Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Paura nella città dei morti viventi (a.k.a. City of the Living Dead) - (1980)


Για αυτούς που αγαπάνε το σινεμά του φανταστικού, το “City of the Living Dead” ανήκει σε εκείνες τις «ταινίες σταθμούς», όπως λαϊκότροπα χαρακτηρίζονται, οι οποίες αποτελούν ένα από τα ελάχιστα μέτρα σύγκρισης με τα οποία αναμετριούνται πολλές από τις κολασμένες ιστορίες που πυκνά συχνά εμφανίζονται στο πανί. Όχι γιατί ο Fulci εδώ παρουσιάζει την καλύτερη δουλειά του, ούτε γιατί η σεναριακή συνοχή αποτελεί παράδειγμα κινηματογραφικής αρτιότητας (που προσωπικά αν με ρωτήσεις, για τέτοιες στιγμές, θα έπρεπε) αλλά γιατί σε αυτή την ταινία αρχίζει να διαφαίνεται ολοκληρωμένα πια, όλο το μεράκι, η αγάπη και η αφοσίωση του σκηνοθέτη στην τέχνη που σε ένα μεγάλο βαθμό τον χαρακτηρίζει. Μια τέχνη που πολλοί θα αμφισβητήσουν, κάποιοι άλλοι θα μετανιώσουν που γνώρισαν, οι περισσότεροι όμως που θα την βιώσουν, θα μείνουν πιστοί σε ένα σινεμά που ακόμα και σήμερα συγκινεί κάθε φορά που το παρακολουθούμε, σαν να μη πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που το γνωρίσαμε.

Η τέχνη στην οποία αναφέρομαι βέβαια δεν έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Fulci παρουσιάζει τις νεκροζώντανες ιστορίες του. Αυτό ξεκίνησε ένα χρόνο πριν με το Zombie 2, όπου το αίμα, τα εντόσθια και η όρεξη των πρόσφατα αποθανόντων για ζωντανή σάρκα πρωταγωνιστούσαν με ένα πρωτόγονο τρόπο, ο οποίος έγινε το εφαλτήριο για μια σειρά αριστουργηματικών εφιαλτικών στιγμών του Ιταλικού κινηματογράφου (Nightmare City του Umberto Lenzi, Nights of Terror του Andrea Bianchi, Zombie Creeping Flesh του Bruno Mattei κτλ). Εδώ όμως ο Fulci προχωράει ένα βήμα παραπέρα.

Σε αυτή την ταινία (που είναι και η πρώτη της άτυπης τριλογίας της «Κολάσεως» - θα πούνε οι περισσότεροι) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει χωρίς ντροπή και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, έναν αρμονικό συνδυασμό αποκρυφισμού, Lovecraft-ικού μύθου και αποδόμησης της όποιας θρησκευτικής πίστης, καμουφλαρισμένα με όλο τον ζόφο που μπορεί να διαπεράσει την ανθρώπινη λογική. Μια λογική που κλονίζει πρώτο από όλους έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος αφού κρεμαστεί στον αύλιο χώρο της εκκλησίας του, γίνεται η αφορμή για να ανοίξει μια από τις επτά πύλες και ένα απροσδιόριστο κακό να εισέλθει στο κόσμο των ανθρώπων. Παράλληλα με τα παραπάνω ο σκηνοθέτης αμφισβητεί την έννοια της γραμμικής αφήγησης, παρουσιάζοντας τα γεγονότα χωρίς σαφή αρχή, μέση και τέλος, ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν τα σύνορα μεταξύ ανθρώπινης λογικής και της απέχθειας ενός άλλου, δυσοίωνου κόσμου, έπαυαν να υφίστανται.

