Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Seeking a Friend for the End of the World (2012)


Ο κόσμος μια μέρα θα τελειώσει και μαζί του θα τελειώσουμε κι εμείς. Αυτό δεν είναι κάποιο σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά μια πραγματικότητα η οποία ξεδιπλώνεται στην ταινία της Lorene Scafaria, όταν ένας αστεροειδής κατευθύνεται με μανία προς τον πλανήτη Γη και το ανθρώπινο είδος μοιάζει ανίκανο να αντιδράσει. Κάπως έτσι ο πολιτισμός που θεωρούσαμε δεδομένος φτάνει στο τέλος του, με τις τελευταίες μέρες να αποκτούν μια καινούρια ιδιαίτερη σημασία. Αν όμως κάτι είναι χειρότερο από το τέλος, αυτό είναι να ξέρεις ότι έρχεται χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αποτρέψεις. Αυτή είναι η πρώτη και πιο τρομακτική αλήθεια που πρέπει να αντιμετωπίσεις.

Το ‘Seeking a Friend for the End of the World’ δεν είναι μια ταινία καταστροφικής απειλής που προκαλεί τον πανικό. Είναι μια ταινία που, όπως προδίδει ο τίτλος της, αναζητά ένα τελευταίο νόημα, όχι της ίδιας της ζωής, αλλά το νόημα της ζωής που απομένει για να ζήσεις. Κάπως έτσι, οι άνθρωποι αναθεωρούν τα όσα μέχρι τώρα πίστευαν ότι αξίζουν τον χρόνο τους και παλεύουν για να ολοκληρώσουν τις ψυχικές τους εκκρεμότητες, προτού χαθεί για πάντα και η τελευταία ευκαιρία που τους δίνεται. Μέσα στην όλη αναθεώρηση, κάποιοι περνούν το χρόνο τους με τους αγαπημένους τους, άλλοι διασκεδάζουν ελεύθερα σαν να μην υπάρχει αύριο (αφού έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να υπάρξει), ενώ κάποιοι άλλοι συνεχίζουν τη ζωή τους όπως και πριν, ελπίζοντας ότι όλα είναι ένα κακόγουστο αστείο που σύντομα θα αποκαλυφθεί. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, υπάρχουν κι εκείνοι που αναζητούν κάτι που θα τους δώσει το νόημα που έλειπε από την μέχρι τώρα ζωή τους.

Σε αυτό τον λίγο χρόνο που απομένει η ζωή παίζει το τελευταίο της παιχνίδι και φέρνει απρόσμενα κοντά δύο ανθρώπους, φαινομενικά και ουσιαστικά αταίριαστους, που υπό κανονικές συνθήκες, αν τύχαινε να συναντηθούν δεν θα αντάλλαζαν ούτε τα βλέμματά τους. Ο Dodge και η Penny είναι γείτονες για χρόνια, αλλά ποτέ δεν ένιωσαν την ανάγκη να εισέρθουν ο ένας στη ζωή του άλλου. Όμως, όταν το τέλος του κόσμου πλησιάζει, σου δίνει τη δυνατότητα να αναλογιστείς και να ζυγίσεις τη μέχρι τώρα ζωή σου και σε αυτό το ζύγι βασίζεται αρκετά η σκηνοθέτις. Έχοντας τα κότσια να χωνέψεις τον Αρμαγεδδών που πλησιάζει, ίσως βρεις και τη δύναμη για μια τελευταία πράξη αναζήτησης κάτι ουσιαστικότερου του μέχρι τώρα επιπόλαιου. Άλλωστε σε τέτοιες περιπτώσεις (ακόμα κι αν η ανθρωπότητα δεν τις έχει συναντήσει ακόμα), δεν έχεις την πολυτέλεια να μετανιώσεις γι’ αυτά που έχεις κάνει αλλά για όσα δεν έχεις προλάβει να κάνεις, κι αυτό μάλλον πονάει ακόμα περισσότερο. Έτσι ο Dodge (ο Steve Carell στη χειρότερη και πιο ανέμπνευστη στιγμή της καριέρας του) αποφασίζει να ξεκινήσει την αναζήτηση μιας χαμένης αγάπης, ενώ η Penny (με την Keira Knightley να πείθει) τον ακολουθεί, ικανοποιώντας την ανάγκη ενός ρομαντικού οδοιπορικού.

Αυτός ο ρομαντισμός μοιάζει να είναι και η κινητήριος δύναμη αυτού του οδοιπορικού και ,κατ’ επέκταση, ολόκληρης της ταινίας. Η προσέγγιση της Scafaria δεν είναι Μελαγχολική (Trier) αλλά πλησιάζει περισσότερο σε αυτή της Τελευταίας Νύχτας (McKellart), με μια σχεδόν απαλή γαλήνη να κυριεύει τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες στις περισσότερες στιγμές τους. Γαλήνη που δεν προσθέτει αληθοφάνεια, αντίθετα μετατρέπει την ιστορία σε μια γλυκόπικρη, σχεδόν αισιόδοξη προσπάθεια αντιμετώπισης της αλήθειας, παρά την αναπόφευκτη καταστροφή που έπεται. Και μπορεί αυτή να μην ήταν η ταινία που θα επέλεγες να δεις αν ερχόταν το τέλος του κόσμου, μπορεί η Scafaria να αφηγείται την ιστορία της με περισσότερη ανισότητα παρά με ισορροπία, όμως λίγο πριν το φινάλε θα νιώσεις αυτούς τους δύο ανθρώπους κοντά σου. Θα αισθανθείς τη νηνεμία που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα, ακριβώς δίπλα στην αγωνία που εκπέμπουν τα τελευταία λεπτά, προτού ξεσπάσει ο αναπόφευκτος όλεθρος και βυθιστεί η ανθρωπότητα σε μια απύθμενη ανυπαρξία. 

Chris Zafeiriadis 

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Incubo sulla città contaminata (Nightmare City, 1980)


Μια άγνωστη και ανώνυμη πόλη που σείεται συθέμελα, ένα κομμάτι του βιομηχανοποιημένου πολιτισμού το οποίο μολύνεται από τη ραδιενέργεια και μετατρέπει τους πολίτες σε νεκροζώντανα όντα. Πλάσματα που προσπαθούν να επιβιώσουν μεταξύ ζωής και θανάτου περιφέρονται στο αστικό τοπίο αναζητώντας την ανθρώπινη σάρκα, με σκοπό να κατασπαράξουν ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει να αναπνέει και να επιβιώνει μέσα σε ένα τόπο που μοιάζει με τσιμεντένια ζούγκλα. Έναν τόπο όπου οι κάτοικοι ζούνε και συμπεριφέρονται σαν τις μηχανές.

Η ταινία του Umberto Lenzi είναι ένα απολαυστικό κινηματογραφικό αιματοκύλισμα, το οποίο εξαπλώνεται με μορφή επιδημίας που ξεσπά όταν ένα αγνώστου ταυτότητος στρατιωτικό αεροσκάφος προσγειώνεται σε ένα πολιτικό αεροδρόμιο και από μέσα του ξεχύνεται ο θάνατος. Οι επιβάτες του έχουν μολυνθεί ραδιενεργά από άγνωστες αιτίες και ορμάνε με θυμό στους ανυποψίαστους πολίτες, με τις δυνάμεις του στρατού ανίκανες να αμυνθούν. Η αρρώστια εξαπλώνεται σε ολόκληρη την πόλη κι ένα όργιο δολοφονιών, αιματοχυσίας και κατακρεουργημένης ανθρώπινης σάρκας παρουσιάζεται στην οθόνη.

Η προσέγγιση του Lenzi είναι διασκεδαστική και ταυτόχρονα εξωφρενική. Οι μολυσμένοι πολίτες (τους οποίους ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν θεωρεί ζωντανούς-νεκρούς), άλλοι καμένοι και άλλοι παραμορφωμένοι από την ραδιενέργεια, διακατέχονται από μια ακατάπαυστη οργή. Χωρίς να διαθέτουν τα βραδυκίνητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νεκροζώντανων, ας πούμε, του Romero, κινούνται σε γρήγορες ταχύτητες (θυμίζοντας τους μολυσμένους κατοίκους του Λονδίνου του Danny Boyle στο «28 Μέρες Μετά») και επιτίθενται, μεταδίδοντας τη μόλυνση. Επιτίθενται όχι μόνο με τα νύχια και τα δόντια τους, αλλά με ρόπαλα, όπλα και λοστούς, κυρίως όμως με τσεκούρια και μαχαίρια, μιας και η αιχμή τους είναι και η πιο αποτελεσματική λύση για να ανοίξει το σώμα και να ξεχυθεί από μέσα το αίμα που τόσο λαχταρούν για να τους ξεδιψάσει.

Οι μολυσμένοι, (διε)φθαρμένοι σωματικά και πνευματικά, μανιακοί (Crazies;) πραγματοποιούν μαζική επίθεση αρχικά σε ένα τηλεοπτικό σταθμό (άγνωστο πως έφτασαν εκεί), κομματιάζοντας κυριολεκτικά ένα γυναικείο χορευτικό σχήμα και το συνεργείο που το κινηματογραφεί, ενώ στη συνέχεια ξεσπάνε τη μανία τους σε ένα νοσοκομείο. Τα πτώματα γεμίζουν τα κτήρια που περιμένουν καρτερικά να ερημώσουν, ενώ από τη μανία της επιδημίας δεν γλυτώνει ούτε ο εγκαταλελειμμένος από τους πιστούς οίκος του Θεού. Ο Lenzi φαίνεται να το διασκεδάζει περισσότερο από όλους. Αδιαφορεί για τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και τους αναπτύσσει ελάχιστα, αφού ο πρωταρχικός του στόχος φαίνεται να είναι ο παραλογισμός, η ακόρεστη βία και το σοκ που προκαλούν στο θεατή τα σφαγιασμένα πτώματα, τα ακρωτηριασμένα μάτια και η σήψη στα πρόσωπα των θυμάτων. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να κατασκευάσει μια αιματοβαμμένη ταινία αφιερωμένη στη φρίκη του βίαιου θανάτου, ολοκληρώνοντάς την ονειρικά με τον τρόμο ενός ατέλειωτου εφιάλτη να πλανάται στην οθόνη.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Night Moves (2013)


Έχοντας ως αφετηρία τρεις νεαρούς ακτιβιστές οι οποίοι θέλουν να ανατινάξουν ένα υδροηλεκτρικό φράγμα, η καινούρια ταινία της Kelly Reichardt είναι μια σιωπηλή επαλήθευση του εγωισμού και της επιπολαιότητας των ανθρώπων που πράττουν αυτό που εγωιστικά θεωρούν σωστό, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες που θα έχει η πράξη τους στον ανυποψίαστο περίγυρο τους. Δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει, ούτε να κριτικάρει τις επιλογές στον τρόπο επίτευξης ενός στόχου (ακόμα κι αν αυτός πάσχει από έλλειψη ουσίας), θα προσπαθήσει όμως να παρουσιάσει μια εγωιστική αφοσίωση η οποία υφίσταται για όλους τους λάθος λόγους.

Βραδυκίνητο, σκοτεινό και επιφανειακά αφιερωμένο στον πόλεμο μεταξύ φύσης και τεχνολογίας, το Night Moves στο πρώτο του μισό ακολουθεί τις κινήσεις των τριών πρωταγωνιστών μέχρι την ολοκλήρωση της επιδίωξης, χωρίς ωστόσο να αναζητά το κίνητρο. Αυτό που αναζητά είναι η υπομονή, η αποφασιστικότητα και η εσωτερική ένταση στις ενέργειες και την εφαρμογή ενός αμφίβολου σκοπού, ο οποίος μοιάζει να γεννάται από την οικολογική ανησυχία αλλά καταλήγει να αγγίζει τα όρια της αφελούς τρομοκρατίας. Το δεύτερο μισό της ταινίας αφιερώνεται στις απρόσμενες και ορμητικές συνέπειες (του στόχου), καθώς επίσης και στην επιρροή που έχουν επάνω στους τρεις κεντρικούς  χαρακτήρες. Ή καλύτερα, στον τρόπο που αποκαλύπτουν την αδυναμία απέναντι στο βάρος της ανάληψης των ευθυνών που αναπόδραστα οδηγεί σε έναν εσωτερικό προσδιορισμό της προσωπικότητας, οδηγώντας τελικά στην βαθύτερη ανάγνωση της διαφοράς αυτού που πιστεύουμε και αυτού που πραγματικά καταλήγουμε να είμαστε.

