Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Eastern Promises (2007)

Αυτός, αυτή και τα μυστήρια της Ρώσικης μαφίας στο Λονδίνο...

Ο ιδανικότερος εκφραστής μιας μη αντικειμενικής παρουσίασης μιας (οποιαδήποτε) ταινίας του Cronenberg, δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος ο οποίος αγαπάει και γνωρίζει τον κινηματογράφο σαν τέχνη, ιστορία ή τεχνοτροπία, αλλά κάποιος που αντιλαμβάνεται, ανα-γνωρίζει, και αγαπάει το έργο του Καναδού σκηνοθέτη στο σύνολό του. Και αυτό (υποσυνείδητα ή μη) το ξέρει πολύ καλά και ο ίδιος. Διότι καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς, κύρους, προσωπικής αναζήτησης και φιλοσοφίας δεν ενδιαφέρονται (πια) να αποδείξουν κάτι στους νεοκλασάτους κριτικάριους (ή ερμηνευτές εικόνων και έργων) οι οποίοι όλο και περισσότερο μοιάζει να ψάχνουν λαμπερούς τρόπους εγωιστικής αυτοπροβολής και εγωκεντρικής αντίδρασης (επιδεικνύοντας τις «ατελείωτες» γνώσεις τους). Τέτοιοι σκηνοθέτες περισσότερο ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν το κοινό που τους αγάπησε, τους ανέδειξε και που (ακόμα και στα στραβοπατήματά τους) τους δέχεται ως είναι και (κυρίως) τους θαυμάζει για αυτό που πιστεύουν και παράγουν.

Ακόμα και αν ίδιος ο Cronenberg προσπαθούσε να γίνει πιο mainstream δημιουργώντας βατές ιστορίες τοποθετημένες σε μια καθαρά αναγνωρίσιμη πραγματικότητα του σήμερα, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τα βήματα της βιομηχανίας (αυτού) του θεάματος και κατ’ επέκταση της λογικής που την διέπει. Διότι από μόνες τους οι δημιουργίες του αντανακλούν έναν καλλιτέχνη με σαφή όραμα και προσανατολισμό, πάμπολλες εμμονές και σίγουρα μια εξελισσόμενη φιλοσοφία, μακράν διαφοροποιημένο από την κουλτούρα και τα γούστα του μέσου Αμερικάνου θεατή.

Η ιστορία της μαίας που ψάχνει απαντήσεις (και τελικά τις βρίσκει), είναι σχετικά απλουστευμένη και λιγότερη φιλοσοφημένη απ’ ότι στο παρελθόν. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ρηχότητα, κάθε άλλο μάλιστα. Θέτοντας σαν βάση ένα ομιχλώδες και βροχερό Λονδίνο, παρουσιάζεται (έστω αμυδρά και χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης) η κουλτούρα της Ρωσικής μαφίας και η (υπόγεια) δράση στην ευρύτερη περιοχή, σε μια ιστορία που διασταυρώνονται οι πολιτισμοί, παντρεύονται οι γνώσεις με τις αξίες, και το ποιος είσαι καθορίζεται από τα tattoos που έχεις στο σώμα σου (Vor V Zakone ονομάζεται ουσιαστικά η Ρώσικη μαφία και τα tattoos αυτά εκφράζουν το ποιος είσαι καθώς και την πορεία της ζωής του καθενός).

Μέσα σε όλα τα παραπάνω, το προσωπικό στίγμα του Cronenberg πανταχού παρών. Έκδηλη η αστείρευτη ικανότητα του να δημιουργεί τους δικούς του κόσμους με τους δικούς του ήρωες, αντί-ήρωες (και αντί-αντί-ήρωες) που μοιάζουν να ζούνε σε μία δική τους πραγματικότητα (ακόμα και οι «μαφιόζοι» μοιάζουν ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο υπό-κόσμο), αρκετά ρεαλιστική και όχι τόσο μακριά από την δική μας (το ίδιο άνιση και ταυτόχρονα φαινομενικά απλή) εμπράγματη ζωή. Με μια επική σκηνή πάλης στα λουτρά (χαρακτηριζόμενη ως απλοϊκή ωμότητα) μας αποδεικνύει (ξανά) το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα και τις προσωπικότητάς του, χρησιμοποιώντας την βία σαν όπλο, είτε του καλού είτε του κακού (εδώ και των δύο).