Σε αυτόν τον άψογα αποδομημένο περιβάλλον, η τελετουργική μουσική του Fabio Frizzi γίνεται το απόλυτο soundtrack ενός ακατανόητου και χαοτικού κόσμου ο οποίος εξουσιάζεται από δυνάμεις πέραν της κοινής ανθρώπινης αντίληψης. Οι νεκροί σηκώνονται από τα φέρετρα, τα απόκοσμα μουγκρητά τους κυριαρχούν στον χρονοχώρο, ένα κατατονικό μέντιουμ (με το συμβολικό όνομα Mary) αντικρίζει για λίγο την επιτύμβια στήλη του, τα σκουλήκια τα οποία είναι οι καλύτεροι φίλοι των άψυχων σωμάτων τώρα γίνονται φίλοι και των ζωντανών και μια όμορφη (αλλά πιθανότατα αμαρτωλή) κοπέλα ξερνάει τα εντόσθιά της σε μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές στην ιστορία του φανταστικού σινεμά.

Οι παραπάνω σκηνές μπορεί να παρουσιάζουν με μεγάλη ευκολία την θνησιμότητα και την ευπάθεια της ανθρώπινης σάρκας, κοιτώντας όμως βαθύτερα συνειδητοποιείς την αποκάλυψη όλης της αποτρόπαιης φρίκης, η οποία πηγάζει από το ψυχολογικό μαρτύριο του πνεύματος. Διότι όταν το πνεύμα «μαρτυρά», ο καθένας από εμάς δεν βρίσκεται προ των πυλών, αλλά έχει επάξια διαβεί το κατώφλι της προσωπικής του κόλασης. Και όταν πια κάποιος βρεθεί στην απέναντι όχθη δεν υπάρχει γυρισμός. Υπάρχει μόνο η εικόνα του εφιάλτη η οποία ξεπερνά τα όρια της προσωπικής συνείδησης και μετουσιώνεται σε φιλμική πραγματικότητα, τρέφοντας (για πάντα, ίσως) την ψυχή και την φαντασία του εκάστοτε θεατή. Και αν αυτό δεν είναι η δύναμη της τέχνης του σινεμά, τότε πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να είναι…

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Welcome (2009)


Welcome, Willkommen, Bienvenuto, Bienvenue, Καλώς ήρθες....

Η ταινία ήδη μας καλωσορίζει μέσω του τίτλου της, ειρωνικά, κλείνοντας το μάτι στο θέατρο του παραλόγου που διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση και τη σχεδόν ανύπαρκτη και ασυγκρότητη αντίδραση των Ευρωπαϊκών κρατών.

Ο σκηνοθέτης Philippe Lioret επιθυμούσε να γυρίσει μια ταινία έχοντας ως εφαλτήριο τις τραγικές συνθήκες κράτησης και την αγωνία που βιώνουν παράνομοι μετανάστες στο λιμάνι Καλαί (Calais) της Γαλλίας, ενώ αποφάσισε να ξετυλίξει την ιστορία του στις πραγματικές τοποθεσίες των γεγονότων. Ένα πολύπαθο σταυροδρόμι, τοποθετημένο στο κανάλι της Μάγχης, το οποίο χωρίζουν μόλις 22 μίλια νερού από την αγγλική ακτή Ντόβερ.

Βασικό θέμα της ιστορίας, που ξετυλίγεται μέσα από μια μελαγχολική και γκρίζα ατμόσφαιρα, είναι ο 17χρονος Μπιλάλ, ένας Κούρδος μετανάστης, ο οποίος μετά από μια περιπετειώδη και οδυνηρή πεζοπορία 4000 χιλιομέτρων από το Ιράκ, φτάνει τελικά στο Καλαί, με απώτερο σκοπό να περάσει στην Αγγλία και να ανταμώσει με την αγαπημένη του Μίνα, η οποία ζει εκεί με την οικογένειά της.

Έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να περάσει παράνομα τα σύνορα μέσα σε ένα φορτηγό, οι αστυνομικές αρχές θα τον γυρίσουν πίσω με την προειδοποίηση της απέλασης. Τότε θα εμπνευστεί την ιδέα να διασχίσει τη Μάγχη κολυμπώντας μέχρι την αγγλική ακτή. Υπό το πρίσμα αυτού του σχεδίου θα γνωρίσει τον Σιμόν, έναν ντόπιο προπονητή κολύμβησης, από τον οποίο θα ζητήσει βοήθεια προκειμένου να προετοιμαστεί για το τιτάνιο εγχείρημά του.