Με οικονομία, υπέροχη χρήση της σιωπής και εύστοχη ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και το ατμοσφαιρικό θρίλερ, η σκηνοθέτις έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια εύθραυστη και σε στιγμές αγωνιώδη ατμόσφαιρα, διαθέτοντας μερικές χαρακτηριστικά αριστουργηματικές στιγμές σιωπηλής έντασης. Σπουδαίες στιγμές κινηματογραφικής απόλαυσης οι οποίες εσωκλείουν τη δύναμη της ταινίας, η οποία φυσικά δεν βρίσκεται στην ενδελεχή αποκωδικοποίηση μιας παράδρομης αποστολής, αλλά στις λεπτομέρειες και στην απλότητα μιας ψύχραιμης αφηγηματικότητας. Άλλωστε το πώς αντιμετωπίζεις ένα νεκρό ελάφι στην άκρη του δρόμου μπορεί να αποκαλύψει πολλά περισσότερα για το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από την επαναστατική διακήρυξη ενός ανούσιου πολέμου καταδικασμένου να αποτύχει.

Chris Zafeiriadis

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

All is Lost (2013)


Το All is Lost είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο που βρίσκεται επάνω σε ένα μοναχικό ιστιοπλοϊκό στο μέσο ενός αφιλόξενου ωκεανού και ο οποίος, χωρίς να αναγνωρίζουμε αμέσως του λόγους, γίνεται ολότελα δικός μας. Χαρίζεται χωρίς δισταγμό σε εμάς που τον παρακολουθούμε να παλεύει με τα σφοδρά και μανιασμένα στοιχεία της φύσης, προσφέροντάς μας απλόχερα ένα κομμάτι της ψυχής του. Μιας ψυχής που δεν διαφέρει και πολύ από τις δική μας και που, όταν σε στιγμές συντονίζεται (με χαρακτηριστική ευκολία, είναι η αλήθεια) με όσα ενυπάρχουν μέσα μας, σου έρχονται δάκρυα στα μάτια από τις ομοιότητες του πάθους και των συναισθημάτων. Όχι του πόνου, της αγανάκτησης και της οργής, αλλά της σωματικής και πνευματικής διατήρησης σε έναν κόσμο φτιαγμένο να εκφυλίζει τη ζωή, κατασπαράσσοντας παράλληλα όσα πιστέψαμε για μια στιγμή ότι μπορούν να μας ανήκουν.

Σε αυτήν τη μικρή διάρκεια της ύπαρξης, στο λιλιπούτειο ταξίδι από τα αρκετά που μας προσφέρονται, στα ελάχιστα που κατακτάμε και από το ελπιδοφόρο κάτι στο απέραντο τίποτα της κατάληξής μας, ο δικός μας Άνθρωπος (εξαιρετικός ο Redford, σε κάνει να τον αγαπάς ξανά απ’ την αρχή), χωρίς να λησμονεί αυτά που χάθηκαν, βρίσκει το κουράγιο να ζυγίσει όσα του σημαίνουν και όσα του έχουν απομείνει, δίνοντας τη δική του μάχη. Μια μάχη που έχει ως βασικό της όπλο το πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης αλλά και την πίστη ότι όλα είναι πιθανά, ακόμα και αν τα περισσότερα έχουνε χαθεί χωρίς επιστροφή, ακόμα και αν μ'ένα πονεμένο βλέμμα στο πρόσωπο, αντίκρισες όσα πίστευες ότι είχαν αξία στη ζωή να βυθίζονται αργά και σιωπηρά στα απύθμενα σκοτάδια μιας θαλάσσιας αβύσσου.

Μιας αβύσσου αμέτρητων παθών και αναπόφευκτων ψυχικών και πνευματικών αμαρτημάτων, την οποία γνωρίζουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε αρκεί να το θελήσουμε. Μιας αβύσσου που όταν την κοιτάμε μας κοιτάζει και αυτή, κάθε φορά και πιο επίμονα, μιας αβύσσου που χωρίς οίκτο και κανένα δισταγμό καταπίνει με μανία όλο και περισσότερα, από την αρχή της γέννησής μας μέχρι την αναπόδραστη στιγμή του θανάτου μας - οποίος φυσικά κάποια στιγμή έρχεται για όλους. Προτού όμως καταφθάσει, έχουμε την ανάγκη να κρατήσουμε την ευγένεια και την αξιοπρέπειά μας, να κρατήσουμε σφιχτά το χέρι ενός Άλλου, κατακτώντας επιτέλους τα αχαρτογράφητα βάθη της αέναης μοναξιάς μας.

Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

The Texas Chainsaw Massacre (1974)


Κοίταξε το σώμα σου και προσπάθησε να καταλάβεις πόσο ευάλωτο είναι. Πόσο τρωτή είναι η σάρκα σου και πόσο ευαίσθητο είναι το δέρμα μέσα στο οποίο έμαθες να κατοικείς. Αν προσπαθήσεις να νιώσεις την ευαισθησία και κόψεις ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου, θα νιώσεις και θα δεις την ανοιχτή πληγή, θα αντικρίσεις το αίμα να προβάλει, σαν να θέλει μανιασμένα να βγει από το σώμα σου και να κυλήσει προς τα κάτω. Ο Σχιζοφρενής αντίκρισε το αίμα μια φορά και τότε το αγάπησε για πάντα. Αγάπησε τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εγκαταλείπει το σώμα όταν αυτό κόβεται κομμάτια, αγάπησε το δέρμα όταν αυτό αποκολλάται με ευκολία αφήνοντας ένα κορμί ευτελώς ξεγυμνωμένο. Τότε φυσικά, γίνεται ολότελα δικό του, κι αυτό αποτελεί το μοναδικό του κίνητρο για όσα επρόκειτο να συμβούν.

Η low budget ταινία του Hooper δικαίως θεωρείται ανελέητο μνημείο του αμερικάνικου horror ενώ ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος (ή Leatherface - αβίαστη αντανάκλαση του Ed Gain) άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο βασιλιάς των παρανοϊκών δολοφόνων της μεγάλης οθόνης. Όχι όμως επειδή είναι ο πιο βλοσυρός, βίαιος, και αχόρταγα αιμοσταγής, αλλά γιατί είναι ο πιο τρομακτικός ακριβώς γιατί είναι και o πιο ανθρώπινος. Τα χαρακτηριστικά της εμμονής αλλά και της αδυναμίας του είναι βαθύτατα ρεαλιστικά, ενώ ο ίδιος αποτελεί κομμάτι μιας (επίσης σχιζοφρενούς) οικογένειας κανιβάλων, η οποία κατοικεί στη πολύπαθη αμερικάνικη περίοδο των 60s-70s, μακριά όμως από το χάος της μεγαλούπολης που κατακλύζει το δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό και ο κανιβαλισμός τους παραμένει καλά κρυμμένος σε ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο  της επαρχίας.

Από τη μεγαλούπολη προέρχονται και οι πέντε νέοι της ιστορίας, αναζητώντας αθώα τα αίτια της βεβήλωσης ενός οικογενειακού τάφου. Αυτό που τελικά ανακαλύπτουν είναι η ψυχική αίσθηση του αποτρόπαιου, η μετενσάρκωση ενός αγωνιώδους εφιάλτη και η λυσσασμένη αχορταγιά ενός αιματοβαμμένου αλυσοπρίονου. Είναι οι στιγμές που τα όνειρα της νιότης παύουν να ελπίζουν (έτσι ματωμένα και πετσοκομμένα όπως καταντάνε) και οι πέντε νέοι θα ξεράσουν από μέσα τους ό,τι μέχρι τότε έμοιαζε έτοιμο να ανθίσει, χωρίς να έχουν το σθένος να πιστέψουν ότι όσα ζουν μπορεί να είναι η αλήθεια. Μέχρι να νιώσουν ότι τελικά είναι, χαρίζοντας τις σάρκες τους στα νοσηρά ένστικτα της παρανοϊκής αυτής οικογένειας.

Κρανία, δόντια, σάπια κρέατα και τρίχες κυριαρχούν στα περισσότερα κάδρα του Hooper, με τα κουφάρια των ζώων και τη δυσωδία των ακρωτηριασμένων πτωμάτων να αναβλύζουν όλο τον τρόμο και τη φρίκη μιας τέτοιας πραγματικότητας. Η φρίκη φυσικά είναι επίγεια και όχι ονειρική. Κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα και αντανακλάται στα υπέροχα πράσινα μάτια της μοναδικής επιζήσασας, Sally, η οποία λουσμένη στο αίμα απομακρύνεται από το θάνατο, με τις κραυγές, τα δάκρυα και το παρανοϊκό της γέλιο να μένουν για πάντα στο μυαλό του σοκαρισμένου θεατή. Αυτό που απομένει στο ξημέρωμα μιας καινούριας ημέρας είναι η αδηφάγα ηχώ ενός αλυσοπρίονου που δε λέει να σωπάσει κι ένας περήφανος Σχιζοφρενής, ο οποίος έχει ταπεινώσει την οποιαδήποτε έννοια σωματικής και ψυχικής ελευθερίας, με τη τραγωδία να βρίσκεται στο θάνατο της νεότητας και τον σαρκικό εξευτελισμό της. Cut!
Chris Zafeiriadis

Αφιερωμένο στη  μνήμη της υπέροχης Marilyn Burns (1949 – 2014). 

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Margin Call (2011)


Σκηνοθετημένο με αυστηρή μαεστρία και ένα σφιχτοδεμένα θεατρικό τρόπο, το Margin Call θα σε πιάσει από τα μούτρα και θα σε τοποθετήσει χωρίς χρονοτριβή και χωρίς κανένα δισταγμό στα αχανή γραφεία ενός οικονομικού κολοσσού, στον αδυσώπητο κόσμο του καπιταλιστικού συστήματος, όπου οι άνθρωποι ανέρχονται με αφοσίωση και πέφτουν σαν τις σταγόνες της βροχής, όποτε κριθεί απαραίτητο από εκείνους που δεν έχεις ποτέ τη τύχη να γνωρίσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπου ο καθένας κοιτάει τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, στο τέλος της ημέρας κάποιος κερδίζει και κάποιος πάντα χάνει, με τον ισχυρότερο να επιβιώνει και τον πιο αδύναμο να γίνεται περιττός και να χάνεται μέσα στο πλήθος, σαν να μην ήταν ποτέ κομμάτι αυτής της παραγωγής. Σε έναν τέτοιο κόσμο, μακριά από την καθημερινή απλότητα και την οικογενειακή θαλπωρή, οι άνθρωποι του συστήματος ζούνε και περιφέρονται στους διαδρόμους, χωρίς να έχουν ιδέα του τι πρόκειται να συμβεί.

Αυτό που συμβαίνει λίγα μόλις λεπτά μετά από ένα σχεδόν προγραμματισμένο υπαλληλικό ξεσκαρτάρισμα («λουτρό αίματος» όπως το αποκαλεί ένας απ’ τους εναπομείναντες) είναι η κρίση. Μια οικονομικά απροσδόκητη κρίση η οποία γεννάται υπόγεια και καμουφλαρισμένα στα ανήθικα σκοτάδια της εταιρίας και σιγά-σιγά εκκολάπτεται με στόχο να κατακτήσει ολόκληρο το επενδυτικό σύστημα της Δύσης, φανερώνοντας παράλληλα το αληθινό πρόσωπο ενός πληγέντος καπιταλισμού. Από τους οικονομικούς όρους και το καμουφλάζ του ρευστοποιημένου οικονομικού πανικού δεν θα καταλάβεις και πολλά, άλλωστε οι έννοιες δεν τοποθετήθηκαν στο σενάριο για να τις καταλαβαίνουν όλοι. Αυτό φυσικά δεν αφαιρεί και πολλά από την θέαση, καταφέρνει όμως να φέρει τον θεατή πιο κοντά στα πρόσωπα. Στα πρόσωπα και τους ανθρώπους που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που γίνεται και η εστίαση, αφού για τον σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) J. C. Chandor, η κλιμάκωση της κρίσης είναι αναμενόμενη.