Τι είναι όμως αυτό που κάνει το Eastern Promises να ξεχωρίζει μέσα από την απλόχερη απλότητά του?

Μια ιστορία εγκλήματος με δραματικές προεκτάσεις βασιζόμενη στην επαγγελματική αφοσίωση αλλά και στην εφηβική μανία του δημιουργού της. Δύο χαρακτηριστικά που δυστυχώς μέρα με τη μέρα, δείχνουν να εξανεμίζονται από τους περισσότερους και που η έλλειψή τους δημιουργεί μπερδεμένες ψευδαισθήσεις του σήμερα και του αύριο.
Ο Cronenberg όμως δεν ξεχνά, θυμίζοντας/δασκαλεύοντας σε όλους εμάς ένα πολύ σημαντικό πράγμα σ’ αυτή τη πολύ-δι-άστατη ζωή...

“Every sin leaves a mark...”

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Un homme et une femme - A Man and a Woman (1966)

Ίσως ο Claude Lelouch να ήθελε να δημιουργήσει την απόλυτη και διαχρονικότερη ερωτική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτό σίγουρα δεν το κατάφερε, κατάφερε όμως να δημιουργήσει μιας από τις χαρακτηριστικότερες και ταυτόχρονα αναγνωρίσιμες ταινίες μιας εξίσου ιδιαίτερης και επαναστατικά αμφιλεγόμενης δεκαετίας.

Όταν μια ταινία ξεκινάει με μια γυναίκα να διηγείται στο παιδί της ένα παραμύθι, τότε καταλαβαίνεις ότι η ταινία αυτή έχει συγκεκριμένους στόχους όσον αφορά τα συναισθήματα του θεατή. Λίγο αργότερα ένας άντρας μαθαίνει στο μικρό του γιο να οδηγεί. Περισσότερο με παιχνίδι μοιάζει δηλαδή παρά με εκμάθηση. Οι άντρες δεν μεγαλώνουν ποτέ λένε κάποιοι (και ίσως να έχουν δίκιο). Και οι δύο αυτοί γονείς έχουν χάσει τους συντρόφους τους, αναλαμβάνοντας ευθύνες και βάρη που ο κοινός νους δεν μπορεί να φανταστεί.

Σαν ραλίστας που είναι αυτός, έχει μάθει να τρέχει, έχει μάθει να κινδυνεύει. Δύσκολες καταστάσεις. Αυτή ασχολείται με τον κινηματογράφο. Μαθημένη στις ιστορίες και στις αναπαραστάσεις της ζωής. Από την ανάγκη της ατομικότητας μέχρι την ανάγκη της συντροφικότητας, οι ζωές τους θα διασταυρωθούν και θα βαδίσουν σε κοινά μονοπάτια. Τα μάτια παρατηρούν και το μυαλό καταγράφει, κυρίως συναισθήματα. Τα ίδια συναισθήματα που προσπαθεί να καταγράψει και η (άψυχη) κάμερα. Μεταξύ τέχνης και ζωής κάποιοι επιλέγουν την ζωή. Παράτολμη πράξη.

Τα flashbacks σε ασπρόμαυρο film δεν υπάρχουν για να καταλάβουμε καλύτερα αυτούς τους δύο ανθρώπους, αυτό το κάναμε στα πρώτα πέντε λεπτά που τους είδαμε με τα παιδιά τους (όλους τους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις αμέσως μόλις τους δεις μαζί με τα παιδιά τους, λες και η συμπεριφορά απέναντί τους προδίδει τα πάντα για αυτούς). Τα flashbacks περισσότερο λειτουργούν σαν μαγνήτης συμπάθειας για αυτά τα δύο πρόσωπα. Λειτουργική στρατηγική, σίγουρα.

