Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Albert Nobbs (2011)


Τον Albert Nobbs θα τον κοιτάξεις στα μάτια και θα τον αναγνωρίσεις ως έναν από τους πιο ιδιαίτερους και μοναχικούς χαρακτήρες που έκαναν την εμφάνισή τους στη μεγάλη οθόνη. Ανάμεσα στην σιωπηρή μοναξιά και την περιρρέουσα μελαγχολία (που με μαεστρία έχει οικειοποιηθεί ο Rodrigo García στα δικά του σκηνοθετικά μάτια), θα αντικρίσεις την ελπίδα, την προσμονή και τον ταπεινό (αλλά όχι ταπεινωμένο) πόθο ενός ανθρώπου καταδικασμένου να εξαπατά, φορώντας αδιάκοπα το προσωπείο ενός «άλλου». Κάπου εκεί, θα αντικρίσεις και την ανήλεη κατάληξη που επιφυλάσσει η μοίρα, που ενώ μέχρι τώρα σου έχει κλέψει τα πάντα (λες και μια ζωή χωρίς ταυτότητα δεν είναι αρκετή για να την ικανοποιήσουν), πρέπει τώρα να σου πάρει και την τελευταία ρανίδα του ύστατου ονείρου σου - για να έρθουν όλα στα ίσια τους, που λένε.

Σεμνός, ταπεινός και αρκούντως προσποιητός, ο Albert Nobbs (με την εκφραστικά σαρωτική Glenn Close να εξωτερικεύει μια υπόγεια συμπόνια για τον χαρακτήρα) είναι εκείνος που κατοικεί στην πραγματικότητα μιας ψευδαίσθησης. Δεν έχει σημασία αν είναι μια γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα, ένας ονειροπόλος μεταμφιεσμένος σε ρεαλιστή ή ένας φυγάς μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη. Η ταυτότητα του «άλλου» που από καιρό έχει φορέσει, είναι και η μοναδική που διαθέτει, μιας και η πραγματικότητα χάθηκε (και ίσως ξεχάστηκε) στο πέρασμα του χρόνου. Είναι ο εγκλεισμένος σωματικώς - αλλά όχι και πνευματικώς - πάντα όμως τυχερός που ακόμα διαθέτει την ικανότητα να ονειρεύεται την ευκαιρία που ακόμα δεν ήρθε, θύμα μιας παιδεμένης ζωής που ποτέ δεν έκανε εκπτώσεις.

Όμως δεν έχει νόημα να υποφέρεις για τον χρόνο που πέρασε, αλλά να αναζητάς το νόημα στον χρόνο που έρχεται και νέμεται τις ευκαιρίες. Έτσι ποθείς την ελευθερία που δεν γεύτηκες ποτέ, παλεύεις για το ανέφικτο που πίστεψες για εφικτό και προσπαθείς να κατακτήσεις το όνειρο, ακόμα και όταν αυτό βρίσκεται «αλλού». Και τότε θα μάθεις ότι από την ψευδαίσθηση δεν θα μπορέσεις ποτέ να ξεφύγεις και αν ακόμα προσπαθήσεις να φύγεις μακριά, δεν θα κατορθώσεις ούτε την πόρτα πίσω να κλειδώσεις. Και ως μοναχικός θεατής θα συνειδητοποιήσεις ότι για το σιωπηρό αυτό, «Αμερικανικού» (βλ. Corbijn) διαμετρήματος, αριστούργημα, δεν χρειάζεται να πεις πολλά. Έτσι κι αλλιώς ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα εκτιμήσουν, θα συνομιλήσουν και τελικά θα βυθιστούν στους απέραντους ωκεανούς μοναξιάς που κατοικούν στα αλγεινά μάτια τού πρωταγωνιστή του.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Tucker and Dale vs Evil (2010)


Ο Tucker και ο Dale, επιθυμούν την γαλήνη στην ζωή τους. Ο ένας αναζητά την ηρεμία μιας καλύβας στην ησυχία του δάσους και ο άλλος την θαλπωρή μιας γυναικείας αγκαλιάς. Και οι δύο αυτοί χαρακτήρες θα παλέψουν για την επίτευξη των στόχων τους, αντιμέτωποι με ένα απροσδιόριστο κακό που προσπαθεί να τους στερήσει τη θέληση. Κάπου εκεί, εμφανίζεται και μια ομάδα ομορφόπαιδων που τους περνάει για ψυχοπαθείς δολοφόνους.