Μέσα σε μόλις μια νύχτα θα γνωρίσεις μερικές από τις πιο ευφυείς προσωπικότητες που το σύστημα κατάφερε να καταβροχθίσει και να τους μετατρέψει σε αφοσιωμένους υπηρέτες, τοποθετημένους στον αμείλικτο δρόμο του χρήματος και της δόξας. «Είναι αυτό που πάντα ήθελα να κάνω» εξομολογεί ένας 24χρονος λίγο πριν απολυθεί για πάντα, με την εξομολόγηση να περιγράφει τη δύναμη και την ισχύ του δολαρίου απέναντι στην υποταγή της προσωπικότητας. Αργότερα στην ταινία, μια ακόμα πραγματικότητα φανερώνεται. Τα χρήματα δεν είναι τίποτα παραπάνω από χρωματισμένα κομμάτια χαρτιού που παράγουμε για να έχουμε κάτι να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας έτσι ώστε να γλιτώσουμε τον κανιβαλισμό. Βλέποντας όμως τη δράση των ανθρώπων αντιλαμβάνεσαι ότι όχι μόνο τον κανιβαλισμό δεν γλιτώσαμε αλλά στην καταγεγραμμένη ιστορία του καπιταλισμού καταφέραμε να τον ανάγουμε σε φυσική ανάγκη για την επιβίωση της σάρκας και του τρωτού μας εγωισμού. 

Κάπως έτσι το Margin Call μετατρέπεται σε μια ταινία για τον άνθρωπο και τη διαφορά ανάμεσα στους απλούς πολίτες που βιώνουν την κρίση και εκείνους που διαχειρίζονται τα κεφάλαια και την οικονομική διάσωση (του εαυτού τους). Οι πρώτοι συνεχίζουν να παλεύουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της κατανόησης, οι δεύτεροι ζούνε εγκλωβισμένοι μέσα σε μια απέραντη μοναξιά, προσπαθώντας από κάπου να πιαστούν. με μοναδικούς φίλους μερικές μονάχα τσίχλες νικοτίνης. Δεν είναι τυχαίο που κατά τη διάρκεια της νύχτας κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν επικοινωνεί με κάποιον δικό του άνθρωπο, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον χαρακτήρας του Stanley Tucci ο οποίος επιθυμεί να αποδράσει, αντιλαμβανόμενος το λάθος. Μέσα σε αυτή την καταβρόχθιση ανθρώπινων προσωπικοτήτων, το συναίσθημα της μοναξιάς στέκει αγέρωχο, χωρίς όμως να φαίνεται ότι υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγεις από αυτό. Χωρίς να αναπτύσσεις την επιθυμία της συντροφικότητας, παρά μόνο όταν νιώσεις ότι σκότωσες ό,τι κάποτε ήτανε δικό σου, παρά μόνο αν πέσεις στα γόνατα και νιώσεις να χάνεται η ανάσα του πιο πιστού σου φίλου.

Η ημέρα της κρίσης δεν ήταν ποτέ πιο βασανιστικά γενναιόδωρη.

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Picnic at Hanging Rock (1975)


Το μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων έχει την ακατάβλητη ιδιότητα να σε υπνωτίζει και να σε μεταφέρει σε ένα κόσμο, όχι τόσο διαφορετικό από τον δικό σου, αλλά τόσο ιδιαίτερα μαγευτικό, που δεν θέλεις να τελειώσει. Σαν ένα όνειρο μέσα σε όνειρο (όπως απαγγέλει μια αγγελική φωνή) δεν θα θέλεις να ξυπνήσεις από τον υπέροχο λήθαργο, δεν θα θέλεις ούτε για μια στιγμή να λύσεις το μυστήριο που περικλείει η εξαφάνιση των τριών κοριτσιών στην αυστραλιανή ύπαιθρο. Μια εξαφάνιση που μένει ανεξιχνίαστη ακόμα και μετά το φινάλε, εγείρει όμως την καρδιά και το μυαλό σε απολαύσεις, σκέψεις, και επιθυμίες, καταδικασμένες να μείνουν μετέωρες στο πέρασμα του χρόνου. Επιθυμίες που αιωρούνται ελεύθερα και ανέμελα μέσα στη αιθέρια ατμόσφαιρα της ταινίας, μέσα στα βλέμματα, τα κορμιά και τελικά το ίδιο το μυστικό του εξαφάνισης, το οποίο λαμβάνει χώρα στις 14 Φεβρουαρίου (του 1900), την ημέρα όπου ο έρωτας ως ένστικτο, ως ανάγκη και ως ηδονική ευχαρίστηση, έχει τη τιμητική του.

Ο Peter Weir ξεκινάει να αφηγείται την ιστορία δίνοντας έμφαση στις υπέροχες μορφές των κοριτσιών οι οποίες δονούνται από την ανάγκη τους για ρομαντισμό, ποίηση και έρωτα, παραμένουν όμως εγκλωβισμένες στα στενά όρια (φυσικά και πνευματικά) της πειθαρχίας και της αυστηρότητας του καταπιεστικού κολλεγίου στο οποίο ανήκουν. Μέχρι την ημέρα της επίσκεψής τους στο Βράχο, οποίος δεν αποτελεί μονάχα αγέρωχο μνημείο θαυμασμού αλλά και θεϊκό (υπό συνθήκες, φαλλικό) είδωλο και έτσι αιωνόβιος, πανύψηλος και ηφαιστιογενής (σαν την ερωτική επιθυμία) όπως είναι, εκπληρώνει την ανάγκη για διαφυγή. Μια διαφυγή που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει πρώτα φυσικά και στη συνέχεια της χαρίζει μια ονειρική/υποσυνείδητη διάσταση, αφού ποτέ δεν της δίνει σαφή προσανατολισμό. Προσφέρει όμως πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και ανάλυσης της ιστορίας, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσει για τις εσώψυχες προσευχές και τα όνειρα που χάνονται σαν τους ανθρώπους στην ομίχλη, εξερευνώντας τις ρωγμές του χρόνου όπου βασιλεύει η ανάγκη της ελευθερίας του ανθρωπίνου σώματος και πνεύματος.

Με τους φυσιολατρικούς ήχους μιας μαγικής φλογέρας να αγκαλιάζει την έκσταση  της ομορφιάς και της σοφίας του γυναικείου σώματος, από το έδαφος που μας αγγίζει, έως ψηλά ψηλά τον ουρανό. 

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Calvary (2014)


Το Calvary δεν είναι μια ταινία για τον Θεό και την εκκλησία. Χρησιμοποιεί όμως έναν άνθρωπο του Θεού και της εκκλησίας για να μπορέσει να αναγνωρίσει τα ελαττώματα, τις ατέλειες και τις αρετές των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που όταν τους γνωρίσεις μια φορά δεν θα ξεχάσεις κανέναν τους, ακόμα κι αν είναι αυτό που πρώτα θα επιθυμήσεις. Ένας καθολικός ιερέας βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, τον οποίο ένας άγνωστος ενορίτης του, αφού του εξομολογηθεί τις σεξουαλικές του αμαρτίες, στη συνέχεια απειλεί να τον δολοφονήσει σε μια εβδομάδα, με την απλή δικαιολογία ότι πρέπει να σκοτώσει κάποιον που δεν έχει σφάλει. Η σιωπηλή αποδοχή της μοίρας από τον ιερέα είναι αξιοθαύμαστα ηρωική ενώ ταυτόχρονα δίνει ένα υπόγειο στοιχείο για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Μέσα στην απεραντοσύνη της Ιρλανδικής επαρχίας (η οποία απλώνεται μεγαλόπρεπα στα περισσότερα πλάνα της ταινίας) θα αναγνωρίσεις όσα κατά καιρούς   χαρακτηρίζουν το ανθρώπινό μας γένος. Από την αυθάδικη συμπεριφορά και το λερωμένο κυνισμό μας, έως τον αδηφάγο εγωισμό και τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις μιας ζωής που ποτέ δεν ήρθε, ο άνθρωπος ξεγυμνώνεται, εκθέτοντας τις ατελείωτες αμαρτίες και εμμονές της κοινωνίας του. Μια κοινωνία που έχει μάθει να κακοποιεί την παιδικότητα και να κανιβαλίζει αδιάντροπα, χωρίς όμως αυτό να είναι το μεγαλύτερό της πρόβλημα.

Μέσα στην απέραντα εγκαταλελειμμένη ψυχοσύνθεση ενός κόσμου που πονάει μαρτυρώντας κάθε φορά και πιο δυνατά, το σφάλμα του καθενός από μας έχει το δικό του αντίκτυπο στο διπλανό μας. Οι δαίμονες βρίσκονται πάντα δίπλα στον καθένα από εμάς, το θέμα είναι πότε θα τους αναγνωρίσουμε και τελικά πώς θα διαχειριστούμε την νομοτελειακή τους ύπαρξη. Φιλοσοφικά και κοινωνικά διλήμματα του σήμερα θίγονται σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινία, όμως ο McDonagh ούτε για μια στιγμή δε γίνεται διδακτικός, ούτε για μια στιγμή δε βαραίνει την ατμόσφαιρα, αντίθετα αφηγείται την ιστορία του ισορροπώντας ανάμεσα στο δράμα και το μαύρο χιούμορ, χρωστώντας φυσικά τα περισσότερα στην ερμηνεία του τιτάνιου Brendan Gleeson, το πρόσωπο του οποίου κάποιες φορές προκαλεί χαμόγελα και άλλες είναι ικανό να φέρει δάκρυα στα μάτια.

Κι αν το σφάλμα του ιερέα είναι ότι νόμιζε ότι μπορεί μέσα από το ειλικρινές του ράσο και τον ανεξάντλητο λόγο του (οποιουδήποτε) Θεού να λυτρώσει μια μικρή κοινωνία που έμαθε να κρίνει αδιάκοπα (περιμένοντας με τη σειρά της πότε θα κριθεί), τότε η πίστη για συγχώρεση κλονίζεται και ο συμβολισμός που φοράει η εκκλησία γίνεται στάχτη στα μάτια των περισσότερο απαιτητικών ενοριτών. Άλλωστε, ένας απλός άνθρωπος, όποιο κι αν είναι το ιερατικό του καθήκον, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος όλου του κόσμου που τον περιβάλλει. Αν όμως αυτό είναι προαπαιτούμενο για να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, τότε οφείλουμε να νιώθουμε όλοι το ίδιο ένοχοι για τις αμαρτίες και τις αλήθειες που (δεν) εξομολογούμαστε και τον τρόπο που πορευόμαστε στην μικρή αυτή πορεία της ζωής. 

Με την κρυφή επιθυμία της συγχώρεσης να βρίσκεται, φυσικά, μίλια και μίλια μακριά μας…

Chris Zafeiriadis

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Inside Llewyn Davis (2013)


Αν είχαμε φτερά για να πετάξουμε θα ήμασταν για λίγο επάνω στη γη και στη συνέχεια θα απογειωνόμασταν στα σύννεφα, κατακτώντας εκείνα που κοιτάμε καθημερινά αλλά δεν μπορούμε ποτέ μας να αγγίξουμε. Θα πετούσαμε ελεύθεροι πάνω από ανεξάντλητους ποταμούς και απέραντες χιονισμένες πεδιάδες, καταδιώκοντας ένα μελλοθάνατο όνειρο χωρίς πατρίδα και χωρίς κανέναν περιορισμό. Θα μπορούσαμε έτσι να ταξιδέψουμε χωρίς αποσκευές μακριά από το σήμερα και να διασχίσουμε και πεντακόσια μίλια ακόμα με μόνο μια ανάσα, κατακτώντας έτσι την υπέροχη ψευδαίσθηση του παντοτινού. Η 16η ταινία των αδερφών Κοέν μοιάζει αφιερωμένη σε αυτήν την παθιασμένη επιθυμία, που αν τη νιώσεις μια στιγμή, θα την κρατήσεις κοντά σου για πάντα.

Με μια κιθάρα στα χέρια κι ένα μυαλό γεμάτο προσδοκίες (και λίγο από τη φιλοδοξία που θέλει να λέγεται έμπνευση), ο Llewyn Davis αποκαλύπτεται. Αποκαλύπτεται ως ένας νεαρός τραγουδοποιός και αφιερώνει (ή καλύτερα, θυσιάζει) το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητάς του, ικανοποιώντας την ανάγκη του να είναι δημιουργικός και αναγνωρίσιμος μέσα στο πλαίσιο της φολκ καλλιτεχνίας στην οποία ανήκει. Διατηρεί έτσι το όνειρο ζωντανό και του χαρίζει ένα κομμάτι της ψυχής του, αφήνοντας άλλα, σημαντικότερα ίσως, ζητήματα της ζωής (όπως η σχέση του με τους ανθρώπους) να μένουν μετέωρα και αβέβαια, αφού έτσι κι αλλιώς, για έναν δημιουργό, η δημιουργία δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης, αλλά η ίδια η ζωή. 