Σε καμία ιστορία δεν υπάρχει πρωτοτυπία. Δυο άνθρωποι γνωρίζονται, ερωτεύονται και συνεχίζουν μαζί τη ζωή τους. Αυτό που κάνει κάθε ιστορία πρωτότυπη είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Και οι δυο τους δημιουργούν το ιδανικό κολάζ εικόνων, σκέψεων και συναισθημάτων, ζούνε έναν έρωτα ευαίσθητο και αισθησιακό. Και εκεί βρίσκεται το μυστικό της (τότε) επιτυχίας. Με σχετικά ελάχιστους διαλόγους, το ευχάριστα παρακολουθήσιμο κινηματογράφημα του Lelouch, μπορεί να μοιάζει λίγο αμήχανο σήμερα (και σε στιγμές δραματικό), δεν παύει όμως να υμνεί παροτρυντικά τον ρομαντισμό και τον έρωτα. Έναν έρωτα ο οποίος μοιάζει επικίνδυνα αναγκαίος, περισσότερο στις μέρες μας, παρά τότε.

Όλα σε αυτή τη ζωή γυρίζουν, όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν. Αυτός ο άντρας και αυτή η γυναίκα θα βρεθούν τυχαία ο ένας στο δρόμο του άλλου, θα ανταλλάξουν βλέμματα, θα περπατήσουν πλάι πλάι και τελικά θα ερωτευθούν. Αυτός ο άντρας και αυτή η γυναίκα θα ζήσουν τον δικό τους δραματικό έρωτα, το δικό τους παραμύθι. Σαν και αυτά που βλέπουμε στις ταινίες, στον κινηματογράφο. Για μια στιγμή όμως. Και αυτή μια τέτοια ταινία είναι. Αυτό είναι το cinema των αφηρημένων εικόνων, των γλυκόπικρων ιστοριών.

Chris Zafeiriadis

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Brüno (2009)

Όνομα: Brüno
Ετών:19
Εθνικότητα: Αυστριακή
Φύλλο: Gay
Θράσος: Στο maximum
Σκοπός Ζωής: Να γίνει διάσημος





Αυτά είναι κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε με το ξεκίνημα της ταινίας για τον Brüno, όπως και οι κραυγαλέες στιλιστικές του προτιμήσεις, η επιτηδευμένα σπαστή προφορά του, το αγέρωχο βήμα του, αλλά το πιο βασικό, ότι στο πέρασμά του σοκάρει άπαντες.

Ο Brüno είναι ο νέος χαρακτήρας που υποδύεται ο Sacha Βaron Cohen, ο ταλαντούχος αυτός ηθοποιός, διασκεδαστής, κωμικός, τσαρλατάνος, οδοστρωτήρας κάθε αξίας. Τι είναι τελικά αυτός ο άνθρωπος? Με ποια ιδιότητα θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε? Δεν νομίζω πως αρχικά νοιάζει τόσο τον ίδιο τον Cohen. Περισσότερο έχει να κάνει με το κέφι του. Και μάλλον κάνω το κέφι μου σημαίνει ξεφτιλίζω δημοσίως ομοφοβικούς, fashionistas, πολιτικούς, ψωνισμένους, και οποιονδήποτε βρεθεί στο δρόμο μου (αρκεί να είναι άξιος ξεφτιλίσματος πάντα). Υπάρχει κάποιος απώτερος σκοπός για όλα αυτά; Μπα, θα επιμείνω πως ο άνθρωπος να μεταδώσει το κέφι του θέλει και όχι να ευαισθητοποιήσει κάποιον (όπως ο Michel Moore ας πούμε), ασχέτως εάν το τελικό αποτέλεσμα (μέχρι ένα βαθμό) καταφέρνει και το δεύτερο.