Οι δυο κεντρικοί ήρωες αντικατοπτρίζουν δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους που συναντούμε στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις. Από τη μια ο Μπιλάλ, απόλυτα αποφασισμένος και προσηλωμένος στο στόχο του, εκπροσωπεί το παράνομο μεταναστευτικό κίνημα που κατακλύζει ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν πρωτόγονη δύναμη και αγνότητα, η οποία τον καθοδηγεί να εκπληρώσει αυτό για το οποίο ξεκίνησε, να συναντήσει την αγαπημένη του και να βρει μια δουλειά, η οποία θα του δώσει τη δυνατότητα να βοηθήσει την οικογένεια που άφησε πίσω του.

Από την άλλη ο Σιμόν, ο ατομικός τύπος ανθρώπου, ο οποίος έχει βυθιστεί στη κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση των αστικών κέντρων, ανίκανος να εκφράσει την αγάπη του προς την εν διαστάσει σύζυγό του, να αναπτύξει επαφές με τους ανθρώπους γύρω του ή, ακόμα, να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε κοινωνική δράση. Γι’ αυτόν ο Μπιλάλ θα είναι μια δραστική και βίαιη αφύπνιση από τη νάρκωση που είχε υποπέσει έως τώρα. Οι δυο άντρες θα συμπορευτούν, δημιουργώντας έναν παράδοξο δεσμό που άλλοτε παραπέμπει στη φιλία και άλλοτε στη σχέση που έχει ένας πατέρας με το γιο του, χωρίς όμως να βγουν αλώβητοι και άθικτοι από αυτή τη μελοδραματική «συγχορδία».

Οι δυο ηθοποιοί, ο Vincent Lindon ως Σιμόν και ο Firat Ayredi ως Μπιλάλ, ενσαρκώνουν ρεαλιστικά και με απόλυτη φυσικότητα τα στοιχεία των δυο χαρακτήρων, με τα χρώματα της συναισθηματικής τους κατάστασης. Για το ρόλο του Μπιλάλ ο ίδιος ο σκηνοθέτης επιδόθηκε σε μια αναζήτηση μέσα στις συμπαγείς κοινότητες των Κούρδων στην Ευρώπη (Βερολίνο, Σουηδία, Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη), για να ανακαλύψει τον Ayredi στη Γαλλία, και μαζί με αυτόν έναν αριθμό ερασιτεχνών ηθοποιών, οι οποίοι εμφανίζονται διαδραματίζοντας διάφορους ρόλους, όπως είναι οι Κούρδοι συνοδοιπόροι του Μπιλάλ και η αγαπημένη του Μίνα.

Πίσω από τους δυο ήρωες κινείται σε ένα «γκρίζο» φόντο η ίδια η γαλλική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία απαρτίζεται από εθελοντές που προσπαθούν μάταια να ανακουφίσουν το δράμα των μεταναστών, από «φιλήσυχους» πολίτες που επιλέγουν να λειτουργήσουν ξενοφοβικά και να καταδώσουν τον γείτονά τους, επειδή βοηθά κάποιους παράνομους εμιγκρέδες, και από τις αστυνομικές αρχές, που έχουν άχαρα αναλάβει το ρόλο αυτού που εφαρμόζει μια αναποτελεσματική και κατάφωρα άδικη μεταναστευτική πολιτική.

Η Γαλλία έχει αντιδράσει τα τελευταία χρόνια αρκετά σπασμωδικά στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, με μια σειρά από νόμους που τις περισσότερες φορές καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως διαφάνηκε από την «επονείδιστη» απέλαση των Ρομά) θυμίζοντας σκοτεινά και σκιώδη καθεστώτα του παρελθόντος. Μέσα από την ταινία υπάρχει άμεση αναφορά σε νόμο που είχε εκδοθεί και αφορούσε βαριά πρόστιμα και φυλάκιση έως και 5 χρόνια σε όσους Γάλλους πολίτες βοηθούν ή παρέχουν καταφύγιο σε μετανάστες. Μάλιστα το 2008, 4423 Γάλλοι κατηγορήθηκαν για τα παραπάνω και βρέθηκαν κρατούμενοι.