Στην αυγή των νεουρκέζικων 60’s, ο Llewyn Davis, ως αμετανόητος καλλιτέχνης που δεν ανήκει πουθενά παρά μόνο στη μουσική του, θέλει να περνάει το χρόνο του ανάμεσα στους καπνούς των περαστικών και των πιστών θαμώνων, αντικριστά από ένα μοναχικό (πλέον) μικρόφωνο που του υπενθυμίζει, άθελά του, ότι κάποτε δεν ήταν μόνος. Και μπορεί μέσα στην ταινία να μην αντιλαμβάνεσαι αν φτάνει ποτέ (σ)το δημιουργικό ζενίθ του, τελικά όμως θα τον χειροκροτήσεις, όχι για όσα κέρδισε, αλλά για όσα έχασε στη ειρωνική πορεία της ζωής. Θα τον χειροκροτήσεις γιατί θα σου υπενθυμίσει ότι με οτοστόπ μπορεί να μη φτάνεις στο στόχο σου, μπορείς όμως να καλύψεις ένα κομμάτι της απόστασης από το σήμερα μέχρι το όνειρο. Για το υπόλοιπο θα βρεις τον τρόπο να ταξιδέψεις μέχρι εκεί που επιθυμείς, αρκεί να ανοίξεις τα φτερά που κρύβεις μέσα σου και να πετάξεις ψηλά στον ουρανό.

Βαθιά σε έναν ορίζοντα που δεν γνωρίζει σύνορα, κατακτώντας την πονεμένη αίσθηση της πολυπόθητης συντροφικότητας.
Chris Zafeiriadis 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Hunger (2008)


Ανέκαθεν οι κυβερνήσεις είχαν την τάση να χωρίζουν τους ανθρώπους. Να τους διαιρούν (για να τους βασιλεύουν) με κάθε δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας ως όπλο τα μέσα ενημέρωσης, τον αθλητισμό, τα γράμματα, τα πάθη που κατακλύζουν τις καρδιές και την ανάγκη του να ανήκεις επιτέλους σε μία ομάδα, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για να ενεργούν αθέατα. Μπορούν με αυτό τον τρόπο να πράττουν (κατά συρροή) όσα σε κοινή θέα και με συλλογική σκέψη μοιάζουν αδικαιολόγητα, αποτρόπαια και φρικτά για το σύνολο που τους ανέθεσε την διακυβέρνησή του, την άσκηση δηλαδή του νομοθετικού έργου χωρίς διακρίσεις και την ευθύνη του κοινού συμφέροντος χωρίς ενδοιασμούς. Ενός συμφέροντος που όμως προσπερνάει το «κοινό» και εξ-υπηρετεί το «αθέατο», παραπλανώντας τις περισσότερες φορές την πλειοψηφία. Δεν το λένε επιρροή αυτό, ούτε ικανότητα χειραγώγησης, το λένε πολιτική και προϋπάρχει του όρου, από την μέρα που ο άνθρωπος ανακάλυψε την διάθεση και την αξία της εξουσίας, την ακατάβλητη ανάγκη να αναπνέει περισσότερο και καλύτερο οξυγόνο από τον διπλανό του.

Η λύση στο πρόβλημα δεν φαίνεται να έρχεται (αφού για κάποιους δεν υπάρχει καν πρόβλημα), ίσοι δεν θα είμαστε ποτέ και ο διαχωρισμός θα υφίσταται πάντοτε, διότι χωρίς τους μεν δεν υπάρχουν οι δε. Και χωρίς τον πληθυσμό δεν μπορεί να υπάρχει διαίρεση, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και η επιζητούμενη μάχη για τον αξιότερο και περισσότερο ευνοημένο μέσα σε μια κοινωνία ατέρμονης αναξιοκρατίας και απέραντης ανισότητας. Αυτό όμως που μπορεί να υπάρξει είναι μια εσωτερική αυτενέργεια που με την δυναμική της θα αγκαλιάσει τις μονάδες και θα τις μετατρέψει σε σύνολο. Δημιουργώντας έτσι την δύναμη εκείνων που αντιδρούν, εκείνων που δεν θα συμβιβαστούν ποτέ με την επιβαλλόμενη πραγματικότητα, που θα αγωνίζονται φανατικά για την ανατροπή με τα νύχια και τα δόντια τους, αφού στο τέλος, μονάχα αυτά θα έχουν απομείνει.

Η αντίδραση γεννάει τη βία και η βία επιζητά την αναχαίτιση των αυτενεργειών – που φυσικά δεν έρχεται πάντα με νόμιμους τρόπους, βαφτίζονται όμως έτσι εις το όνομα των ειρηνικών διαβουλεύσεων και της καταστολής κάθε μορφής εναντίωσης στους κρατικούς οργανισμούς. Το (κάθε) Κράτος με τα συντάγματα και ψηφίσματά του, έχει κανόνες που δεν πρέπει να παραβιάζονται, γι αυτό και δημιουργούνται οι δυνάμεις καταστολής, τα όργανα δηλαδή που χρησιμοποιεί το κράτος για να καταπνίξει κάθε επαναστατημένη φωνή. Από αυτά τα όργανα μπορείς να εύκολα να αναγνωρίσεις δύο κατηγορίες ανθρώπινων μορφών. 

Από την μία υπάρχουν αυτοί που ενεργούν χωρίς συνείδηση και χωρίς αντίληψη των πράξεών τους, με το κράτος να εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία (ίσως ακόμα και να την δημιουργεί), αυτοί που έχουν μάθει να πιστεύουν αυτά που τους ταΐζουν και δεν έχουν την παραμικρή ιδέα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ακόμα και αν υποστηρίζουν ότι τα υπηρετούν), που ακολουθούν τις εντολές της υπηρεσίας στα τυφλά, ενώ το βράδυ επιστρέφουν αναπαυτικά στη σπιτική τους ασημαντότητα. Από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που καταλαβαίνουν ότι κάπου μέσα σε όλο αυτό υπάρχει ένα λάθος, αντιλαμβάνονται τις αιτίες των αντιδράσεων αλλά ζούνε τις ζωές τους μέσα στο φόβο. Είναι εκείνοι που μετράνε τις ανάσες τους προτού ενδώσουν στις εντολές, που διαταράσσουν την γαλήνη τους με μια εσωτερική κραυγή την οποία δεν ακούει κανείς παρά μόνο οι ίδιοι. Αν πρόκειται για ματωμένη συνείδηση ή επαναστατική αναλαμπή δεν το γνωρίζω, θα πρέπει να ρωτήσεις τους ίδιους να σου πούνε. Το αποτέλεσμα πάντως και στις δύο περιπτώσεις είναι η βίαιες συγκρούσεις με ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και ενίοτε δολοφονίες που βαφτίζονται πολιτικές αναγκαιότητες, ίσως και με κάποιες ανεκτές παράπλευρες κοινωνικές απώλειες.


Όλα τα παραπάνω δεν είναι μόνο σκέψεις που καλλιεργούνται από τα πρώτα κιόλας πλάνα που στήνει ο McQueen, αλλά αλήθειες που ακόμα και ένας αφελής μπορεί να αναγνωρίσει, αρκεί να κοιτάξει γύρω του και να ζυγίσει τις ζωές μας. Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης τις προσεγγίζει επιφανειακά, χωρίς να αναλύει και χωρίς να φλυαρεί για όλα όσα ο άνεμος αρέσει να χορεύει. Οι 66 ημέρες απεργίας πείνας του Ιρλανδού επαναστάτη Bobby Sands που οδήγησαν στον θάνατο τον ίδιο (καθώς και 9 ακόμα συναγωνιστές του) την άνοιξη του 1981, αποτελούν πηγή έμπνευσης για την κατάδυση στην κόλαση των φυλακών Maze και τις εικόνες ανείπωτης βίας και θυμωμένου παραλογισμού που χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη. Μακριά από τις αντιδράσεις των μέσων, μακριά από τα λόγια των πολιτικών και της Θατσερικής ηγεσίας, (εκτός μόνο από μια φευγαλέα μετάδοση ακρωτηριασμένων δηλώσεων από ένα παράνομο ραδιόφωνο) αλλά με μια νοσηρή σιωπή να περιτυλίγει την ατμόσφαιρα, προκαλώντας την καρδιά και το μυαλό σε μια μαρτυρική μάχη με μια αλήθεια που πονάει σαν σκλαβιά.

Αυτή την μάχη παίρνει ο McQueen και επάνω της χτίζει το πρώτο μισό της ταινίας με το μαρτύριο, το θυμό αλλά και το πείσμα των φυλακισμένων στην πρώτη γραμμή. Το μαρτύριο εκείνων που εναντιώθηκαν στον συμβιβασμό, υιοθέτησαν την απλή πεποίθηση της ελευθερίας και την μετέτρεψαν σε οργισμένο ψυχισμό. Μέσα στα άδεια κελιά, οι άνθρωποι αυτοί, αναγνώρισαν τις αμαρτίες τους, έμαθαν να ζούνε με τις πληγές τους και μετατράπηκαν σε απεγνωσμένες μορφές με πρωτόγονα σώματα και ένστικτα, χωρίς να ξεχνάνε όμως τον απώτερο σκοπό τους. Αν κάτι πρέπει να ειπωθεί από τον McQueen είναι η ανάγκη αυτών των ανθρώπων για ζωή και δημιουργία. Η σιωπηλή ανάγκη αναζήτησης κάτι υπέροχου ανάμεσα στην ασχήμια, ακόμα και αν αυτό εκφράζεται με μια σπειροειδής δίνη υπολειμμάτων τροφής, περιττώματος και ανθρώπινης εσχατιάς, ζωγραφισμένη στο τοίχο της απέραντης μοναξιάς μας.

Φυσικά τα ένστικτα δεν μπορούν να καταπιεστούν για πολύ, η πίστη και η αφοσίωση δεν μπορούν να εκλείψουν, όσα όπλα και αν στερήσεις από τον άνθρωπο, αυτά θα  επανεμφανίζονται ξανά με περισσότερη δύναμη και ορμή.  Ο Bobby Sands δεν έχασε ποτέ την πίστη του για τον αγώνα, έπρεπε όμως να συγκρουστεί με την πίστη του στο Θεό για να επαληθεύσει την απουσία του, να συγκρουστεί με τον εγωισμό του θρησκευόμενου για να επαληθεύσει την άγνοιά του. Με ένα σταθερό 17λεπτο πλάνο υπέροχης λιτότητας περίπου στη μέση της ταινίας, ο McQueen κάνει σκόνη κάθε απόπειρα σπάταλου εντυπωσιασμού, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή του να αντιμετωπίσει τον κληρικό σε ένα διπολικό διάλογο που δεν έχει σκοπό να αγιοποιήσει κανέναν. Ένα διάλογο που δεν υποδαυλίζει καμία από τις φωτιές των δύο πλευρών, αφήνει μονάχα τα ένστικτα των δύο να εκδηλωθούν και να τονίσουν την διαφορά μεταξύ κτηνώδους εμπειρίας και ηθικών αρχών, μέσα στον καπνό και τις στάχτες των μισοτελειωμένων τσαλακωμένων τσιγάρων.


Λίγο πριν το φινάλε, η απεργία πείνας κηρύσσεται από τον Sands και στη συνέχεια εξαπλώνεται στους υπολοίπους κρατούμενους ως το μοναδικό και αδιαπραγμάτευτο όπλο για την διαμαρτυρία. Άλλωστε ο ακαριαίος θάνατος κρατάει μια στιγμή και όπως όλες οι στιγμές, είναι καταδικασμένος να φθείρεται στο πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας μονάχα δάκρυα και μνήμες σε εκείνους που νοιάστηκαν για λίγο. Η πείνα όμως διαρκεί και ενοχλεί περισσότερο, με την ηχώ της να επιτίθεται με τον πιο βάναυσο τρόπο στα σαλόνια των γυαλιστερών κουστουμιών και των μεγάλων αποφάσεων.

Η δέσμευση στον αγώνα είναι δεδομένη, η συμφωνία με τον θάνατο δεν μπορεί να αποτύχει. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας ο σκηνοθέτης πολύ σοφά ακολουθεί τον δρόμο της αφαίρεσης, απομακρύνοντας κάθε περιττό διάλογο και στη συνέχεια αδιαφορεί για την πραγματικότητα που περιβάλλει τον πρωταγωνιστή του, χτίζοντας τα πλάνα του επάνω στις εικόνες του μυαλού και το φθαρμένο (πλέον) σώμα του Sands. Ένα σώμα εξασθενημένο, ξεθωριασμένο και ζωτικά εκφυλισμένο, παραδομένο στην ανοχή του νοσοκομείου, αλλά που μέσα του σιγοκαίει ατίθασα η φλόγα της θέλησης.

