάτι να πει...
Το πρόβλημα με τις διάφορες μειονότητες όμως είναι το ότι παραμένουν «μειονότητες» επειδή οι «πλειονότητες» αδυνατούν(?) σε κάποιους τομείς, να κατανοήσουν / εξερευνήσουν (και να αποδεχτούν, προσθέτω εγώ) κάποια (απλά για κάποιους) πράγματα. Παραμένουν όμως οι πλειονότητες αν με καταλαβαίνεις, με ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό. Μη ξεχνάς ότι το διαφορετικό δεν αποτελεί πάντα μειονότητα, αποτελεί όμως πάντα κάτι διαφορετικό και το διαφορετικό πάντα ενοχλεί/τρομάζει κτλ σε όποια μορφή και αν εμφανιστεί...
Ωστόσο, στη περίπτωση των μεταναστών, επιφανειακά τουλάχιστον, θέλει χρόνο για να ενσωματωθεί, χρόνο που αρνούμαστε όλοι μας να δώσουμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πλειονότητα σίγουρα δεν θεωρεί αυτό το «κακό» ως καλοδεχούμενο, γιαυτό και ίσως δεν εξισώνεται με τον «οικοδεσπότη», πράγμα όμως που προσπαθείται πολύ να συμβεί και μέχρι ένα βαθμό συμβαίνει και όσο περνάει ο καιρός θα συμβαίνει ακόμα ευκολότερα. Χωρίς εγώ να είναι σε θέση να αντιληφθώ αν πρόκειται για κάτι κακό ή (ενδεχομένως) καλό, και για ποιον...
Τη συγνώμη μου για τη καθυστέρηση, “υποχρεώσεις” με κράτησαν “εκτός”... Καλησπέρα και στους δύο...
Αγαπητή Popi,
καταρχήν να σ’ ευχαριστήσω για τα καλά σου λόγια, κατά δεύτερον χαίρομαι ιδιαίτερα που συμφωνούμε σε πολλά σημεία της ταινίας. Ωστόσο....
....για το ανορθόδοξο στο οποίο αναφέρεσαι , ναι μεν το κορίτσι προστατεύει το αγόρι, αυτή η προστασία όμως δεν είναι μονόπλευρη, περισσότερο σαν ανταπόδοση μοιάζει (μιας και περίπου στο μέσον της ταινίας κάτι ανάλογο πράττει και ο Oskar για την Eli)...
Όσον αφορά τώρα την διαφωνία σου σε σχέση με τη παραμυθένια υπόσταση της ταινίας, θα ήθελα να διευκρινίσω πως η λέξη «παραμυθένια» που χρησιμοποίησα παραπάνω, αναφέρεται περισσότερο στη μυθολογική έννοια του “βαμπίρ” (εκτός αν εσύ δεν την είδες επειδή ξέρεις κάτι παραπάνω από εμάς) και όχι στην ευρύτερη έννοια της λέξης όπως έχει καθιερωθεί στις συνειδήσεις.
Αντιλαμβάνομαι όμως αυτό που λες και σε πληροφορώ ότι χτύπησες διάνα με την παρατήρησή σου μιας και έτυχε να κάνω συζήτηση πάνω στο θέμα της συγκεκριμένης λέξης μόλις μια μέρα αφού έβαλα το κείμενο. Το συμπέρασμα εκείνης της κουβέντας ήταν ότι η λέξη «παραμυθιακής» μάλλον θα ήταν η σωστότερη, μιας και ονομάζει καλύτερα την φύση της ταινίας, αντίθετα ίσως με την πρώτη που, λεκτικά τουλάχιστον, παραπλανεί τον αναγνώστη.
Τώρα για το αν είναι η ταινία της χρονιάς ή όχι, αυτό το κρίνει ο καθένας για τον εαυτό του. Αρκετοί είναι πάντως στη χώρα μας αυτοί που δείχνουν να συμφωνούν μαζί σου και απ΄ότι βλέπω και στο imdb, ανεβοκατεβαίνει θέσεις καθημερινά, με μια τάση να πηγαίνει προς τα πάνω...
Α, και το t-shirt τέλειο... :)
Την καλησπέρα μου....
itan pragmatika mia tainia pou mou arese k me kratise apo tin arxi mexri to telos
i aplotita se olo tis to megaleio :)
ΣΑΓΗΝΕΥΤΙΚΟ, ΥΠΝΩΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΘΡΙΛΕΡ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΥΠΟΒΑΛΛΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΚΟΣΜΟ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟ ΤΟΥ. ΣΚΛΗΡΟ ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΤΡΥΦΕΡΟ, ΑΝΑΝΕΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΟ ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΤΟ ΒΑΜΠΙΡΙΚΟ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΜΙΑ "ΚΑΘΑΡΗ" ΤΑΙΝΙΑ ΤΡΟΜΟΥ ΣΕ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ.
ΒΑΘΜΟΣ:
9/10
Δημοσίευση σχολίου