Ωστόσο, μέσα σε αυτό το διάχυτο κλίμα της μη ανεκτικότητας και της έλλειψης αλληλεγγύης, η ταινία του Lioret προβλήθηκε μέσα στη γαλλική βουλή, ωθώντας τους βουλευτές να επανεξετάσουν το συγκεκριμένο νόμο και αποδεικνύοντας ότι η τέχνη –εκτός από τροφή της ψυχής– μπορεί να αποτελέσει και μέσο βελτίωσης των ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης καθώς επίσης και ορμητήριο ρηξικέλευθων και ουσιωδών αλλαγών. Επιπλέον, έχοντας κερδίσει και το βραβείο LUX (2009), οδεύει να σπάσει ένα ακόμα ανασταλτικό φραγμό στην ανθρώπινη συνεκτικότητα και συνδιαλλαγή, αυτόν της γλώσσας.

Επίκαιρη όσο ποτέ, μετά τα αιματοβαμμένα γεγονότα της Νορβηγίας, το Welcome αποτελεί εν μέρει και μια καθρεπτική αναπαράσταση της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα μας, όπου το λιμάνι-«ανθρώπινη αποθήκη» του Καλαί δίνει τη θέση του σε αυτό της Πάτρας και στα σύνορα του Έβρου, για να μας κάνει να αναλογιστούμε ότι παρόμοιες εκδοχές της ιστορίας όλοι έχουμε ακούσει, γνωρίσει, ή ακόμα και βιώσει.

Επιβιβαστείτε λοιπόν σε ένα ακόμα «τρένο της αξιοπρέπειας» ("train de la dignité"), όπως ονομάστηκε αυτό με το οποίο τον Απρίλιο του 2011 αποπειράθηκαν να ταξιδέψουν Τυνήσιοι μετανάστες και εκπρόσωποι οργανώσεων αλληλεγγύης από τη χώρα υποδοχής τους, την Ιταλία, με προορισμό την πολυπόθητη Γαλλία. Καλό ταξίδι…

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Incendies (2010)


Μια από αυτές τις ημέρες, όπου η ζέστη καταπράυνε όλες τις αισθήσεις και απέκλειε οποιαδήποτε μορφή αντίδρασης, αναλογιζόμουν ότι φέτος διανύουμε ένα από τα πιο παράδοξα καλοκαίρια. Αμφισβήτηση ενός ολόκληρου συστήματος ζωής και τρόπου σκέψης, συνεχής βομβαρδισμός ειδήσεων και πληροφοριών και μια αίσθηση αμηχανίας, μπροστά στο άγνωστο που καταφτάνει. Γύρω μας οι άνθρωποι κινούνται σπασμωδικά και νωχελικά, αναζητώντας καταφύγιο σε παραλίες, πλατείες και θερινά σινεμά.

Η ταινία του Καναδού Denis Villeneuve, αποτελεί ιδανική ευκαιρία για πνευματική και νοητική αφύπνιση, παρά τη ραστώνη των ημερών, κατακλύζοντας και προκαλώντας ευθέως το θεατή. Η παραγωγή είναι γαλλο-καναδική και τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο Κεμπέκ του Καναδά και διάφορες τοποθεσίες της Ιορδανίας. Βασίζεται στο θεατρικό έργο του Wadji Mouawad, το οποίο ο σκηνοθέτης δούλεψε ενδελεχώς, ώστε να εμφυσήσει στην ταινία την αίσθηση της ρέουσας κίνησης και δράσης. Ενδεικτικά της ανταπόκρισης που είχε ήταν και τα βραβεία που συνέλεξε από διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο (βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Ρότερτναμ, βραβείο καλύτερης καναδικής ταινίας στο φεστιβάλ Βανκούβερ, βραβείο καλύτερης ταινίας στο Venice Days), με αποκορύφωμα την υποψηφιότητά του στα φετινά Όσκαρ, στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Ο σκηνοθέτης κινεί τα νήματα μυθιστορηματικά, χωρίζοντας το έργο σε κεφάλαια και βουτώντας ανεπαίσθητα σχεδόν από το παρόν στο παρελθόν, έχοντας ως πυρήνα του δυο στοιχεία. Το πρώτο η πολυτάραχη ιστορία του Λιβάνου, η οποία εμποτίστηκε βαθιά από το θρησκευτικό και πολιτικό μίσος, οδηγώντας τους κατοίκους της σε ένα αέναο γαϊτανάκι θανάτου και καταστροφής. Το δεύτερο ο θεσμός της οικογένειας, η οποία χρησιμοποιείται πρωταγωνιστικά και ως βιτρίνα του αιματηρού διχασμού.