Μέσα σε μία σπαρακτικά στοχαστική ατμόσφαιρα, η οδύνη του Sands μετατρέπεται σε προσωπική ανάγκη για διαφυγή της αδέσμευτης ψυχής μακριά από τις φυλακές Maze, σε έναν άλλο τόπο. Μια ψυχή που σπαράζει σιωπηλά και βρίσκει τελικά καταφύγιο στις μακρινές μνήμες της παιδικής ηλικίας, αφιερώνοντας τις τελευταίες της στιγμές στην αδιαπραγμάτευτη ελευθερία σώματος, πνεύματος και ιδεών και ολόκληρη την ταινία στις φωνές που έμαθαν την κραυγή και δεν μπορούνε πλέον να σωπάσουν. Στις ψυχές που έζησαν ελεύθερες για μια στιγμή και δεν μπορούν ποτέ να δαμαστούν, δεν μπορούν ποτέ να τιθασεύσουν την επιθυμία.

Μονάχα να τη δικαιώσουν.  
Chris Zafeiriadis

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Nebraska (2013)


“Have a drink with your old man. Be somebody!”

Το σινεμά του Payne το αισθάνεσαι δικό σου. Το νιώθεις κομμάτι του εαυτού σου, όχι γιατί στέκεται δίπλα σου (κι ας συμβαίνει μίλια μακριά), αλλά γιατί μέσα σε αυτό (ανα)γνωρίζεις ανθρώπους που βρίσκονται κοντά σε σένα. Ανθρώπους που για κάποιο περίεργο λόγο ξέρεις ότι μαζί τους μπορείς να ανταλλάξεις κουβέντες και να κάνεις συζητήσεις ολόκληρες που δεν μπορούσες μέχρι τώρα, ακόμα κι αν όλα τα λες εσύ και αυτοί δεν βγάζουν άχνα για όσα τους πονάνε, για όσα χαίρονται σαν τα μικρά παιδιά και εσύ απλά χαίρεσαι που τους κοιτάζεις. Το ανεκτίμητο σε αυτό το σινεμά δεν είναι το ότι γίνεται δικό σου, αλλά το ότι μέσα στην απρόσωπη πραγματικότητά μας, μένει με πείσμα κοντά και σου κρατάει συντροφιά, ακόμα και όταν μέσα στη σιωπή σου νιώθεις ότι έχεις απομείνει μόνος.

Όταν κοιτάξεις τη Nebraska θα αντικρίσεις την αυθεντική μοναξιά των ανθρώπων της, μια μοναξιά που έχει μάθει να ανθίζει στις καρδιές μας, από τον παραλογισμό της αστικής βαρβαρότητας μέχρι τις σκονισμένες πεδιάδες της αμερικανικής επαρχίας. Μια μοναξιά που δεν έρχεται αμέσως αλλά όταν έρθει θα ψάξεις από κάπου να κρατηθείς, από κάπου να στηρίξεις τις υπόλοιπες στιγμές που σου ‘χουν απομείνει. Στη Nebraska του Payne θα έρθεις αντιμέτωπος με την επιθυμία ενός ανθρώπου που βρίσκεται γύρω στα 70, γνωρίζει ότι ξεμένει σιγά-σιγά από ευχές και νιώθει την ανάγκη να ελπίσει, την ανάγκη να ζήσει μια τελευταία φαντασίωση τη στιγμή που όλοι νομίζουν ότι τα έχει πια χαμένα, ενώ εκείνος έχει μόλις ανακαλύψει ένα καινούριο όνειρο για να μπορέσει να επιβιώσει. Να δηλώσει για μια ακόμα φορά παρών και να αποχαιρετήσει ό,τι αγάπησε με το κεφάλι του ψηλά. 

Μέσα στα μάτια του Woody Grant (φορεμένα με ένα υπέροχο τρόπο στο πρόσωπο του Bruce Dern) θα ανθίσει η ξεροκεφαλιά της δοξασμένης πραγματοποίησης ενός ονείρου. Μαζί με αυτή τη ξεροκεφαλιά, ανθίζει και η σύγκρουση ανάμεσα στην αφέλεια του παραμυθιού και την φρικαλεότητα της πραγματικής ζωής. Η αφέλεια και η ανάγκη να πιστέψεις εκείνα που σου λένε, απέναντι σε όλα εκείνα που δεν θέλεις να ακούσεις, γνωρίζεις όμως ότι δεν μπορείς να αποφύγεις. Γνωρίζεις ότι ίσως σου κλέψουνε τα χρώματα, ίσως σου στερήσουνε την χρηματική αξία του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, την ψυχική αξία του ονείρου όμως, δεν θα σου την πάρουνε ποτέ, αφού ποτέ δεν θα ξεχάσεις τα πρόσωπα που αγάπησες και όλα όσα (δεν) μπόρεσες να αφήσεις πίσω. Μέσα από αυτό το όνειρο θα βρεις την δύναμη να πορευτείς στην γλυκόπικρη ανυπαρξία των ανθρώπων της παλιάς σου γειτονιάς, να κοιτάξεις τον κόσμο για μια ακόμα φορά και τελικά να βρεις το δρόμο σου γι’ αυτό που ονομάζεις σπίτι.

Chris Zafeiriadis

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Wake in Fright (1971)


Στην πορεία που διαγράφει η ζωή χωρίς να το αντιληφθούμε, υπάρχουν στιγμές που μέσα τους ζωντανεύει η προσδοκία της απόδρασης, μια αχαλίνωτη επιθυμία να διαφύγουμε από τις αποφάσεις τις οποίες πήραμε και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, μας κρατάνε δεσμευμένους σε μια καθημερινότητα που γίνεται αβάσταχτη. Είναι η στιγμή, λίγο πριν γνωρίσεις ξανά τα όριά σου, όπου θα εμφανιστεί απρόσμενα μια περιπετειώδης ευκαιρία και εσύ την αρπάζεις, ελπίζοντας μονάχα να σε βγάλει κάπου διαφορετικά. Τις περισσότερες φορές ο φόβος του άγνωστου και η απώλεια της βεβαιότητας επιστρέφουν τον εγωισμό σου πίσω στις αβάσταχτες συνήθειές του. Υπάρχουν όμως και φορές όπου η επιθυμία της απόδρασης είναι τόσο ισχυρή που σου χαρίζει απλόχερα το εισιτήριο για ένα ταξίδι προς το άγνωστο που ονειρεύτηκες. Το Wake in Fright είναι μια ιδρωμένη ταινία γι’ αυτό ακριβώς το ταξίδι.

Εγκλωβισμένος στην απέραντη μοναχικότητα μιας ηλιοκαμένης και απομονωμένης Αυστραλιανής κωμόπολης, ένας νεαρός δάσκαλος επιχειρεί να αποδράσει από την τελματώδη καθημερινότητα που τον εξουσιάζει, προσπαθώντας να περάσει την άδειά του αναζητώντας κάτι το διαφορετικό. Αναζητά την ευκαιρία της απόδρασης και όταν αυτή εμφανιστεί μπροστά του την αρπάζει, μέσα από την σκόνη που βαραίνει την ιδέα του πολιτισμού, βαραίνοντας παράλληλα τα πάθη των ανθρώπων. Αυτό που τελικά ανακαλύπτει είναι ένας αχόρταγος και βάρβαρος κόσμος, ακριβώς δίπλα στο πολιτισμένο Σύδνεϋ, αρκετά μακριά όμως από τις αξίες του ίδιου του πολιτισμού. Ένας ανδροκρατούμενος κόσμος ακόρεστου αλκοολισμού και ακατάπαυστης βιαιότητας, ικανός να παρασύρει, να χειραγωγήσει και τελικά να οδηγήσει στον ευτελισμό, όσους αδυνατούν να τον κατανοήσουν, άρα και να ασπαστούν τον νιχιλισμό των αξιών του.

Όσο η ταινία του Kotcheff στέκεται κάτω από τον (α)φιλόξενο φως του Αυστραλιανού ήλιου, τόσο χάνεται βαθιά μέσα στο σκοτάδι που κατοικεί στη ζωή αποπροσανατολισμένων και αλαζόνων ανθρώπων. Ανθρώπων που περνάνε (ή καλύτερα, σπαταλάνε) τον χρόνο που τους δόθηκε σε ακατάπαυστες στιγμές κατανάλωσης μπίρας, μάταιου τζόγου και ανώφελου κυνηγιού ελεύθερων ζώων (σε μια σκηνή όπου καγκουρό θανατώνονται και σου σπαράζει την καρδιά). Έτσι ο νεαρός δάσκαλος βυθίζεται όλο και βαθύτερα μέσα σε ένα χάος, πρώτα πολιτιστικό και στη συνέχεια ψυχολογικό. Ένα χάος που βασιλεύσει, εξουσιάζοντας τις επιθυμίες, μετατρέποντας τον άνθρωπο από αξιοπρεπή και αθόρυβο πασιφιστή σε ασυγκράτητο και ανεξέλεγκτο  βιαστή ο οποίος δεν έχει τίποτα να χάσει, άρα και τίποτα να ελπίζει.  Η ταινία του Kotcheff καταγράφει ακριβώς αυτήν τη διαδρομή, διαγράφοντας μια γεωμετρική κάθοδο προς την κόλαση του ανθρώπινου εγωισμού.

Παρουσιάζοντας παράλληλα μια υπέροχη κατάδυση της καλλιεργημένης  συνείδησης στην ερημιά της ψυχικής (μας) αποκτήνωσης.


Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Dallas Buyers Club (2013)


Πόσο να προλάβεις να χαρείς, πόσο να χαμογελάσεις και πόσο να δακρύσεις μέσα σε 30 μόλις, αγιάτρευτες ημέρες;

Το Dallas Buyers Club δεν είναι η ταινία που θα προσπαθήσει να σε τσακίσει. Ούτε θα παλέψει για να σε βγάλει από τον μαγικό και ονειρεμένο κόσμο στον οποίο θέλεις να ανήκεις, θα σου χαρίσει όμως απλόχερα λίγο από το δράμα που κουβάλησε στα σωθικά του ο πρωταγωνιστής της. Ένας άνθρωπος που έζησε τα πιο δύσκολα χρόνια του στα ελπιδοφόρα ’80 μιας σκονισμένης Αμερικής, μιας χώρας που θέλησε να καλπάσει προς την επαναστατική ενότητα, κατάφερε όμως τελικά να διαχωρίσει τους πολίτες της σε μερικές δεκάδες κατηγορίες. Ο Ron Woodroof καλείται να αντιμετωπίσει την εσωτερική φθορά του σώματός του όταν οι γιατροί τού ανακοινώνουν ότι πάσχει από Aids, δίνοντάς του 30 ημέρες (ανέλπιδης) ζωής. Καλείται έτσι να αναθεωρήσει τις σκέψεις και τις προτεραιότητές του, αποδεχόμενος τον επικείμενο θάνατο που έρχεται χωρίς να τον ρωτήσει. Κάπως πρέπει να πεθάνουμε όλοι, είναι αλήθεια, η βαρβαρότητα όμως της γνώσης είναι που μπορεί να σε γονατίσει, μπορεί να κάμψει την αξιοπρέπεια του φινάλε σου, χωρίς να σε λυπάται ούτε για μια στιγμή.

Η ταινία του Vallée δεν είναι ένα δράμα που θέλει να σε κάνει να δακρύσεις από κάποιον ψεύτικο μελοδραματισμό, γι’ αυτό και δεν το προσπαθεί, τουλάχιστον όχι εξόφθαλμα. Αντίθετα είναι μια ταινία που μέσα από την ψυχολογική κατάσταση του ήρωά της, θα προσπαθήσει να σε κάνει να ελπίσεις, όχι σε κάποιον θαυματουργό θεό που θα εξαφανίσει όσα σε σκοτώνουν καθημερινά, αλλά σε έναν περήφανο εγωισμό που θα κρατήσει ζωντανή τη λαχτάρα του να ζήσεις, έστω μια μέρα παραπάνω. Μια λαχτάρα που μετατρέπεται σε πείσμα και θυμό, δίνοντας μια άνιση μάχη με τον χρόνο, τη στιγμή που όλοι θα  στοιχημάτιζαν ότι θα πέσεις κάτω από τον πρώτο κιόλας γύρο. Τη στιγμή που τα συμφέροντα των αδίστακτων εταιριών και των άψυχων φαρμακοβιομηχανιών συγκρούονται υπογείως με την ζωή που εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα και την ελπίδα που χάνεται χωρίς επιστροφή. Την ίδια ελπίδα που καμιά φορά τη βρίσκεις σε τιμή ευκαιρίας, αρκεί να τους πιστέψεις και να κλείσεις τα μάτια σου - για πάντα.