Ο Brüno λοιπόν, είναι ένας νεαρός ο οποίος ασχολείται με την δημοσιογραφία της μόδας και σκοπός της ζωής του είναι να γίνει διάσημος. Και είναι διατεθειμένος να το πετύχει με οποιοδήποτε κόστος. Είναι έτοιμος να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, θα ξεφτιλίσει εθνικότητες, θρησκευτικές "αξίες", να αποκτήσει ένα μαύρο παιδάκι ανταλλάσσοντας το με ένα συλλεκτικό i-pod, να αλλάξει την φύση του απευθυνόμενος σε "ειδικούς" που μετατρέπουν τους γκέι σε άντρες, δείχνοντάς τους τον δρόμο του Θεού. Τόσο αφοσιωμένος είναι στο στόχο του που μέχρι και τον έρωτα αφήνει στην άκρη μιας και για την ώρα έρχεται δεύτερος.

Όμως πίσω από τον αφελή και ξανθοχαζούλη Brüno (που όλοι κοιτάνε σαν εξωγήινο γιατί είναι τόσο εξω-πραγματικός, abnormal, περήφανα αναιδής και ξεδιάντροπα έκφυλος) κρύβεται ένας ευφυής άνθρωπος, ο οποίος με μεγάλη άνεση ξεγελάει τον καθένα από εμάς (που ακόμα απορούμε για το τι από αυτά που βλέπουμε είναι στημένο και τι όχι). Με την (πολύ εύστοχη) ντοκιμαντερίστικη μέθοδο του Larry Charles, παρακολουθούμε την πορεία αυτού του ανθρώπου που διψάει για φήμη, μια ίσως ακόμη πληγή του αμερικάνικου (και όχι μόνο) τρόπου ζωής. Σερβίρει την αλήθεια ωμή σε εσένα που παρακολουθείς, προκαλώντας αλλεπάλληλα εγκεφαλικά σε αυτούς που εν αγνοία τους συμμετέχουν. Απλά.

Δεν ξέρουμε λοιπόν (και ίσως να μην μάθουμε ποτέ) τι σκοπό έχει ο Cohen με τον Brüno αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως ή τον λατρεύεις ή τον μισείς, κάτι ενδιάμεσο δεν υπάρχει. Εάν τον λατρέψεις, λύνεσαι στα γέλια με την βροχή από τις ιδιοφυείς ατάκες του, αφήνεσαι στην σάτιρά του και χτυπιέσαι από τις "καταστροφές" που προκαλεί στο πέρασμά του. Εάν τον μισήσεις δεν γνωρίζω να σου πω. Εγώ τον λάτρεψα γιατί είναι ο εαυτός του, original χωρίς να ντρέπεται για αυτό που είναι. Σπάνιο. Take it or leave it, your choice.

Πηνελόπη Παπαδοπούλου

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

The Hangover (2009)

“Some guys just can't handle Vegas”

Θα ήθελα να είμαι σε θέση να αραδιάσω μέσα σε ένα λιτό, έξυπνο και αστείο κείμενο χίλιους δυο λόγους για τους οποίους θα πρέπει κάποιος να δει τη συγκεκριμένη ταινία. Θα ήθελα να μπορώ να υποστηρίξω τους λόγους αυτούς και τις απόψεις μου, την στιγμή που λίγο αργότερα θα εμφανιστεί κάποιος αντιρρησίας από την γωνία και θα με αμφισβητήσει. Τέλος, θα ήθελα πραγματικά το Hangover να είναι ανανεωτικό, αστείο, έξυπνο και πρωτοποριακό, ώστε δικαίως να θεωρείται (όπως γράφεται στον τύπο) η κωμωδία της δεκαετίας. Επειδή όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει, θα περιοριστώ απλά στα πλαίσια μιας καλοκαιρινής βραδιάς, στο cinema της γειτονιάς μας.

Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη που μπορεί να έχει κάποιος, να ταυτιστεί με κάποιον χαρακτήρα, είτε πραγματικό είτε φανταστικό. Κοινώς, να προσδιορίσει τον εαυτό του μέσω ενός μέσου, ενός ήδη προσδιορισμένου χαρακτήρα. Μάλιστα καμιά φορά την νιώθω και εγώ αυτή την ανάγκη. Είναι και η εποχή μας λίγο περίεργη που μερικές φορές σε κάνει να ξεχνάς ποιος και τι πραγματικά είσαι. Το πρόβλημα όμως είναι ότι όταν τελικά αυτοπροσδιοριστείς, παίρνεις στον λαιμό σου και άλλους, οι οποίοι θα ήθελαν αλλά τελικά δεν μπορούσαν (να ταυτιστούν). Και κάπου εκεί ξεκινάνε τα προβλήματα με το Hangover.