Μια μητέρα, χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο, στον Καναδά, λίγο πριν πεθάνει, αφήνει δυο γράμματα στα δίδυμα παιδιά της, με την εντολή να παραδοθούν στον πατέρα, που θεωρούσαν νεκρό και στον άγνωστο, μέχρι τώρα, αδερφό τους. Εκείνα θα ξεκινήσουν αργά να ξετυλίγουν το μυστήριο μίτο του παρελθόντος της μητέρας τους, για να έρθουν αντιμέτωποι με μια άγνωστη πλευρά της και για να τους δοθεί απρόσμενα η ευκαιρία να την κατανοήσουν και να την πλησιάσουν περισσότερο από ποτέ.

Τα δυο αδέρφια δρουν και αντιδρούν μπροστά στον καταιγισμό των εξελίξεων τελείως διαφορετικά. Από τη μια η νεαρή γυναίκα, με ένα απίστευτο πείσμα να ανακαλύψει τις ρίζες της και από την άλλη ο αδερφός που διστάζει και αρνείται να ακολουθήσει την τελευταία παράκληση μιας μητέρας που ήταν πάντα «απούσα» από το γνωστό πρότυπο της μάνας τροφού.

Η ιστορία ξετυλίγεται αριστοτεχνικά, έχοντας ενσωματώσει μέσα της βαθιά, τα βασικά στοιχεία της Σοφόκλειας τραγωδίας. Οι χαρακτήρες του παρουσιάζονται μεγαλοπρεπείς, βίαιοι, σκληροί, αλλά και ως πραγματικοί άνθρωποι, που ακόμα και όταν διαπράττουν σφάλματα διακατέχονται από μια μεγαλόπρεπη ευγένεια. Είναι ήρωες που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα και εμφανίζονται γενναιότεροι από το μέσο θνητό, καθώς παλεύουν μέχρις εσχάτων, έστω και αν είναι προδομένοι από θεούς και ανθρώπους, ακολουθώντας τη βαριά αίσθηση του χρέους. Ένα χρέος που κάθε φορά παίρνει και μια διαφορετική μορφή, μεταμφιεζόμενο, άλλοτε στην αγάπη, άλλοτε στο ρόλο της οικογένειας, της αδερφικής και της μητρικής στοργής. Αυτή η προσήλωση των πρωταγωνιστών στον ανώτερο σκοπό που θέτουν, είναι η ατομική τους ευθύνη, η οποία εν τέλει αναπαριστά μια σημαντική πράξη προκαλώντας στο θεατή τον έλεο και το φόβο, οδηγώντας τον στη λυτρωτική κάθαρση.

Η κάμερα ακολουθεί σε όλη αυτή τη διαδρομή τα βλέμματα ανθρώπων που πονούν, πολεμούν, πεθαίνουν, αγαπούν, μισούν, αγνοούν και μαθαίνουν, διανύοντας τις ίδιες διαδρομές, παράλληλα ή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Επιπλέον, δεν ξεχνά να καταγράψει τη λεπτή ηθική γραμμή που δημιουργείται εν καιρώ πολέμου, τους άγραφους ηθικούς κώδικες που διέπουν τις κοινωνίες και τις οικογένειες σφραγίζοντας τη πορεία που διαγράφει ο καθένας μέσα από τα στερεότυπα που διαιωνίζουν.