Η ιστορία του Woodroof είναι αρχέτυπα παραδειγματική. Ένας εγωκεντρικός καουμπόης από το Dallas του Texas (τόπος στον οποίο δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι – αν αυτό έχει κάποια σημασία) που από την μία αρνήθηκε την παθητική αποδοχή της κατάστασής του, όπλισε τον εγωισμό του και αμφισβήτησε τις προβλέψεις των γιατρών  (βγαίνοντας δικαιωμένος αφού οι 30 ημέρες πήραν παράταση μερικών ακόμα χρόνων) και από την άλλη έκαμψε τις αναστολές του και συνεργάστηκε με μια περήφανη (και επίσης νοσούσα) τραβεστί, στο πρόσωπο της οποίας αναγνώρισε έναν ψυχικό σύμμαχο. Οι αρρώστιες μπορεί να σκοτώνουν τους ανθρώπους αλλά πριν το κάνουν τους φέρνουν πιο κοντά, έτσι οι δυο τους ίδρυσαν την διάσημη λέσχη εναλλακτικής φαρμακευτικής του τίτλου, μια λέσχη που ενόχλησε και πολεμήθηκε από τα τέρατα, χαρίζοντας χαμόγελα και δάκρυα σε εκείνους που τα είχαν περισσότερο ανάγκη. Κατάφεραν έτσι να χαρίσουν περισσότερο ζωή, αμφισβητώντας το ίδιο το σύστημα, σε μια κοινωνία που έχει μάθει να συστηματοποιεί τα πάντα για να μπορεί να προοδεύει, έχει μάθει να εξετάζει, να ελέγχει και να πιστοποιεί προτού μπορέσει να εγκρίνει και να νομιμοποιήσει.

Ακόμα και αν ο Vallée μοιάζει συγκρατημένος στον τρόπο που κινηματογραφεί, η αλήθεια δεν μπορεί παρά να ξεπροβάλει μέσα από την ίδια την ιστορία. Μια αλήθεια που θέλει τη ζωή να την ευχαριστιέσαι όπως είναι (και ας κοιτάζεις στα κρυφά τους διπλανούς σου και λίγο τους ζηλεύεις), να την ζεις όπως ακριβώς σου αρέσει (και όχι όπως σου προτείνουν) και να την χαίρεσαι με το καουμπόικο καπέλο σου πάντα φορεμένο. Γιατί ξέρεις, όσα σε μεγάλωσαν και όσα με τον καιρό σε έχουν διαμορφώσει δεν μπορούνε να χαθούν, όσες αρρώστιες και αν χτυπήσουν το θνητό κορμί σου, όσες στιγμές και αν σου είπαν ότι χάθηκαν και εσύ ακόμα επιμένεις να τις ζήσεις. 


Chris Zafeiriadis

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Alice Doesn't Live Here Anymore (1974)


Τη χρονιά που το μαύρο (noir) αγκάλιαζε τη Chinatown και η μαφία αναζητούσε δικαίωση στο δεύτερο μέρος του Νονού, τη χρονιά που η νομοθεσία κατέρρεε στο σεναριακό παροξυσμό του Death Wish και ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος κατακρεουργούσε τη νεολαία με το Πριόνι του, ο Scorsese παρουσίαζε ένα εύθραυστο γυναικείο πορτραίτο και το αφιέρωνε υπογείως στον θεσμό της οικογένειας, όπως επίσης υπογείως έπραττε και ο Spielberg με το “παράνομο” Sugarland Express του. Σαράντα χρόνια μετά, ελάχιστα έχουν αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα αφαιρεί από την αξία, όσα ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να της αναγνωρίσει.

Για την Alice θα μπορούσε κάποιος να μιλάει για ώρες. Όχι γιατί ο χαρακτήρας της είναι τόσο μοναδικός, ούτε γιατί τα μάτια της Ellen Burstyn που την ερμηνεύει είναι τόσο υπέροχα εκφραστικά, αλλά γιατί μέσα σε αυτά μπορείς να αναγνωρίσεις ακατάβλητα χαρακτηριστικά των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ανθρώπων που νόμιζαν ότι η ζωή έρχεται πάντα όπως την περιμένουμε (για να μας διαψεύσει πανηγυρικά), που πίστεψαν ότι το εφήμερο μετατρέπεται καμιά φορά σε άφθαρτο, ανθρώπων που γεύτηκαν το όνειρο αλλά δεν κατάφεραν ποτέ τους να το κατακτήσουν. Αντίθετα, αντίκρισαν την επιθυμία να σβήνει και να θυσιάζεται σε έναν αμείλικτο βωμό που λέγεται πραγματικότητα και μάλιστα με την σφραγίδα της συγκατάθεσής τους. Το όνειρο, βέβαια, όταν πιστώνεται, κρατάει το βλέμμα του καρφωμένο στο μέλλον, προσδοκώντας μια απαστράπτουσα στιγμή πραγμάτωσης, ακόμα κι όταν αυτή δεν μοιάζει να έρχεται από τον μακρινό ορίζοντα. Έχει μάθει όμως στην ελπίδα, γι’ αυτό και υπομένει.

Από τον πόθο της παιδικής ηλικίας που γέννησε η ηλιοκαμένη Καλιφόρνια στον εγκλωβισμό της ενήλικης ζωής μιας οικογένειας που χτίστηκε λάθος, η ιστορία που διηγείται ο Scorsese μοιάζει με ένα αβέβαιο road trip χωρίς πυξίδα και με ηρωίδα μια πεισματάρα γυναίκα. Μια γυναίκα που μπορεί να έχει χάσει τον προσανατολισμό της, μπορεί να έχει μάθει να συμβιβάζεται για να χαρίσει στο παιδί της όσα χρειάζεται (ένα παιδί που προσπαθεί να καταλάβει τις αιτίες αλλά δεν τα καταφέρνει), δεν έχει όμως ξεχάσει τους πόθους και τα όνειρά της. Η νεαρή Alice παντρεύεται, ονειρεύεται, χηρεύει στα τριανταπέντε και προσπαθεί να ανασυντάξει τα κομμάτια της, δεν ξεχνάει όμως όσα πρόλαβε να θυσιάσει στη μικρή πορεία της ζωής. Το τραγούδι μπορεί να μην ανήκει πλέον στην καθημερινότητά της, ανήκει όμως σε ένα όνειρο που έμεινε μετέωρο, παλεύοντας ανάμεσα στα καινούρια δεδομένα της ζωής για λίγο οξυγόνο.

Τη στιγμή που η πραγματικότητα γίνεται σαρωτική, τότε είναι και η στιγμή όπου η Alice αναζητά την ευκαιρία να αναπτύξει το τραγούδι της, το οποίο χρησιμοποιεί ως προσωπική της διέξοδο. Φορτώνει με θάρρος τον εγωισμό της και με ένα βλέμμα σχεδόν ταπεινό, περιφέρεται σε παρακμιακές καφετέριες και κακόφημα μπαρ αναζητώντας απεγνωσμένα το βήμα, την ευκαιρία που θα της χαρίσει το σθένος, τη στιγμή που το έχει περισσότερο ανάγκη. Παράλληλα στη διάρκεια της διαδρομής της, γνωρίζει και προδίδεται από δύο αρσενικά. Ο πρώτος (Harvey Keitel) φαλλοκράτης και οξύθυμος, ο δεύτερος (Kris Kristofferson) περισσότερο εγωιστής απ’ ότι μπορεί να αντέξει το ψυχολογικό φορτίο της Alice. Κανείς από τους δύο δεν φαίνεται ικανός να σηκώσει το συναισθηματικό βάρος της Alice και του ορφανού παιδιού της κι έτσι η νεαρή ονειροπόλα μένει και πάλι μόνη, με το όνειρο να πάλλεται από την ανάγκη της πραγμάτωσης δίπλα στην επιθυμία μιας οικογένειας που απλά ψάχνει την ευκαιρία να υπάρξει.

Πάνω σε αυτή την επιθυμία πατάει ο Scorsese και επάνω της χτίζει το φινάλε του ταξιδιού. Μέσω της συναισθηματικής ωρίμανσης και της αποδοχής των ευθυνών από το δεύτερο αρσενικό (που μάλλον πρόκειται για απορριπτέο χαρακτήρα), χαρίζει τελικά στην ηρωίδα του όσα πίστεψε ότι ήταν αληθινά (ακόμα και αν τελικά δεν είναι). Έτσι η ταινία μεταμορφώνεται και από μια ρεαλιστική ματιά επάνω στις αδυναμίες της δυτικής κοινωνίας να επικοινωνήσει, κλείνει τα μάτια και μετατρέπεται σε παραμύθι. Ένα ρομαντικό παραμύθι που θέλει τη μητρική αγκαλιά να χαρίζει την ασφάλεια που αναζητά το παιδί και μια αναβλύζουσα αισιοδοξία να έρχεται για να ελπίσει και χωρίς σταματημό, να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται.

Που μεταξύ μας, υπάρχουν φορές που κάτι τέτοιο το έχουμε περισσότερο ανάγκη, μήπως και μπορέσουμε να αντέξουμε την στυγερή ορμή της πραγματικής ζωής.


Chris Zafeiriadis

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Το Μικρό Ψάρι (2014)

“Κουκιά μετρημένα, φίλε…”


Μέσα σε έναν τεράστιο ωκεανό αχόρταγης τραμπουκοκρατίας και ματωμένων αναθυμιάσεων ανθρώπινης απόγνωσης, μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων όπου ο καθένας από εμάς θα καταβρόχθιζε τον διπλανό του για πλάκα χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ο Οικονομίδης θα δομήσει μια ιστορία που μοιάζει σαν ένα κακό όνειρο για τους πρωταγωνιστές, μια ταινία όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια που θέτει ο σκηνοθέτης, αλλά και να μπορούσε, δεν θα το έκανε ποτέ γιατί αυτός είναι ο κόσμος στον οποίον ανήκει. Μέσα σε αυτή την αμετάλλακτη κοινωνία, ο καθένας θα πρέπει να προσπαθήσει και τελικά να πολεμήσει για να μπορέσει να επιβιώσει, αρκεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη συλλογιζόμενος τι είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει, αυτό που του δίνει ανάσα στη ζωή και τελικά, αυτό που του την παίρνει πίσω, χωρίς επιστροφή. Ο Στράτος το κάνει. Όχι για να αποδείξει ότι είναι καλύτερος από τους υπολοίπους αλλά για αγγίξει, έστω και κλασματικά, την αέναη στιγμή της ψυχικής του καθαρότητας.

Το Μικρό Ψάρι δεν είναι για να σε κάνει να χαρείς. Δεν θα σε κάνει καν να χαμογελάσεις, αντίθετα θα σε συνθλίψει κάτω από μερικές δεκάδες τόνους κοινωνικής αποσύνθεσης και ανθρώπινης αποπνευμάτωσης. Είναι το βάρος ενός αποδομημένου τόπου (με την αποδόμηση να έρχεται απ’ το σενάριο και στη συνέχεια να χύνεται ορμητικά μέσα στην ταινία), το απέραντο βάθος μιας απύθμενης τρύπας που μας ρουφάει όλους χωρίς σταματημό, αναγκάζοντάς μας να ξεπουλήσουμε ό,τι χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας, για μερικές σταγόνες ανόθευτου εγωισμού. Μέσα σε αυτό το χάος ο Οικονομίδης θα τοποθετήσει μια φιγούρα που έσφαλε (σαν όλους τους άλλους), πλήρωσε για όσα του έχουνε προσάψει και σήμερα κινείται μυστικά, έχοντας μάθει να αφαιρεί ζωές και να σκοτώνει συνειδήσεις, χωρίς να του καίγεται καρφάκι. Άλλωστε στο δικό του κόσμο, όλοι βρίσκονται ένοχοι για κάτι και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πρέπει να πληρώσουν. Σε έναν τέτοιο κόσμο δεν υπάρχει χώρος για δισταγμούς και συναισθήματα, μονάχα ευτελείς μορφές, λουσμένες στο αίμα και την απόλυτη οργή μιας καταιγίδας που δε λέει να κοπάσει. 

