Ο Boris μας βλέπει. Όπως τον βλέπουμε, τον ακούμε και τον νιώθουμε και εμείς. Μόνο που αυτός μπορεί να μας μιλήσει, ενώ εμείς όχι. Μάλιστα αυτός μπορεί να μιλήσει σε όλους όσους τον παρακολουθούν ενώ εμείς μόνο σε όσους βρίσκονται δίπλα μας. Αυτό δεν είναι δείγμα μεγαλομανίας φυσικά, αλλά χάρη. Η χάρη τού να βρίσκεσαι από την άλλη πλευρά την οθόνης και να εκθέτεις τον εαυτό σου, χωρίς να σε νοιάζει (ίσως επειδή έχει σταματήσει να σε νοιάζει), εκθέτοντας παράλληλα και την αλήθεια που κατάφερες να εκμαιεύσεις από την ζωή. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις, δεν λένε; Και στις εκπλήξεις δεν κάνει εξαιρέσεις.
Πνιγμένος ανάμεσα στην στρυφνότητα και την απαισιοδοξία ενός σχεδόν γεροπαράξενου υποχόνδριου, μονίμως κατσουφιασμένου (και μεμψίμοιρου) αστού, απρόσμενα αγενής και (συμπερασματικά) άτυχος, χωρίς ίχνος γοητείας ή χαμόγελου, ο Boris είναι από εκείνους τους χαρακτήρες που τους αρέσει να μιλάνε έξω από τα δόντια. Γεγονός που κάποιους τους ελκύει σαν μαγνήτης, ενώ κάποιους άλλους (τους περισσότερους, μάλλον) τους απωθεί. Ένας άνθρωπος αυστηρός και θυμωμένος με τους ανθρώπους στα όρια της μισανθρωπίας, με μοναδική επιθυμία την ησυχία και την τετελεσμένη κριτική του.
Μέσου αυτού του περίεργου χαρακτήρα, αποκαλύπτεται το προσωπείο ενός θυμωμένου με τον (οποιονδήποτε) Θεό ανθρώπου, ο οποίος δεν συνειδητοποιεί απλά την θνησιμότητα που κουβαλάμε στην πλάτη μας όλοι, αλλά και την ματαιότητα της ατέρμονης αναζήτησης ενός απώτερου νοήματος. Ή για να το πω απλά (μιας και ο δημιουργός το παρουσιάζει χαριτωμένα εμμέσως) ενός ανθρώπου που δεν του έχει κάτσει ακόμα, γι’ αυτό και έχει σταματήσει να ελπίζει. Σε κάνει να αναρωτιέσαι βέβαια πως ένας τέτοιος χαρακτήρας χωράει σε μια παθιασμένη φιλμογραφία, η οποία βρίθει από ερωτοχτυπημένα συναισθήματα, αυθαίρετες απολαύσεις και αναλλοίωτα γυναικεία αρώματα. Η απάντηση δίνεται από την τύχη η οποία καμιά φορά σου χτυπάει την πόρτα την πιο απρόσμενη στιγμή. Στην κυριολεξία όμως.
Ένα κορίτσι ονόματι Melody από την Εδέμ του Mississippi, φέρνει την ευτυχία στη ζωή του Boris (η μελωδία της ευτυχίας, ίσως). Με το γλυκό προσωπάκι, το απαλό δέρμα, τις πολύχρωμες κάλτσες και το στρογγυλό κωλαράκι, η Melody είναι από τα κορίτσια που δεν μπορείς να αντισταθείς. Όπως δεν της αντιστέκεται και ο Boris, παραβλέποντας τις γιγαντιαίες – σε όλα τα επίπεδα - διαφορές ανάμεσά τους. Έτσι ο ιδιοφυής Woody πλάθει μερικούς από τους απολαυστικότερους διαλόγους της καριέρας του και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την Melody για να μεταπείσει τον ήρωά του. Όχι να του χαρίσει την ευτυχία αλλά να του δώσει το έναυσμα της αναζήτησης για εκείνο που θα τον κάνει ευτυχισμένο. Με ό,τι. Άλλωστε δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για πολλά πράγματα σε αυτό τον κόσμο.
Οι εκπλήξεις τελικά συνεχίζουν να συμβαίνουν, η ζωή κυλάει όπως πρέπει να κυλάει με τις ταραχές, τις ανησυχίες και τις γκρίνιες να παραμένουν, Μόνο που αυτή την φορά είναι λιγότερο επικριτικές, ενώ ο Boris φαίνεται για πρώτη φορά να νοιάζεται. Παράλληλα χρησιμοποιεί την χάρη που έχει να μας μιλάει, χαρίζοντάς μας απλόχερα μερικές ακόμα αποφθεγματικές διαπιστώσεις για την ζωή και ένα χαμόγελο. Και ενώ όλοι, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία εύχονται happy new year στο ισορροπημένο φινάλε της ταινίας, εμένα δεν μου μένει τίποτα παραπάνω απ’ το να ευχηθώ ακριβώς το ίδιο σε όσους η μοίρα έριξε, παραμονή πρωτοχρονιάς, επάνω σε αυτές τις γραμμές.