Δίχως να ντρέπεται ούτε στιγμή γι’ αυτό που επιθυμούσε να είναι και χωρίς να χαρίζει το παραμικρό σε όποιον μελιστάλακτα θα ήθελε να το κατηγορήσει για διάθεση λογοκλοπής, το Tucker and Dale εναντιώνεται και προσπερνάει όλες τις κολεγιόπαιδες ταινίες της αμερικάνικης βλαχιάς, καταλήγοντας σε ένα απολαυστικό homage στα ομιχλώδη δάση και τις ξύλινες καλύβες ενός αιματοβαμμένου κινηματογραφικού είδους. Ενός είδους μέσα από το οποίο έχουν παρελάσει αγαπημένοι ήρωες και αντιήρωες, οι οποίοι κατακρεούργησαν και κατακρεουργήθηκαν τα τελευταία τριάντα και βάλε, χρόνια (σ)το αμερικανικό σινεμά, με την διαφορά ότι εδώ, παράλληλα με τους πολυσχιδείς πίδακες αίματος, ξεχειλίζει και μια σπάνια διάθεση σεβασμού προς τον θεατή.

Στη ταινία δεν υπάρχει καμία σκηνοθετική αριστοτεχνία, ούτε η παραμικρή σεναριακή επανάσταση. Υπάρχει όμως μια ερεθιστικά απολαυστική συνοχή στο λόγο του writer – director Eli Craig, ο οποίος εσκεμμένα προσπάθησε και τελικά κατασκεύασε μια αρτιμελώς εκκωφαντική κωμωδία τρόμου. Μια κωμωδία τρόμου η οποία μπορεί να φαίνεται λουσμένη στο αίμα της κολεγιακής ασυναρτησίας, αφιερώνεται όμως στη δύναμη του έρωτα που έχει μάθει να ανθίζει στα πιο αλλόκοτα μέρη, στους πιο ξερούς βαλτότοπους και στα πιο απομονωμένα αγροτόσπιτα της απολίτιστης επαρχίας. Άλλωστε η χωριάτική ψυχή των δύο πρωταγωνιστών του τίτλου, διαθέτει λιγότερα πάθη και περισσότερη αγνότητα, από την διεφθαρμένη και αστική κακεντρέχεια («Evil») όλων των κουφιοκέφαλων αστών μαζί.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι μπουρζουάδες σινεφίλ θα αγνοήσουν την επική αυτή ιστορία, οι σοφιστικέ θα την υποτιμήσουν χωρίς να την διαβάσουν καν, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, ακομπλεξάριστοι εικονολάτρες, θα αντικρύσουν την λάμψη ενός μικρού διαμαντιού. Ενός διαμαντιού που παραδίδει μαθήματα επάνω στο φιλτράρισμα των επιρροών και την μετουσίωση της γνήσιας σινεφιλίας σε εικόνες, μέσω μιας αφελούς ιστορίας που σε ζοφερούς καιρούς θα σε ψυχαγωγήσει με έναν κωμικό τρόπο (ίσως ακόμα και να δακρύσεις από τα γέλια) και ποτέ δεν πρόκειται να εκμεταλλευτεί την αγάπη σου για τέτοιου είδους ταινίες. Αντίθετα, μάλλον θα την ενισχύσει. Και επειδή η ζωή είναι μικρή και οι απολαύσεις λίγες, μάλλον θα πρέπει να μάθουμε να κυνηγάμε τα μικρά εκείνα πράγματα που μας κάνουν να χαμογελάμε.

Το “Tucker and Dale vs Evil” μοιάζει να είναι ένα από αυτά.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Αναπαράσταση (1970)


Η μοίρα ήθελε την Αναπαράσταση μαυρόασπρη. Χωρίς χρώματα, χωρίς φανταχτερά ανθίσματα και χωρίς τις πρόσχαρες φωνές ενός χαρούμενου τόπου. Την ήθελε μουντή, πλημμυρισμένη με την έντονη αντίθεση του λευκού με το μαύρο και τις ανθρωπόμορφες σκιές που εσωκλείονται ανάμεσά τους. Την αντίθεση μεταξύ της χαράς και του μοιρολογιού, της αγνότητας και της ατιμίας, της αθωότητας και της ενοχής, χαρακτηριστικά όλα ενός θλιμμένου τόπου που νοσεί.