Μέσα σε αυτόν τον τόπο που μοιάζει με νεκροταφείο ανθρώπων που δεν έχουνε ακόμα χάσει τη ζωή τους, ένα μικρό κορίτσι πέφτει θύμα των αμαρτωλών, καταδικασμένο να σταυρωθεί για αμαρτίες που δε διέπραξε ποτέ. Έτσι ο Στράτος βρίσκεται στο σημείο της ηθικής βαρύτητας ενός χρέους απέναντι στο μοναδικό ίσως αθώο χαρακτήρα της ταινίας, με τη σιωπή του να μαρτυρά την αφοσίωση σε έναν καινούριο σκοπό, αφήνοντας να φανεί μια αμυδρή ελπίδα, ικανή να σπάσει την παντοκρατορία του νοσηρού μαύρου που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα.

Έτσι, αυτός ο υπέροχος χαρακτήρας ανεπανάληπτης μοναξιάς, σταματά να ψάχνει φίλους εκεί που δεν υπάρχουν, αγγίζει την αυτογνωσία και προκαλεί τη σύγκρουση. Ξεκινά την αναζήτηση της προσωπικής του λύτρωσης μέσα από μια ύστατη πράξη απονομής δικαίου σε έναν αχόρταγο και άδικο τόπο όπου τίποτα δεν δίνεται χωρίς αντάλλαγμα, τίποτα δεν κερδίζεται αν δεν χάσεις ανεπιστρεπτί ένα κομμάτι του εαυτού σου. Καταφέρνει έτσι, να νιώσει για λίγο (ή για πάντα) ελεύθερος, αφήνοντας το ματωμένο του σημάδι επάνω σε μια αλήθεια, καταδικασμένη να ξεθωριάσει και να χαθεί, σαν να μην έζησε ποτέ. Προτού όμως χαθεί, στέκεται για λίγο μόνος, έχοντας κατακτήσει το βάρος της καθαρότητας που εσωκλείεται σε ένα ανείπωτο, μέχρι τώρα, νόημα.

Ένα νόημα αγνό, το οποίο κατοικεί κρυμμένο κάτω από τη σκόνη του χρόνου που μας βαραίνει όλους, από τη γέννηση της ύπαρξης μέχρι τη σιωπηλή στιγμή του νομοτελειακού μας θανάτου.


Chris Zafeiriadis

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Her (2013)


(…και να μείνετε μαζί, απ’ τη στιγμή που θα πιαστείτε χέρι-χέρι, έως το τέλος του κόσμου.)

Αν δεις το Her στην επιφάνειά του θα το αναγνωρίσεις ως μία ταινία που θέλει να μοιραστεί μαζί σου σκέψεις και πραγματικότητες τις οποίες μέσω ενός διαφορετικού και αλλόκοτου(;) κόσμου, χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους της δικής μας εποχής. Από τη μοναξιά που κάνει παρέα στις περισσότερες στιγμές μας μέχρι τις προσπάθειες που κάνουμε για να βρεθούμε κοντά με κάποιον άλλο, το Her χρησιμοποιεί τον ηρωικό Theodore, που ως αντιπροσωπευτικό δείγμα των ανθρώπων της μεγαλούπολης, δονείται από την ανάγκη της ερωτικής επιθυμίας, γι’ αυτό και την επιζητά. Αν όμως κοιτάξεις λίγο βαθύτερα θα αντικρίσεις τη γλυκόπικρη αλήθεια που κατοικεί μέσα σε όλους μας. Διότι μέσα από τις επιθυμίες, τις ανασφάλειες και το πάθος για έναν έρωτα που θέλει να εκδηλωθεί, το Her καταφέρνει να μιλήσει για όλα όσα παλεύουμε να ερωτευτούμε, αλλά δεν έχουμε το θάρρος να τα πλησιάσουμε. Για όσα ως άνθρωποι θέλουμε να μας αγγίξουν, μάθαμε όμως να κοιτάζουμε καχύποπτα και διστακτικά, ακόμα και όταν οι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα μας αξίζουν κάτι παραπάνω.

Η ταινία του Jonze μοιάζει με ένα ρομαντικό γράμμα το οποίο περνά μπροστά από τα μάτια σου χωρίς να έχει την απαίτηση να το διαβάσεις. Ξέρει όμως, πως αν το κάνεις, θα ξεκινήσετε ένα διάλογο χωρίς επιστροφή, αφού θα σου μιλήσει για τον εαυτό σου με έναν υπέροχα ευγενικό τρόπο. Θα σου μιλήσει για τον χρόνο που είναι πολύ περιορισμένος για να τον σπαταλάμε σε ό,τι μας τυχαίνει, για εκείνα που μας ενώνουν και όλα αυτά που μας κρατάνε χώρια, ανάμεσα σε δεκάδες ανώνυμα κτήρια και μερικές χιλιάδες ανθρώπων που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ (διότι μεταξύ μας, δεν τους αντέχουμε και όλους). Θα σου μιλήσει για την ακατόρθωτη αποκωδικοποίηση του έρωτα και θα χτίσει κάθε του καρέ επάνω στην αναζήτηση ενός συναισθήματος που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα στα στενά όρια ενός ανθρώπινου σώματος. Μπορεί όμως να γίνει αιώνιο αφού όταν ερωτεύεσαι πραγματικά οι στιγμές είναι αδυσώπητες και σε χτυπάνε με τρόπο που μένει ανεξίτηλος. Κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο των χτύπων της καρδιάς, θα μάθεις ότι το μόνο άτομο που χρειάζεσαι στη ζωή σου είναι αυτό που σε χρειάζεται μέσα στη δική του και όταν ο άλλος σου λείψει πραγματικά, θα συνειδητοποιήσεις ότι κάποτε ήταν κομμάτι του εαυτού σου (συνέχισε όμως να μου χαμογελάς και όλα θα πάνε καλά).

Όμως το Her, μέσα από την ακατάβλητη ανάγκη να έρθει κοντά σου, μοιάζει να έχει τη δική του επιθυμία, χαρακτηριστικό μιας τεράστιας ταινίας που έρχεται να σου κάνει παρέα, μια στο τόσο πλέον. Γνωρίζει ότι θα απομακρυνθεί και θα φύγει όταν δεν το έχεις πια ανάγκη, όμως δεν θα σε αφήσει μονάχο, ούτε για μια στιγμή. Διότι μέσα από την παρέα και τις συνομιλίες (ίσως και τις διαφωνίες), θα έχεις κοιτάξει ένα σπάνιο κομμάτι του εαυτού σου, θα θυμηθείς και πάλι εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός, σα να μη πέρασε μια μέρα από τότε, με την ελπίδα να ξεκινήσεις μια καινούρια αναζήτηση για κάτι που ζει όχι μονάχα μέσα στις ταινίες. Την επιθυμία να βρεις το θάρρος  να αναζητήσεις ένα αληθινό πρόσωπο, να κοιτάξεις ακριβώς δίπλα και να ερωτευτείς κάποιον που νοιάζεται, όπως ας πούμε, ένα καλό σου φίλο.


Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Death Wish (1974)


Η κοινωνία βρίσκεται σε αναβρασμό και η Νέα Υόρκη, ως επίκεντρο του δυτικού κόσμου, φλέγεται. Με τη φλόγα της αχόρταγη και αδάμαστη να περικυκλώνει τον πολιτισμό και στη συνέχεια να υψώνεται ψηλά, μετατρέποντας ό,τι σαν κοινωνία χτίσαμε και ό,τι σαν άνθρωποι πιστέψαμε, σε στάχτη. Η ιστορία του Death Wish δεν έχει ως σκοπό να καταγράψει τον αναβρασμό, ούτε να κατακρίνει την πορεία που μας οδήγησε στα υπολείμματα μας, αλλά να μεταφέρει, έστω και επιφανειακά, τις αναθυμιάσεις ενός φθίνοντος πολιτισμού, πρώτα στο χαρτί (με την νουβέλα του Brian Garfield) και στη συνέχεια στη μεγάλη οθόνη (για τα μάτια εκείνων που την εποχή των ‘70s αντίκριζαν ευημερία και ανάπτυξη γύρω τους).

Η ταινία του Winner έχει ως αφετηρία μια αναίτια βιαιοπραγία που μετατρέπεται σε ανθρωποκτονία. Η οικογένεια του αρχιτέκτονα Paul Kersey (ένας από τους ανθρώπους που έχτισαν τον κόσμο – και πληρώθηκαν γι’ αυτό) δέχεται επίθεση από τρεις άγνωστους νεαρούς, χωρίς να έχουν σημασία τα ονόματα ούτε η κοινωνική θέση των επιτιθέμενων, με την γυναίκα να χάνει την ζωή της και την μοναχοκόρη να χάνει την δυνατότητα της οποιασδήποτε επικοινωνίας με το περιβάλλον. Μια πράξη βίας που συμβαίνει μέσα στο ίδιο το σπίτι της οικογένειας (το προσωπικό μας καταφύγιο) και κατακρίνεται από τις αρχές, οι οποίες όμως αδυνατούν να λύσουν την υπόθεση, με τους ενόχους να παραμένουν για πάντα ελεύθεροι στους δρόμους που τους γέννησαν.

Το σοκ του Kersey, είναι διπλό. Από την μια πρέπει να δεχτεί την νέα του πραγματικότητα, με την οικογένεια πλέον χαμένη και από την άλλη έρχεται αντιμέτωπος με την ανικανότητα της αστυνομίας που όσο περνάν οι μέρες, μοιάζει περισσότερο με αδιαφορία. Μια αδιαφορία που οπλίζει το μυαλό και το χέρι του πρωταγωνιστή, ο οποίος μέσα σε μια σχεδόν Carpenterική ατμόσφαιρα αδίστακτης απλοϊκότητας, μετατρέπεται από φιλήσυχος και συγκαταβατικός αστός, σε εκδικητής της νύχτας, αφαιρώντας τις ζωές εκείνων που έμαθαν να επιτίθενται χωρίς φειδώ και χωρίς διαχωρισμό στους πολίτες των συννεφιασμένων δρόμων της αμερικάνικης μεγαλούπολης.

Αναγνωριστικά βλέμματα, απειλητικά στιλέτα και πυροβολικοί κρότοι σπάνε τη σιωπή της νύχτας, χτίζοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκφοβισμού και θανάτου που με πάθος και λαχτάρα επιζητά ο εκδικητής. Με ένα πιστόλι στο χέρι εφοδιασμένο με τις σφαίρες της ανθρώπινης αποκάρδιωσης, ο Kersey σκοτώνει και ταυτόχρονα ενισχύει την ανικανότητα της κλινικά νεκρής/ανεφάρμοστης νομοθεσίας. Αφού δεν μπορείτε εσείς, με τους νόμους και την εξουσία να πράξετε τα δέοντα, δημιουργούμε καινούριους κανόνες, οι οποίοι μπορούν και έχουν αποτέλεσμα, ακόμα και αν αυτό είναι λαθεμένο. Έτσι γεννάται ένα (αργότερα Dexter-ικό) ηθικό ερώτημα, για μια κοινωνία που μέσα στην ανημποριά που την χαρακτηρίζει, μετατρέπει άθελά της(;) τους αγαθά έντιμους σε αποτρόπαια ανέντιμους και τους προδιατιθέμενα έκνομους σε πνευματικά (και σωματικά) νεκρούς.

Ωστόσο το Death Wish, δεν είναι ένα γεγονός αιτιολογημένης εκδίκησης αλλά μια δραματική ιστορία θυμού και απόγνωσης. Μια πράξη τιμωρίας που παράγεται από την ανάγκη της άμυνας, η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται σε αντεπίθεση. Χωρίς να είμαστε σε θέση να δικαιολογήσουμε (ή ακόμα και να αισθανθούμε) τα γεγονότα και χωρίς ούτε για μια στιγμή να μπορούμε να αναγνωρίσουμε το δίκαιο, ή τη διαφορά της οργισμένης αντεπίθεσης από την αρχική επίθεση που δέχτηκαν τα θύματα. Το μόνο που από-μένει πριν τους σαρδόνιους τίτλους τέλους (και το υποσχόμενο χαμόγελο του Kersey) είναι η κρυφή αναγνώρισης της ευθύνης και η ανάγκη της φυγής για ένα καινούριο τόπο. Η ανάγκη να ζυγίσουμε ξανά τους εαυτούς μας, μήπως και μπορέσουμε να φυτέψουμε και πάλι την ξεριζωμένη εντιμότητα του μαραμένου μας πολιτισμού.