Η ιστορία των τεσσάρων φίλων που πάνε για bachelor στο Vegas και ξυπνάνε με τον γαμπρό απών χωρίς να θυμούνται τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ, είναι τουλάχιστον δελεαστική για να την παρακολουθήσεις. Κρύβει μέσα της ένα μυστήριο το οποίο μέσα από την εξέλιξη της ταινίας αποκαλύπτεται, όσο οι εναπομείναντες τρεις προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Μερικές έξυπνες ατάκες, μερικές αστείες σκηνές, μερικώς καλή ανάπτυξη των χαρακτήρων και απουσία κλανιών και ρεψιμάτων (ευτυχώς). Αλλά ....

Ο σκηνοθέτης Todd Phillips προσπαθεί να δώσει μια πιο ρεαλιστική χροιά (καλώς), η οποία όμως δεν συμβαδίζει με το ημισουρεαλιστικό σενάριο που συνήθως διαθέτουν τέτοιου είδους ταινίες (επίσης καλώς). Το αποτέλεσμα μοιάζει από ανισόρροπο έως επιτηδευμένο, με την μεγαλύτερη αδυναμία της να εντοπίζεται στη ροή. Ενώ έχει έξυπνες ιδέες, δεν καταφέρνει να συνδέσει πολλά από αυτά που διαδραματίζονται επί της οθόνης και ενώ θέλει να τρέξει (γιατί τέτοια είναι η φύση της) κάπου το χάνει στη στροφή.

Και κάπου εκεί είναι που το Hangover χάνει το παιχνίδι. Και το χάνουν και όλοι εκείνοι που δεν είχαν ποτέ τους ένα καλό hangover αλλά θα ήθελαν να μπορούν τώρα να παινεύονται για τα κατορθώματά τους. Και το κάνουν. Αλλά όσο και αν υποστηρίζουν ότι λατρεύουν την ταινία για τον ρεαλισμό και τον αυθορμητισμό της τόσο εκτίθενται στον (λίγο πολύ) υποψιασμένο και έμπειρο αναγνώστη. Διότι....

Η μαγκιά του Hangover έγκειται στο ότι μπορεί εύκολα να λειτουργήσει ως μια πολύ καλή δικαιολογία. Όποιος όμως θέλει να μάθει πως είναι ένα καλό hangover, ας κατεβάσει ένα μπουκάλι Jack Daniels και ας αφεθεί στη μαγεία της νύχτας. Τότε οι εμπειρίες θα είναι αληθινές, μη αμφισβητήσιμες και ξεχωριστές για τον καθένα. Προσοχή όμως, η ταινία κερδίζει μερικούς πόντους στο τέλος διότι αποφεύγει το να γίνει διδακτική. Στην αληθινή ζωή τα πράγματα είναι διαφορετικά και οι καταστάσεις που προκαλεί το αλκοόλ μπορεί να αποβούν από μοιραίες έως μη αναστρέψιμες. Η ταινία δεν μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, ένα καλό hangover όμως μπορεί. Άσπρο πάτο και καλή τύχη.

Chris Zafeiriadis

P.S.: Άσχετο με την ταινία αλλά όσοι άκουσαν το Hate Worldwide κατάλαβαν. Για τους υπόλοιπους να πω μόνο ότι το δεν σε προδιαθέτει απλά για το come back της δεκαετίας, αλλά σε ταξιδεύει πολλά χρόνια πίσω. Party θα κάνουμε φέτος όπως φαίνεται. Καλές διακοπές σε όλους και να πίνετε πολύ νερό.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Et Dieu... créa la femme - ...And God Created Woman (1956)

Η γυναίκα αντικείμενο του πόθου. Αυτή που όλοι λαχταρούν, αυτή που όλοι γδύνουν με τα μάτια τους, αυτή που δεν χορταίνουν να παρακολουθούν να λικνίζεται στους ρυθμούς του τσα-τσα. Η γυναίκα πέτρα του σκανδάλου. Ικανή να διαλύσει οικογένειες, να φέρει τα πάνω κάτω σε μια μικρή κοινότητα. Αυτή που έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει ένα αθώο λιμανάκι σε “ιδρωμένη” αρένα όπου οι κάθε λογής άντρες μονομαχούν, για τα μάτια της μόνο.