Σε ένα μικρό σπίτι της ορεινής Ηπείρου, σε μια από τις τόσες φτωχικές καλύβες εκείνης της χώρας (εν μέσω δικτατορικής κατοχής και μεταπολεμικής αναδιάρθρωσης), συντελείται ένα φονικό. Ένας Έλληνας μετανάστης που επιστρέφει μετά από χρόνια στην ξενιτιά, θα νιώσει μια απάνθρωπη θηλιά να τυλίγεται στον λαιμό του και θα αφήσει την τελευταία του πνοή στον τόπο που τον γέννησε. Μια γυναίκα που τον (ξ)έχασε και ένας εραστής που ποτέ δεν έπρεπε να γνωρίσει, θα κλέψουν τη ζωή αυτού του ανθρώπου, κηδεύοντάς τον με απόλυτη μυστικότητα στην αυλή του σπιτιού του και στη συνέχεια θα έρθουν αντιμέτωποι με την ιστορία. Το έγκλημα όπως έγινε, δεν θα σου το δείξει ούτε για μια στιγμή, ο σκηνοθέτης. Θα σου δείξει όμως την αναπαράστασή του.

Για τον Αγγελόπουλο η Ελλάδα θα είναι πάντοτε ένας τόπος πονεμένος. Ένας απέραντος καμβάς πάνω στον οποίο αναπνέουν οι συμβολικοί πρωταγωνιστές του, αυτοί που πονάνε πραγματικά, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν το όνειρο. Είτε αυτό είναι η αναγέννησή τους μέσα σε ένα καλύτερο (και λυτρωτικό) αύριο, είτε η μελαγχολική συνειδητοποίηση του τόπου από τον οποίο έρχονται και στον οποίο, ίσως, καταλήξουν. Όπως και στις υπόλοιπες ταινίες του σκηνοθέτη, έτσι και εδώ, σου δίνεται η δυνατότητα να κοιτάξεις πέρα από τις μαυρόασπρες εικόνες (και την επιφάνεια στην οποία κείτεται το έγκλημα) για να μπορέσεις να αποκωδικοποιήσεις, έστω ένα μέρος μόνο, του ονείρου.

Στα γκριζωπά καρέ της Αναπαράστασης ιχνογραφείται η ψυχή του Ελληνισμού που κατοικεί στα πέτρινα σπίτια και τους χωμάτινους δρόμους της φτωχικής επαρχίας. Μιας επαρχίας, απλωμένης στις ξερές πλαγιές και τα αγκαθωτά αγριόχορτα των βουνοκορφών, πνιγμένης στα λασπόνερα μιας πραγματικότητας που δεν είχε μέχρι τώρα την ευκαιρία να ανθίσει. Ή μάλλον, που την είχε, αλλά την έχασε κάπου στο ρου της ιστορίας. Μιας πραγματικότητας που κυλάει αργά και σιωπηλά, εκτεινόμενη στο πλάτος του τόπου και του χρόνου, όπως και τα περισσότερα πλάνα-σεκάνς της ταινίας. Σε αυτόν τον στερημένο θαρρείς, από ανθρώπους τόπο, με τα ρημαγμένα σπίτια και την ταπεινωμένη γη, θα ακούσεις τους γέροντες να σου μιλάνε. Θα σου μιλήσουν με φωνή τρεμάμενη και δακρυσμένη γι’ αυτά που πέρασαν και εκείνα που έρχονται, για τη μοναξιά, τη φτώχια και την εγκατάλειψη όπως την ζούνε καθημερινά, ή καλύτερα, όπως τους επέβαλε η μοίρα να την ζούνε. Για την μετανάστευση που “κέρδισε” τους περισσότερους συγχωριανούς τους, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα τους “έχανε”. Τελικά θα σου μιλήσουν και για τον θάνατο, χωρίς καμιά (ωραίο)ποίηση.