Πνιγμένος ανάμεσα στην στρυφνότητα και την απαισιοδοξία ενός σχεδόν γεροπαράξενου υποχόνδριου, μονίμως κατσουφιασμένου (και μεμψίμοιρου) αστού, απρόσμενα αγενής και (συμπερασματικά) άτυχος, χωρίς ίχνος γοητείας ή χαμόγελου, ο Boris είναι από εκείνους τους χαρακτήρες που τους αρέσει να μιλάνε έξω από τα δόντια. Γεγονός που κάποιους τους ελκύει σαν μαγνήτης, ενώ κάποιους άλλους (τους περισσότερους, μάλλον) τους απωθεί. Ένας άνθρωπος αυστηρός και θυμωμένος με τους ανθρώπους στα όρια της μισανθρωπίας, με μοναδική επιθυμία την ησυχία και την τετελεσμένη κριτική του.
Μέσου αυτού του περίεργου χαρακτήρα, αποκαλύπτεται το προσωπείο ενός θυμωμένου με τον (οποιονδήποτε) Θεό ανθρώπου, ο οποίος δεν συνειδητοποιεί απλά την θνησιμότητα που κουβαλάμε στην πλάτη μας όλοι, αλλά και την ματαιότητα της ατέρμονης αναζήτησης ενός απώτερου νοήματος. Ή για να το πω απλά (μιας και ο δημιουργός το παρουσιάζει χαριτωμένα εμμέσως) ενός ανθρώπου που δεν του έχει κάτσει ακόμα, γι’ αυτό και έχει σταματήσει να ελπίζει. Σε κάνει να αναρωτιέσαι βέβαια πως ένας τέτοιος χαρακτήρας χωράει σε μια παθιασμένη φιλμογραφία, η οποία βρίθει από ερωτοχτυπημένα συναισθήματα, αυθαίρετες απολαύσεις και αναλλοίωτα γυναικεία αρώματα. Η απάντηση δίνεται από την τύχη η οποία καμιά φορά σου χτυπάει την πόρτα την πιο απρόσμενη στιγμή. Στην κυριολεξία όμως.
Ένα κορίτσι ονόματι Melody από την Εδέμ του Mississippi, φέρνει την ευτυχία στη ζωή του Boris (η μελωδία της ευτυχίας, ίσως). Με το γλυκό προσωπάκι, το απαλό δέρμα, τις πολύχρωμες κάλτσες και το στρογγυλό κωλαράκι, η Melody είναι από τα κορίτσια που δεν μπορείς να αντισταθείς. Όπως δεν της αντιστέκεται και ο Boris, παραβλέποντας τις γιγαντιαίες – σε όλα τα επίπεδα - διαφορές ανάμεσά τους. Έτσι ο ιδιοφυής Woody πλάθει μερικούς από τους απολαυστικότερους διαλόγους της καριέρας του και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την Melody για να μεταπείσει τον ήρωά του. Όχι να του χαρίσει την ευτυχία αλλά να του δώσει το έναυσμα της αναζήτησης για εκείνο που θα τον κάνει ευτυχισμένο. Με ό,τι. Άλλωστε δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για πολλά πράγματα σε αυτό τον κόσμο.
Οι εκπλήξεις τελικά συνεχίζουν να συμβαίνουν, η ζωή κυλάει όπως πρέπει να κυλάει με τις ταραχές, τις ανησυχίες και τις γκρίνιες να παραμένουν, Μόνο που αυτή την φορά είναι λιγότερο επικριτικές, ενώ ο Boris φαίνεται για πρώτη φορά να νοιάζεται. Παράλληλα χρησιμοποιεί την χάρη που έχει να μας μιλάει, χαρίζοντάς μας απλόχερα μερικές ακόμα αποφθεγματικές διαπιστώσεις για την ζωή και ένα χαμόγελο. Και ενώ όλοι, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία εύχονται happy new year στο ισορροπημένο φινάλε της ταινίας, εμένα δεν μου μένει τίποτα παραπάνω απ’ το να ευχηθώ ακριβώς το ίδιο σε όσους η μοίρα έριξε, παραμονή πρωτοχρονιάς, επάνω σε αυτές τις γραμμές.
Chris Zafeiriadis