Πάνω απ’ όλα όμως το Incendies είναι ένα ανθρώπινα ρεαλιστικό παραμύθι το οποίο έρχεται να μας διδάξει κάτι απόλυτα απλό, αλλά τόσο δύσκολο, στη σημερινή εποχή που έχουμε επιλέξει την ατομική και πνευματική περιχαράκωση. Ακόμα και μέσα στην απόλυτη καταστροφή ενός πολέμου, η αγάπη και η πίστη στα προσωπικά ιδανικά μπορεί να είναι μια ανέλπιστη πηγή δύναμης ικανής να λυγίσει και την πιο ζοφερή πραγματικότητα.

Κατερίνα Λυτριάνη

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Sabrina (1954)

Για την σπουδαιότητα του Billy Wilder μπορεί κάποιος να μιλάει για ώρες. Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, στην σχεδόν σαραντάχρονη σκηνοθετική του καριέρα, μπορείς να αντικρίσεις αναρίθμητα αριστουργήματα παντός τύπου, από μικρά και ιδιαίτερα διαμαντάκια έως υπερμεγέθεις στιγμές της ιστορίας του σινεμά που όσα χρόνια και αν περάσουν θα λάμπουν σαν αστέρια στον βαθύχρωμο και μακρινό ουρανό. Άλλωστε δεν χαρακτηρίζεται τυχαία ως ένας από τους αρχιτέκτονες του μεταπολεμικού Hollywood, όπως συχνά αναφέρεται στα βιβλία της κινηματογραφικής ιστορίας. Επιλέγω σε αυτό το σημείο να μιλήσω για την γλυκιά Sabrina, όχι γιατί είναι μια από τις γνωστότερες στιγμές του, ούτε γιατί παίζεται αυτό τον καιρό στις ελληνικές αίθουσες, αλλά γιατί μια τέτοια ταινία έχει την δύναμη να αφυπνίζει ενστικτώδη συναισθήματα αγαπησιάρικης επιθυμίας, δημιουργώντας παράλληλα μια αισιόδοξη διάθεση την οποία εποχές σαν και αυτή που διανύουμε, οι περισσότεροι από εμάς την έχουνε ανάγκη.

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια μεγάλη οικογένεια η οποία ζούσε σε μια πλούσια έπαυλη, στη βόρεια ακτή του Long Island, λίγο έξω από την Νέα Υόρκη. Και αυτό μοιάζει το κατάλληλο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσει ο σκηνοθέτης να παρουσιάσει την αμερικανική «ελίτ», λογοκρίνοντας, έστω και ακροθιγώς, ένα μέρος της πλουτοκρατικής ανα-παράστασης ιδεών και αξιών, καθώς επίσης και της εμπορευματοποίησης των σχέσεων που διέπουν τέτοιους είδους ανθρώπους. Όμως η ουσία της ταινίας θα έλεγα πως δεν είναι ακριβώς αυτή. Η εύπορη αυτή οικογένεια είχε δύο όμορφους γιούς, έναν αφοσιωμένο στις επιχειρήσεις (από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του Humphrey Bogart) και έναν άλλο αφοσιωμένο στις γυναίκες (εξόχως απολαυστική η εικόνα του William Holden). Αυτός ο τελευταίος είναι που κλέβει την καρδιά της κόρης του φτωχού σοφέρ, η οποία καρδιοχτυπά για έναν έρωτα χωρίς αντίκρισμα. Άλλωστε πλούσιοι και φτωχοί συνήθως βαδίζουν σε διαφορετικούς δρόμους, ενώ φτωχοκόριτσα σαν την Sabrina έχουν μάθει να περνάνε τελείως απαρατήρητα, χωρίς καμία δυνατότητα διεκδίκησης μιας καλύτερης ζωής. Ή μήπως δεν είναι έτσι;