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Blue Jasmine (2013)


Θέλω να κοιτάξεις στα μάτια την Jasmine και να μου πεις αυτό που βλέπεις. Να μου πεις αν αναγνωρίζεις κάτι γνώριμο στη συμπεριφορά της, κάτι το οικείο σε όσα σκέφτεται και πράττει ή όλα σου φαίνονται απόμακρα και ξένα. Θέλω να μου πεις ακριβώς το σημείο που θα την κατηγορήσεις για τις επιλογές που έχει κάνει και τα λάθη που βαραίνουν τη συνείδησή της, για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις αμαρτίες των άλλων αλλά και εκείνες που είναι ολότελα δικές της. Ό,τι και αν είναι αυτό που θα μου πεις, οφείλεις να αναγνωρίσεις πως η Jasmine είναι περισσότερο θύμα και λιγότερο θύτης της κατάστασής της. Γι’ αυτό και δεν την παρεξηγώ που μονολογεί, άλλωστε σε αντίθεση με τους περισσότερους ήρωες του Woody Allen, αυτή κατάφερε να κατακτήσει εκείνο που της άξιζε, απλά δεν μπόρεσε να το κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά της. Και αυτό είναι αλήθεια, πονάει ακόμα περισσότερο.

Καθαρόαιμη αυτοκράτειρα του εγωισμού της, η Jasmine ταλαντεύεται ανάμεσα στα χρώματα που θέλει να την χαρακτηρίζουν, ξεκινώντας από το πράσινο του δυτικού χρήματος, το χρυσαφένιο των αστραφτερών κοσμημάτων και το γαλαζοκόκκινο του αμερικάνικου ονείρου, για να υποκύψει στο γραμματειακό λευκό της απόγνωσης και της αναγκαιότητας. Ο κόσμος της είναι γεμάτος αξιοπρέπεια, πείσμα αλλά και γενναιόδωρες ψευδαισθήσεις, όλα μέχρι το σημείο της μεγάλης φανέρωσης, όπου ο εγωισμός συν-θλίβεται κάτω από μερικούς τόνους ατέρμονης πραγματικότητας.

Ο Allen επιστρέφει στα πάτρια εδάφη της Νέας Υόρκης παρουσιάζοντας με μαεστρία το πορτραίτο μιας γυναίκας που ξεκίνησε με πολυτελείς προσδοκίες για να καταλήξει ένα ανεπανόρθωτα τσακισμένο λουλούδι με ανισόρροπη ψυχολογία, επιμένοντας να καταδιώκει ένα ανισόρροπο όνειρο. Το δράμα εκκολάπτεται με κωμικό καμουφλάζ, παραμένοντας κραταιό για να μπορέσει να θλίψει την Jasmine και να την μετατρέψει σε φίλη καρδιακή. Μια φίλη που θα σου ψιθυρίσει ένα μελαγχολικό τραγούδι και θα περιγράψει ένα κομμάτι του εαυτού σου, ακόμα και αν δεν το καταλάβεις με την πρώτη. Θα περιγράψει το πάθος της υπερβολής της εξιδανίκευσης, απέναντι στην ταπεινότητα της συγκατάβασης της ευτυχίας, βεβαιώνοντας ότι τη μικρή ζωή που σου δόθηκε πρέπει να την ζεις και όχι να την σπαταλάς. Άλλωστε τα όσα σου προσφέρονται είναι κολοσσιαία ανεπαρκή για να μπορέσεις να την κατανοήσεις. 

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους? (2012)


Βάζεις τον κόπο, το πείσμα και την ελπίδα που σου ‘χει απομείνει και χτίζεις έναν κόσμο λαμπερό και ελεύθερο, προσπαθώντας να τον κάνεις να αποπνέει δίψα για ζωή και επιτεύξιμα όνειρα. Επιτέλους έχεις έναν τόπο να ανήκεις, που αναπνέεις καθημερινά και εργάζεσαι (χωρίς σταματημό), έχεις ένα σπίτι που μπόρεσες μετά από βάσανα να ονομάζεις δικό σου. Έχεις έναν τόπο που μπορείς να συμφιλιωθείς μαζί του, όχι γιατί σου το ‘χουν επιβάλει αλλά γιατί εκεί μπορείς να ανακαλύψεις τη γαλήνη που χρόνια αναζητούσες, ακόμα και με τις άρρητες αναποδιές που ποτέ δεν μπορείς να αποφύγεις. Χτίζεις έναν κόσμο μέχρι εκεί ψηλά στον ουρανό και μόλις είσαι έτοιμος να τον αγγίξεις, βλέπεις τα πάντα τα γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια σου. Βλέπεις να πάντα να χάνονται μέσα από τα ιδρωμένα σου χέρια, να αφανίζονται σαν να μην έζησαν ποτέ κοντά σου. Μαζί με τον κόσμο γύρω, χάνεται και η ελπίδα, η δύναμη που είχες ως άνθρωπος να παλέψεις για όσα πίστεψες ότι μπορούσες να κατακτήσεις. Αν με ρωτήσεις στα κρυφά, αυτό πιστεύω είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία, να χάσει, δηλαδή, την πίστη της για ένα καλύτερο και αισιόδοξο αύριο.

Μέσα στα ερείπια κανείς δεν έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει, κανείς από «εκείνους» δεν θα βγάλει άχνα για όσα γνωρίζει ή ακόμα, υποπτεύεται ότι μπορεί να έχουν συμβεί – το χειρότερο, να συμβαίνουν ακόμα. Οι μεγαλύτεροι αρχίζουν σιγά-σιγά να αποποιούνται την ευθύνη, θαρρείς και ζήσαν σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από όσα συνέβησαν στην Ελλάδα τα τελευταία 30 και βάλε, χρόνια. Θαρρείς πώς δεν αντιλαμβάνονται ότι σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και αν πορευτούν, είτε αριστερά, είτε δεξιά, είτε ακροδεξιά, παντού συντρίμμια θα αναγνωρίσουν, απέλπιδες κραυγές που μάταια επιζητούν να έχουν δίκιο σε έναν τόπο αδίκως τελειωμένο. Χωρίς παράλληλα να έχουν το κουράγιο να αναζητήσουν την αλήθεια που θα τους ελευθερώσει πνευματικά, θα τους κάνει επιτέλους να αντιληφθούν το μεθοδευμένο υπνωτισμό στον οποίο με περισσή αδράνεια έχουν υποπέσει.

Αν κάτι εσωκλείεται στην ταινία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη αυτό δεν είναι το παρελθόν ούτε η ιστορία μιας χώρας πνιγμένης σε σύγχυση και αποπροσανατολισμό, αλλά η ανάγκη μιας αλήθειας που παλεύει να αναδυθεί. Όχι η αλήθεια της άκρατης βίας, των σιωπηλών βολεμένων, της (ποινικοποιημένης) κουκούλας και της (απ)ενοχοποιημένης επανάστασης, αλλά η αλήθεια μιας κοινωνίας που βαδίζει προς την οικειοθελή και συστηματοποιημένη της υποδούλωση, χωρίς να έχει τη δύναμη να κοιτάξει με ειλικρίνεια μπροστά. Μιας κοινωνίας η οποία προτού σεισθεί συθέμελα και αφυπνιστεί, θα πρέπει να μάθει να ελπίζει, όχι στην ατομική αξίωση του καθενός, αλλά στη σημαίνουσα συλλογικότητα που οφείλει να την χαρακτηρίζει.

Που χωρίς αυτήν παραμένουμε λυσσασμένοι και πεινασμένοι κανίβαλοι, κατασπαράζοντας με έναν αχόρταγο θυμό την πολιτιστική μας υπο-δομή και την ψυχή μας τη βαθιά. 

Chris Zafeiriadis

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Carrie (2013)


Η καλλιτεχνική αναζήτηση μιας γυναίκας αγκαλιάζει την οργή μιας άλλης. Η ομοφυλόφιλη Kimberly Peirce παίρνει ένα από τα ωραιότερα βιβλία της φανταστικής λογοτεχνίας και εν έτει 2014 μας συστήνει ξανά την Carrie White. Μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στα δεδομένα της εποχής του διαδικτύου, της γρήγορης ταχύτητας και των social media, όπου  οι πληροφορίες ανταλλάσσονται σε φρενήρεις ρυθμούς, μιας εποχής που τίποτα δεν κρατείται κρυφό, ικανής να αναδείξει, να περιορίσει ή ακόμα και να ταπεινώσει την ανθρώπινη αξία. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ιστορία του Stephen King δεν γνωρίζει εποχές, δεν μεταλλάσει τον χαρακτήρα της, ακόμα και αν αυτός εξοικειώνεται με τις σύγχρονες τάσεις.

Η Carrie είναι ένα κορίτσι διαφορετικό από αυτά της ηλικίας της, διαφορετικό και από όλα τα υπόλοιπα. Διαθέτει την ικανότητα της τηλεκίνησης, χωρίς όμως να γνωρίζει αν πρόκειται για θείο χάρισμα ή δαιμόνια κατάρα. Μαζί με τις κρυφές της δυνατότητες που αναπτύσσονται σταδιακά στην ταινία, ανακαλύπτει παράλληλα την ψυχογενή μητρική θρησκοληψία (στα όρια της παράνοιας), τη ματωμένη γυναικεία της φύση, αλλά και την εφηβικά αλαζονική, ενδοσχολική βία. Μια βία που την περιτριγυρίζει στοργικά, περιμένοντας τη στιγμή που θα της επιτεθεί, καταβροχθίζοντας την επιθυμία της κοινωνικής ένταξης που τόσο λαχταρά η Carrie.

Η προσέγγιση της Peirce είναι μέχρι ένα βαθμό πετυχημένη. Μέχρι τη μέση περίπου της ταινίας φαίνεται να αγκαλιάζει το νεαρό κορίτσι, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου μπορεί να αναπτύξει τον μεταφυσικό της χαρακτήρα, να αντιμετωπίσει τον χριστιανικό δογματισμό της μητέρας της (στο πρόσωπο της Julianne Moore που δε με πείθει - εδώ και μια δεκαετία περίπου) και να έρθει σε σύγκρουση με τις αποδοκιμασίες του περίγυρού της. Παράλληλα η σκηνοθέτις αναπτύσσει και την ανάγκη της Carrie για κοινωνική συναναστροφή, χαρίζοντάς της έναν καθαρά ανθρώπινο χαρακτήρα, εμποδίζοντάς την από το να χαρακτηριστεί ως τέρας. Μέσα στα πάθη, δίνεται και ο απαιτούμενος χρόνος στην Carrie για να πειραματιστεί και να προσπαθήσει να κατανοήσει το αφύσικο των δυνάμεων της.

Η συνέχεια όμως δεν είναι η αναμενόμενη, διότι από την μέση περίπου της ταινίας και μέχρι το φινάλε της, η Peirce μοιάζει να αδιαφορεί για την ηρωίδα της, δίνοντας περισσότερο έμφαση στον τρόπο που θα αφηγηθεί την ιστορία και όχι στη βαρύτητά της. Η σκηνή του σχολικού χορού, αν και όμορφα δοσμένη, περιορίζει την Carrie από το να εξαπολύσει την διάσημη οργή της σε όλο της το μεγαλείο. Ταπεινώνεται, οργίζεται και εκδικείται, παραμένοντας όμως μέσα στις ανθρώπινες συντεταγμένες που θέτει η Peirce, γι’ αυτό και η τιμωρία των ενόχων δεν δικαιώνει τον αιματολάγνο θεατή. Ο πανικός, οι κραυγές, το αίμα και ο θάνατος βρίσκονται εκεί, δεν αντιστοιχούν όμως στα όσα προηγήθηκαν και δεν επαρκούν στο να απομένουν την δικαιοσύνη απέναντι στους εμπαιγμούς και την ταπείνωση που υπέστη η Carrie.

Και ενώ γνωρίζεις ότι στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη (π.χ.Tarantino) θα είχαμε ένα σπουδαίο λουτρό αίματος, με τις απαραίτητες τάσεις υπερβολής (για περισσότερο ξεφάντωμα), συνειδητοποιείς ότι στα χέρια της Peirce έχουμε κάτι διαφορετικό. Έχουμε την ανάδειξη της Chloë Moretz, η οποία αποτινάσσει το αληθινό πρόσωπο του αθώου κοριτσιού (που φορούσε, ας πούμε, στο Hugo) και μεταμορφώνεται, υιοθετώντας με ευκολία τον οργισμένο χαρακτήρα της ηρωίδας του King. Δεν το λένε τύχη αυτό, ούτε  καμουφλάζ, το λένε ταλέντο.

Chris Zafeiriadis