Το έγκλημα αναπαρίσταται από ανθρώπους του νόμου (και του κουτσομπολιού), οι οποίοι πρέπει να μάθουν ποιος από τους δύο ενόχους πέρασε την θηλιά στον λαιμό του θύματος, προσπαθώντας έτσι να αντικρύσουν την λάθος αλήθεια. Για τον Αγγελόπουλο όμως, η αλήθεια είναι μια μαυροφορεμένη πραγματικότητα, η οποία κατοικεί στα ευρύτερα πλαίσια αυτού του τόπου. Η Ελένη ποτέ δεν σκότωσε τον άντρα της, αλλά ο τόπος θανάτωσε τον “ξένο” που (αυτό)εξορίστηκε. Διότι όταν αποχωρείς από έναν τόπο, χάνεις το αύριο που έρχεται. Αναπόφευκτα, σε χάνει και αυτό.

Στο αψηλάφητο έλος της Τυμφαίας συντελείται το φονικό του Κώστα Γούση, συμβολικό δείγμα των ανθρώπων που “έφυγαν” για ένα καλύτερο αύριο, αφήνοντας στον τόπο μια ανοιχτή πληγή την οποία η σκόνη κανενός χρόνου δεν μπορεί να κρύψει. Έτσι γίνεται, κάποιοι φεύγουν και χάνονται από προσώπου ελληνικής γης, ενώ κάποιοι άλλοι μένουν να φροντίσουν την Ελλάδα, με καθήκον να πορεύονται με ό,τι τους έχει απομείνει. Λίγο ψωμί, λίγο τυρί, ένα ποτήρι τσίπουρο και την αγάπη της οικογένειας που έχουν λησμονήσει. Ακόμα και αν η λησμονιά μετατρέπεται σιγά-σιγά σε σιωπηλό και αναπόφευκτο θάνατο.

Κάποιοι λένε ότι κάθε θάνατος είναι μοναδικός, διαφορετικός από τον επόμενο που θα ‘ρθει. Αφήνει όμως πάντα μια θέση κενή για την ζωή που έρχεται. Μια ζωή γεμάτη πρωταγωνιστές που δεν το βάζουν κάτω, που ακόμα και αν πονάνε, έχουν το θάρρος να ονειρεύονται. Στο χωμάτινο μνήμα του Κώστα Γούση, θα φυτευτούν (και θα ανθίσουν) κρεμμυδάκια, αντανακλώντας την μικροκαμωμένη ελπίδα (πάντα όμως, ελπίδα) ενός τόπου που έχει μάθει να ανθίζει κάτω υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Και τις γελαστές φωνές των παιδιών, που με τόση σοφία τοποθέτησε ο Αγγελόπουλος στο τέλος της ταινίας, να σκίζουν την σιωπή και να ακούγονται απ’ άκρη σ’ άκρη, σε ολόκληρη την επικράτεια. Σαν μικροί θεοί, έτοιμοι να επέμβουν την κατάλληλη στιγμή για να μας σώσουν, χαρίζοντάς μας το αύριο (Πότε, αλήθεια, ήταν η τελευταία φορά που άκουσες το γέλιο παιδιών έξω απ’ το παράθυρό σου;).

Και αν τελικά με ρωτήσεις, θα σου πω ότι η Αναπαράσταση δεν αναπαριστά τίποτα παραπάνω από τη νόσο κάθε χώρας που χάνει τους ανθρώπους της. Όμως ο τόπος στον οποίο αναφέρεται δεν είναι αλλοτινός. Τώρα που το παρελθόν μοιάζει να συναντάει το παρόν στην Ελλάδα του 2012, η χώρα μοιάζει να νοσεί για άλλη μια φορά. Έτσι η Αναπαράσταση γίνεται μια ταινία που την έχουμε ανάγκη, σήμερα, που η θηλιά βρίσκεται και πάλι στον λαιμό, περισσότερο από ποτέ. Και αν αφήνει κάτι για να μας διδάξει, δεν είναι η προειδοποίηση ενός (ακόμα) επικείμενου θανάτου αλλά η ανάγκη που έχουμε όλοι μας να ακούσουμε και πάλι τα παιδιά. Να τα ακούσουμε να γελάνε , να παίζουν και να τραγουδάνε, ανέμελα και ελεύθερα μέσα στις αυλές μας.