Αμέσως μετά την πανέμορφη Ρώμη, η γοητευτική miss Hepburn ταξιδεύει στο λαμπερό Παρίσι, όχι για να γνωρίσει την μαγική αυτή πόλη (αυτό θα το κάνει λίγα χρόνια αργότερα στο ραντεβουδιάρικο Charade) αλλά για να αναδείξει τον εαυτό που έκρυβε μέχρι τώρα πίσω από τα αθώα μάτια της. Ο Wilder παίρνει το ταπεινό κορίτσι της ιστορίας και το μεταμορφώνει σε ποθητή (γι’ αυτό και επικίνδυνη) γυναίκα η οποία διεκδικεί όλα όσα η ζωή έμοιαζε να της χρωστάει μέχρι τώρα. Και μπορεί η Sabrina να επιστρέφει στην Αμερική ως γοητευτική (και γοητευμένη) ύπαρξη, μέσα της όμως παραμένει ένα κορίτσι που προσπαθεί να αγγίξει το φεγγάρι, όσο μακριά και αν αυτό στέκεται και την κοιτάζει. Όπως όμως στη ζωή, έτσι και στην ιστορία, ο έρωτας χτυπάει εκεί που θέλει αυτός, κοροϊδεύοντας τις περισσότερες φορές τους ανθρώπους που τον περιμένουν. Η Sabrina βρίσκεται πλέον ανάμεσα στους δυο αδερφούς, ένα σύμπλεγμα αναζήτησης συναισθημάτων και αλήθειας για το τι πραγματικά μας κάνει ευτυχισμένους. Για το τι είναι αυτό που μας κάνει να χαμογελάμε, όχι από υποχρέωση αλλά από αστραφτερή ευχαρίστηση.

Το πόνημα του Wilder μπορεί να τοποθετείται σε μια άλλη, φιλμικά ασπρόμαυρη εποχή, αποπνέει όμως μια κινηματογραφική φρεσκάδα την οποία ελάχιστες ταινίες διαθέτουν ακόμα στο σήμερα. Ίσως αυτή η διαχρονικότητα να οφείλεται στις αφελείς αντρικές αλήθειες που κρύβονται πίσω από τους διαλόγους, ίσως μέσα στα αθάνατα μάτια της λαμπερής πρωταγωνίστριας ή ακόμα και στην εξέχουσα αφηγηματική ικανότητα του σκηνοθέτη όπου εδώ προτιμά λιγότερο να λογοκρίνει και περισσότερο να χαμογελάει, προσπαθώντας να δώσει αξία στα συναισθήματα που κατακλύζουν την ζωή χωρίς να μας ρωτήσουν. Και τα όνειρα που πραγματοποιούνται, αρκεί ο κάθε ονειροπόλος να πιστέψει σε αυτά. Παραμύθια, θα μου πει κάποιος. Βγαλμένα από την ζωή θα του απαντήσω. Μια ζωή γλυκιά και όμορφη, σαν τριαντάφυλλο ανθισμένο. 'La Vie En Rose' που λένε και οι Γάλλοι.

Chris Zafeiriadis

Για την κινηματογραφική λέσχη Καβάλας

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Vertigo (1958)


Από την υποκειμενική παραίσθηση της ιλιγγιώδους αφήγησης μέχρι τα ακροφοβικά σύνορα της απ-ανθρώπινης επιθυμίας, το Technicolor αριστούργημα του Hitchcock μοιάζει με έναν τέλειο γρίφο αφιερωμένο στις ψυχωτικές εμμονές, τις ερωτικές αδυναμίες και φυσικά στον ίδιο τον θεατή που ως παθιασμένος συνένοχος, καλείται να λύσει το μυστήριο μιας γυναικείας εξαφάνισης, προτού εξαφανιστεί τελείως η (ούτως η άλλως ετοιμόρροπη) λογική που χαρακτηρίζει την φύση του είδους μας. Παθιασμένος, για μια ταινία που μέχρι σήμερα παραμένει αξεπέραστη. Ίσως για πάντα.

Chris Zafeiriadis