Δεν θα σταθώ ούτε στο εντυπωσιακό κορμί της, ούτε στα σαρκώδη χείλη της. Δεν θα σταθώ στο αισθησιακό της πρότυπο, ούτε καν στο φλογερό ταμπεραμέντο της. Θα σταθώ όμως στην εκτενή επιρροή που είχε η παρουσία της και μόνο, στους ανθρώπους γύρω της. Δεν είναι το ότι τέτοιες γυναίκες εμφανίζονται σπάνια (γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες γυναίκες σήμερα), αλλά γιατί δεν έχουν το θράσος , το σκέρτσο και την ξεγνοιασιά της Juliete.

Μεγαλωμένη σε ένα αυταρχικό ορφανοτροφείο, αυτή η ενηλικιωμένη πλέον νέα, είναι σαν άγριο άλογο, δύσκολο να δαμάσεις. Πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να την κατακτήσεις. Τα κουμπιά του φορέματός της σπάνια θα τα δεις κουμπωμένα. Της αρέσει να χορεύει και να απολαμβάνει το καθετί. Άλλωστε για αυτό έχει γεννηθεί, για να απολαμβάνει. Η Juliete χαίρεται την ελευθερία της με τον καλύτερο τρόπο. Ζει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία και λίγη σημασία έχουν για αυτήν τα (πολλά) λόγια του περίγυρού της. Μαγνητίζει τα βλέμματα, σκανδαλίζει και προκαλεί, αλλά δεν την πολυνοιάζει. Η Juliete έχει το θάρρος να κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει.

Ο Roger Vadim στήνει την κάμερα του και παρακολουθεί καθώς ένα ασυνήθιστο «ταλέντο» έρχεται στην επιφάνεια. Σε ένα ηλιοκαμένο St. Tropez, όπου η ζέστη και η υγρασία πάνε πακέτο, λίγο πριν το μπικίνι γίνει αστική μόδα και λίγο πριν το καμάκι μετατραπεί σε λαϊκή τέχνη, η γοητευτική Brigitte Bardot ανοίγει τα φτερά της και ανάγεται σε ακτινοβολούσα πρωταγωνίστρια. Οι Γάλλοι αλληθωρίζουν, αυτή το χαίρεται και η ίδια η ταινία κάνει τον γύρω του κόσμου, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και συντηρησιακές λογοκρισίες. Το απόλυτο sex symbol είχε γεννηθεί.

Αλλά ακόμα και αν ο Vadim προσπαθεί να μας πείσει για μια πιο επιφανειακή ανάγνωση, επαναπαυμένος στην σαγηνευτική εικόνα της πρωταγωνίστριάς του, εγώ δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η συγκεκριμένη κυρία καταφέρνει με μεγάλη ευκολία να απαξιώσει το ανδρικό φύλο, κάνοντας το να σκέφτεται και να ενεργεί με μια ανεκδιήγητη βλακεία. Γεγονός που δεν χρειάζεται να βρίσκεσαι στα 50ς για να το παρατηρήσεις, μια ματιά ακόμα και στη δική μας, πιο προοδευμένη εποχή, αρκεί. Η Bardot όμως είναι η Bardot και οι ανδρικές φαντασιώσεις παραμένουν.... αντρικές. Ο Θεός έπλασε τη γυναίκα και, δυστυχώς ή ευτυχώς, εμείς ακόμα κοιτάμε σαν χαζοί...
«Au revoir»…

Chris Zafeiriadis