(Αφιερωμένο)
Chris Zafeiriadis

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Bright Star (2009)


Εμπνευσμένο από τη λονδρέζικη ποιητική ρομαντικότητα του 19ου αιώνα και αφιερωμένο σε έναν αξιοδάκρυτο έρωτα που δεν πρόλαβε να ανθίσει, το Bright Star φιλοδοξεί από την μια να αναγνωρίζεται ως μια αξιομνημόνευτη και αξιέραστη παραγωγή για τους περισσότερο ρομαντικούς και από την άλλη, ως πηγή δακρύβρεχτης έμπνευσης για τους περισσότερο ανήσυχους και δημιουργικούς θεατές. Ο στόχος που τελικά καταφέρνει να κατακτήσει δεν είναι κανένας από τους προαναφερθέντες δύο, κατορθώνει όμως να ολοκληρώσει την ιστορία με μια σεβαστή αξιοπρέπεια, ακόμα και αν δεν καταφέρνει να μετατρέψει τους πρωταγωνιστές του σε Αιώνιους Εραστές μιας άλλης εποχής.

Η Campion αγκαλιάζει την αληθινή ιστορία του Άγγλου ποιητή John Keats με την άσημη δεσποινίδα Fanny Brawne και προσπαθεί να εκμαιεύσει το δράμα που αναπνέει μέσα στην σχέση τους. Ένα δράμα που βασίζεται τόσο στον καταπιεσμένο έρωτα των δυο που έπρεπε να παραμείνει κρυφός (μέχρι τελικά να αποκαλυφθεί, χωρίς καμία ντροπή), όσο και στον άδικο χαμό του νεαρού ποιητή στην ηλικία των 25 ετών, και κατ’ επέκταση, στην πρόωρη λήξη μιας δυνατής σχέσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Παρά τις προθέσεις της όμως, η σκηνοθέτις αδυνατεί να εμβαθύνει στην ψυχική δίνη των δύο πρωταγωνιστών και παραδίδεται άνευ όρων σε μια επιφανειακή αφήγηση η οποία αναλώνεται στην ανάγνωση ποιημάτων και στίχων, τόσο του Keats, όσο και άλλων διάσημων ποιητών, που επηρέασαν με τα λόγια τους τον κόσμο ολάκερο. Και ενώ οι Lord Byron και John Milton θα ήταν περήφανοι που το έργο τους βρίθει αναφορών στην ταινία, σιγά-σιγά αντιλαμβάνεσαι ότι οι πνευματώδεις στίχοι παραμένουν ασφυκτικά περιορισμένοι στα στενά όρια των μεμονωμένων αναγνώσεων, χωρίς να τους δίνεται η ευκαιρία να ανθίσουν σαν διαλεχτά λουλούδια σε έναν ακτινοβολούντα κήπο , τουλάχιστον όχι όσο θα ήθελε η ίδια η Campion.

Και αυτό διότι ένα ποίημα, όπως και ο έρωτας, κατανοείται μέσω των αισθήσεων με σκοπό να γαληνεύσει, να ενθαρρύνει και κυρίως, να θρέψει την ψυχή του εκάστοτε αναγνώστη. Όμως η ποιητική εξιστόρηση της Campion αδυνατεί να μεταδώσει τα συναισθήματα των δύο πρωταγωνιστών στον θεατή, όλα εκτός από ένα σημαντικό. Στο ασφυκτικό φινάλε (και την μόνη ίσως σκηνή που δεν σχετίζεται με την ποιητική αύρα της ατμόσφαιρας) ο θεατής θα βιώσει την περίλυπη ψυχή της Brawne η οποία καλείται να αντιμετωπίσει την είδηση της απώλειας του Keats και του θανάτου ενός έρωτα ζωής που έζησε για μια στιγμή αλλά έμεινε για πάντα χαραγμένος στην καρδιά και την μνήμη της ιστορίας. Έτσι η σκηνοθέτις θα διασώσει το όλο εγχείρημα από την συναισθηματική χρεωκοπία, αποδεικνύοντας παράλληλα την καλλιτεχνική της δυναμική, δεν θα κατορθώσει όμως να μετατρέψει και την ίδια την ταινία σε ένα λαμπρό αστέρι που θα σκορπίσει την αίγλη του φωτός του στην ψυχή του θεατή.

Chris Zafeiriadis